Φωτογραφία από την Έκθεση «Αφιέρωμα στον ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσο». Από το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης
Όταν ο Γιάννης Ρίτσος έφυγε από τη ζωή στις 11 Νοεμβρίου 1990, ο κόσμος έχασε έναν από τους μεγαλύτερους ποιητές του εικοστού αιώνα.
Επιφανής και πολυγραφότατος Έλληνας ποιητής με διεθνή απήχηση, ο Ρίτσος ανήκε στη λεγόμενη γενιά του 1930. Ο Επιτάφιος, η Ρωμιοσύνη και η Σονάτα του Σεληνόφωτος είναι τρία από τα πιο γνωστά έργα του. Το 1975 ήταν υποψήφιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Ο Γάλλος ποιητής Λουί Αραγκόν είπε κάποτε ότι ο Ρίτσος ήταν «ο μεγαλύτερος ποιητής της εποχής μας». Όταν ο Ρίτσος κέρδισε το Βραβείο Ειρήνης Λένιν το 1975, αναφέρθηκε ότι είπε ότι «αυτό το βραβείο είναι πιο σημαντικό για μένα από το Νόμπελ».
Κατά τη διάρκεια της ζωής του έγραψε περισσότερες από 100 ποιητικές συλλογές, εννέα μυθιστορήματα και τέσσερα θεατρικά έργα. Έγραψε επίσης αμέτρητα άρθρα και έκανε πολυάριθμες μεταφράσεις άλλων έργων.
Η πρώιμη ζωή του ποιητή Γιάννη Ρίτσου
Ο Ρίτσος γεννήθηκε στη Μονεμβασιά την 1η Μαΐου 1909. Ήταν το μικρότερο από τα τέσσερα παιδιά των πλούσιων γαιοκτημόνων γονέων Ελευθέριου Ρίτσου και Ελευθερίας Βουζουνάρα. Την ίδια χρονιά που μπήκε στο γυμνάσιο στο Γύθειο το 1921, έχασε τη μητέρα και τον αδερφό του από φυματίωση. Το 1924 δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στο περιοδικό «Edification of Children» με το ψευδώνυμο «Ideal Vision».
Το 1925 τελείωσε το λύκειο και έφυγε για την Αθήνα με την αδελφή του Λούλα. Στο μεταξύ, ο πατέρας του είχε εξαθλιωθεί και ο ποιητής αναγκάστηκε να εργαστεί για τα προς το ζην, αρχικά ως δακτυλογράφος και μετά ως κειμενογράφος στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος.
Το 1926 προσβλήθηκε και αυτός από φυματίωση και επέστρεψε στη Μονεμβασιά μέχρι το φθινόπωρο του ίδιου έτους, οπότε και γράφτηκε στη Νομική Σχολή Αθηνών, χωρίς να μπορέσει να φοιτήσει. Συνέχισε να εργάζεται ως βιβλιοθηκάριος και ως βοηθός συγγραφής στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών.
Τον Ιανουάριο του 1927 νοσηλεύτηκε και πέρασε τρία χρόνια στο Σανατόριο Σωτηρία. Εκεί γνώρισε αρκετούς μαρξιστές και διανοούμενους της εποχής του και έγραψε αρκετά ποιήματα που δημοσιεύτηκαν στο λογοτεχνικό παράρτημα της Εγκυκλοπαίδειας Πυρσός.
Τον Οκτώβριο του 1931 ο Ρίτσος επέστρεψε στην Αθήνα και ανέλαβε τη διεύθυνση του καλλιτεχνικού τμήματος της Εργατικής Λέσχης, όπου σκηνοθέτησε και έπαιξε σε θεατρικά έργα. Η υγεία του βελτιώθηκε σταδιακά, όπως και τα οικονομικά του. Τον επόμενο χρόνο ο πατέρας του εισήχθη στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Δάφνης, όπου και πέθανε το 1938.
Το 1933 ο Ρίτσος συνεργάστηκε με το αριστερό περιοδικό «Πρωτοπόροι» και εργάστηκε ως ηθοποιός σε θεατρικό θίασο. Το 1934 άρχισε να αρθρογραφεί στον Ριζοσπάστη, την εφημερίδα του ΚΚΕ, ενώ έγινε επίσης μέλος του κόμματος, στο οποίο έμεινε πιστός μέχρι το θάνατό του. Δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με το όνομα Τρακτέρ με το προσωνύμιο Sostir (αναγραμματισμός του επωνύμου του, που σημαίνει σωτήρας).
Το 1935 κυκλοφόρησε τη δεύτερη ποιητική του συλλογή με τίτλο «Πυραμίδες» και επιστρατεύτηκε ως αρχισυντάκτης των εκδόσεων Γκοβόστη.Ο μεγαλύτερος ποιητής της εποχής του
Στις 9 Μαΐου 1936, η απεργία των εργατών στη Θεσσαλονίκη οδήγησε σε αιματηρές ταραχές. Την επόμενη μέρα, ο Ρίτσος είδε μια φωτογραφία στον Ριζοσπάστη που δείχνει μια μητέρα να κλαίει πάνω από τον νεκρό γιο της, που είχε σκοτωθεί από την αστυνομία στις ταραχές.
Αυτό το επεισόδιο αποτέλεσε την έμπνευση για ένα από τα πιο δημοφιλή ποιήματά του, τον Επιτάφιο, το οποίο είχε εκδοτική σειρά 10.000 αντιτύπων. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά (1936-1940) τα τελευταία 250 αντίτυπα κάηκαν από το καθεστώς στις Στήλες του Ολυμπίου Διός στο κέντρο της Αθήνας.
