Ο ναός του Ηφαίστου στον Αγοραίο Κολωνό, γνωστός και ως «Θησείο», αποτελεί το καλύτερα σωζόμενο δείγμα δωρικού ναού στην Ελλάδα και ένα από τα πιο σπουδαία μνημεία του οικοδομικού προγράμματος του Περικλή.
Οικοδομήθηκε λίγο μετά τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. (446-442 π.Χ.) και ήταν αφιερωμένος στον Ήφαιστο και την Αθηνά Εργάνη, στο λόφο του Αγοραίου Κολωνού που δεσπόζει στα δυτικά της πλατείας της Αγοράς. Ο ναός έφερε πλούσιο γλυπτικό διάκοσμο με μετόπες στην ανατολική πλευρά και στις ανατολικές γωνίες της βόρειας και της νότιας πλευράς, ιωνική ζωφόρο πάνω από την περίσταση στον πρόναο και αετώματα που σώζονται σε κακή κατάσταση. Επέζησε των επιδρομών των Ερούλων και των Γότθων και μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία του Αγίου Γεωργίου τον 7ο αιώνα, χρήση την οποία διατήρησε έως το 1833. Από τότε λειτούργησε ως μουσείο, ενώ μετά το 1950 ερευνήθηκε ανασκαφικά το εσωτερικό του.
ΚΛΑΣΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Ταύτιση του κτιρίου
Ο ναός του Ηφαίστου στο λόφο του Αγοραίου Κολωνού αναφέρεται από τον Παυσανία στην περιήγησή του στην Αγορά της Αθήνας. Η ταύτιση θεωρείται σχετικά ασφαλής, αν και ο Παυσανίας ακολουθεί ένα ιδιαίτερα περίπλοκο σχήμα κατά την πορεία της αφήγησής του, που προβληματίζει ιδιαίτερα τους σύγχρονους μελετητές: συγκεκριμένα, αναφέρεται στο Ηφαιστείο, αφού προηγουμένως έχει περιγράψει τα μνημεία έως και έξω από τα όρια της πλατείας της Αγοράς, σταματώντας στο Ελευσίνιο.
Κατόπιν περιγράφει το ιερό της Ουρανίας Αφροδίτης. Με βάση το δρομολόγιο που περιγράφει ο Παυσανίας ταυτίστηκε ο συγκεκριμένος βωμός με αυτόν του ιερού της Αφροδίτης. Η ταύτιση ενισχύθηκε από το γεγονός ότι ανακαλύφθηκαν ίχνη από τον περίφημο κήπο του Ηφαιστείου, αλλά και από τη γενικότερη συγκέντρωση εργαστηρίων μεταλλοτεχνίας γύρω από το ναό. Ο Αρποκρατίων στο λεξικό του (βλ. λ. «κολωνέτας») αναφέρει ότι το ιερό του Ηφαίστου βρισκόταν, μαζί με το Ευρυσάκειο, στο λόφο του Αγοραίου Κολωνού. Η θέση του Ευρυσάκειου έχει ταυτιστεί με βάση την επιτόπια εύρεση επιγραφών στις παρυφές και πάνω στον εν λόγω λόφο, νότια του ναού.
Στη θέση του ναού βρέθηκαν παλιότερα κατάλοιπα που περιλαμβάνουν μυκηναϊκά, γεωμετρικά και αρχαϊκά ευρήματα, τα οποία όμως δεν πιστοποιούν την προηγούμενη παρουσία κάποιας λατρείας στο συγκεκριμένο χώρο πριν από την ανέγερση του ναού.
Πάντως, κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί και άλλες θεωρίες. Αρχικά πιστευόταν ότι ήταν το Θησείο. Μια εναλλακτική πρόταση θέλει το ναό αφιερωμένο στην Αρτέμιδα Εύκλεια. Η E.B. Harrison, με αφορμή τη μελέτη των λατρευτικών αγαλμάτων, αλλά και του γλυπτού διακόσμου του ναού, διατύπωσε αμφιβολίες αναφορικά με την ταύτισή του με το Ηφαιστείο.
Περιγραφή του κτιρίου
Το Ηφαιστείο είναι το πιο εντυπωσιακό μνημείο της Αγοράς της Αθήνας και προφανώς το πιο πλούσια διακοσμημένο. Πράγματι ως προς τον πλούτο και την ποιότητα του γλυπτού του διακόσμου μόνον ο Παρθενώνας το ξεπερνά.
Ο ναός σώζεται σε εξαιρετική κατάσταση, καθώς επέζησε των σεισμών και των καταστροφών που συνέβησαν στην πλευρά εκείνη της Αγοράς της Αθήνας, αλλά και της πολύ σοβαρότερης απειλής που αποτελούσε η λατόμηση του υλικού του για δεύτερη χρήση. Η αιτία είναι η μετατροπή του σε χριστιανικό ναό.
Τα υλικά δόμησης ποικίλλουν: η κατώτερη βαθμίδα της κρηπίδας είναι στρωμένη με πλάκες από πωρόλιθο, ενώ οι δύο ανώτερες βαθμίδες και η ανωδομή ήταν από πεντελικό μάρμαρο. Ο γλυπτός διάκοσμος αντίθετα, καθώς και ορισμένα τμήματα της οροφής, ήταν από παριανό μάρμαρο.
Η σχεδίαση του κτιρίου προηγείται αυτής του Παρθενώνα: ακολουθείται το συντηρητικό σχέδιο του περίπτερου δίστηλου διπλού σε παράταξη, με 6 κίονες στην πρόσοψη και 13 στη μακρά πλευρά. Πάντως, έχει διατυπωθεί πειστικά η υπόθεση ότι ο αρχιτέκτονας, βλέποντας το έργο του Ικτίνου και του Καλλικράτη στον Παρθενώνα (του οποίου η οικοδόμηση άρχισε το 447 π.Χ.), πρόσθεσε την εσωτερική δίτονη κιονοστοιχία σε σχήμα Π, από την οποία βέβαια διατηρούνται ελάχιστα ίχνη. Και η ιωνική ζωφόρος πάνω από τον πρόναο και τον οπισθόδομο θεωρείται ότι επηρεάζεται από την αντίστοιχη τολμηρή χρήση του ιωνικού αυτού διακριτικού σε δωρικό κτήριο που εγκαινιάζει ο Παρθενώνας.
Ο πρόναος ήταν βαθύτερος από τον οπισθόδομο, λόγω και των ιδιαιτεροτήτων του γλυπτού διακόσμου του. Οι μετόπες είχαν ύψος 0,83 μ.
strong>Η στέγη
Η στέγη του ναού ήταν ξύλινη στο εσωτερικό του σηκού, ενώ αντίθετα η στέγαση του πτερού εξασφαλιζόταν με τη συναρμογή μαρμάρινων δοκών και φατνωματικών πλακών. Η περίτεχνη στέγη αποτελεί ένα από τα περιπλοκότερα δείγματα του είδους, και γι’ αυτό έχει μελετηθεί διεξοδικά. Τα φατνώματα είχαν λαξευτεί σε μεγάλο βαθμό στο κάτω μέρος των πλακών, προκειμένου να μειώνεται το υπερκείμενο βάρος. Η πρακτική αυτή, αν και συνήθης σε αρκετά κτήρια, εκτελείται εδώ με μοναδικό τρόπο: ο ουρανός κάθε φατνώματος είχε λαξευτεί ως ανεξάρτητο κομμάτι και μπορούσε να απομακρυνθεί. Επιπλέον, κάθε ουρανός ταίριαζε ακριβώς με ένα μόνο συγκεκριμένο φάτνωμα.
Η χρονολόγηση της οικοδόμησης
Η πεποίθηση του W.B. Dinsmoor ότι ο ναός αποτελεί το πρώτο από τα τέσσερα μνημεία που αποδίδονται στον ίδιο αρχιτέκτονα και χτίστηκαν σχεδόν διαδοχικά σε σχετικά μικρό διάστημα, στο γ’ τέταρτο του 5ου αιώνα π.Χ., αποτελεί την ευρύτερα αποδεκτή σήμερα άποψη. Συγκεκριμένα, ο λεγόμενος «αρχιτέκτονας του Ηφαιστείου» έχτισε πρώτα το Ηφαιστείο (449-444 π.Χ.) και μετά το ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο (444-436 π.Χ.), το ναό του Άρη, που στην πραγματικότητα είναι ο ναός της Αθηνάς στην Παλλήνη (436-432 π.Χ.), και το ναό της Νέμεσης στη Ραμνούντα.
Είναι σχεδόν βέβαιο ότι στη διάρκεια των εργασιών, ο αρχιτέκτονας προσάρμοζε ορισμένες λεπτομέρειες στο σχεδιασμό, στο σχέδιο του Παρθενώνα, ο οποίος υπήρξε σημείο αναφοράς και πηγή έμπνευσής του. Κάτι τέτοιο φανερώνει μια σχετική βραδύτητα στην ολοκλήρωση του ναού. Πράγματι, θεωρείται ότι η ανωδομή δεν είχε αποπερατωθεί πριν από το 420 π.Χ.
Άλλες απόψεις, μεταξύ των οποίων και η θεωρία του Boersma, που την ασπάζονται και οι Ιταλοί αρχαιολόγοι Cruciani και Fiorini, αποδίδουν την ανέγερση του ναού (ή απλώς τη σύλληψη του σχεδίου του καθώς και του εικονογραφικού διακόσμου) στην περίοδο της παντοδυναμίας του Κίμωνα, γύρω στο 460 π.Χ.
Το λατρευτικό άγαλμα
Ο Παυσανίας αναφέρεται ιδιαίτερα στα χάλκινα λατρευτικά αγάλματα του Ηφαίστου και της Αθηνάς που στεγάζονταν στο εσωτερικό του ναού. Τα αγάλματα ήταν έργα του σπουδαίου Αθηναίου γλύπτη Αλκαμένη και πρέπει να εκτελέστηκαν στο διάστημα μεταξύ 421 και 415 π.Χ., όταν η ειρήνη του Νικία επέτρεψε, έως την περίοδο της Σικελικής εκστρατείας, την ανάκαμψη των οικονομικών της Αθήνας και τη συνέχιση των οικοδομικών έργων. Τίποτε δε σώζεται από αυτά, αν και υπάρχουν αρκετές θεωρίες αποκατάστασής τους.
Το ενδιαφέρον του περιηγητή επικεντρώνεται στα γαλάζια μάτια της Αθηνάς, τα οποία συνδέει με τη λιβυκή παράδοση ότι η θεά ήταν κόρη του Ποσειδώνα. Ο Βαλέριος Μάξιμος αναφέρεται στο θαυμαστό τρόπο με τον οποίο ο Αλκαμένης