Φωτογραφία έκθεσης, Αφιέρωμα στον ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσο. Credit: Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης
Το 1937 νοσηλεύεται ξανά στο Σανατόριο Πάρνηθας. Ταυτόχρονα, συντετριμμένος από την ασθένεια της αγαπημένης του αδερφής Λούλας, έγραψε το «Τραγούδι της αδερφής μου», μερικούς από τους πιο όμορφους στίχους της νεοελληνικής γραφής.
Το 1938 εκδόθηκε η «Εαρινή Συμφωνία» και ο Ρίτσος προσλήφθηκε στο Εθνικό Θέατρο. Δύο χρόνια αργότερα προσλήφθηκε ως χορευτής στην Εθνική Λυρική Σκηνή.
Στη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής ο Ρίτσος ήταν κατάκοιτος τις περισσότερες φορές, αλλά συμμετείχε στις εκπαιδευτικές δραστηριότητες του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ). Μετά την ήττα του αριστερού Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ) τον Δεκέμβριο του 1944, ακολούθησε τους αντάρτες στη Λαμία, όπου συνάντησε τον αρχηγό τους, Άρη Βελουχιώτη.
Στη συνέχεια πήγε στην Κοζάνη όπου ανέβασε το έργο του «Η Αθήνα στα όπλα». Το 1945 έγραψε τη «Ρωμιοσύνη», που θεωρείται ένα από τα αριστουργήματά του, στην οποία ο Μίκης Θεοδωράκης συνέθεσε τη μουσική για όπερα το 1966.Κατά τον Εμφύλιο (1946-1949) εξορίστηκε λόγω της αριστερής του δράσης, αρχικά στη Λήμνο (1948), στη συνέχεια στη Μακρόνησο (1949) και στον Άγιο Ευστράτιο (1950-1951). Το 1952 επέστρεψε στην Αθήνα και έγινε μέλος της Ενωμένης Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ). Το 1954 παντρεύτηκε την παιδίατρο Φιλλίτσα Γεωργιάδου από τη Σάμο και απέκτησαν μια κόρη, την Έρη, το 1955.
Το 1956 ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση ως μέλος αντιπροσωπείας διανοουμένων και δημοσιογράφων και την ίδια χρονιά τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο για τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος». Όταν το διάβασε ο Γάλλος ποιητής και συγγραφέας Louis Aragon (1897-1982), είπε ότι ένιωσε «το βίαιο τράνταγμα μιας ιδιοφυΐας» και αποφάσισε ότι ο δημιουργός ήταν «ο μεγαλύτερος ποιητής της εποχής μας».
Το 1960 ο Μίκης Θεοδωράκης έγραψε μουσική για τον «Επιτάφιο», σηματοδοτώντας την αρχή της εποχής που τα έργα του Ρίτσου έγιναν γνωστά στο ευρύ κοινό. Το 1962, ο Ρίτσος επισκέφτηκε τη Ρουμανία και συναντήθηκε με τον Ναζίμ Χικμέτ, την ποίηση του οποίου μετέφρασε στα Ελληνικά.
Στη συνέχεια πήγε στην Τσεχοσλοβακία όπου ολοκλήρωσε την «Ανθολογία Ποιητών της Τσεχοσλοβακίας, της Ουγγαρίας και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας». Το 1964 κατέβηκε ως μέλος της ΕΔΑ στις εθνικές εκλογές.
Τα τελευταία χρόνια της ποιητικής ιδιοφυΐας του Γιάννη Ρίτσου
Όταν έγινε το πραξικόπημα στις 21 Απριλίου 1967, οι φίλοι του συμβούλεψαν τον ποιητή να κρυφτεί, αλλά εκείνος δεν έφυγε από το σπίτι του. Συνελήφθη και κρατήθηκε στον Ιππόδρομο Φαλήρου και στη συνέχεια οδηγήθηκε στο στρατόπεδο πολιτικών κρατουμένων στη Γυάρο, ενώ στη συνέχεια μεταφέρθηκε στη Λέρο.
Το 1968 νοσηλεύτηκε στον Άγιο Σάββα στην Αθήνα και στη συνέχεια καταδικάστηκε σε κατ' οίκον περιορισμό στο σπίτι της συζύγου του στη Σάμο. Το 1970 επέστρεψε στην Αθήνα, αλλά μετά την άρνησή του να συμβιβαστεί με το καθεστώς εξορίστηκε ξανά στη Σάμο μέχρι το τέλος του χρόνου. Το 1973 συμμετείχε στην εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Μετά την πτώση της δικτατορίας το 1974, πέρασε τον περισσότερο χρόνο του στην Αθήνα, όπου συνέχισε να γράφει με μεγάλους ρυθμούς. Το 1975 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και τιμήθηκε με το βραβείο γαλλικής ποίησης Alfred de Vigny. Την επόμενη χρονιά του απονεμήθηκε το Βραβείο Λένιν στη Μόσχα.
Τα επόμενα χρόνια, έδωσε διαλέξεις σε διάφορα πανεπιστήμια, όπως το Μπέρμιγχαμ (1978), ο Καρλ Μαρξ της Λειψίας (1984) και το Πανεπιστήμιο Αθηνών (1987). Το 1986 του απονεμήθηκε το Βραβείο Ποίησης για την Ειρήνη του ΟΗΕ.
Ο Γιάννης Ρίτσος πέθανε στις 11 Νοεμβρίου 1990, αφήνοντας πίσω του 50 ανέκδοτες ποιητικές συλλογές. Κηδεύτηκε τρεις μέρες αργότερα στη γενέτειρά του τη Μονεμβασιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια: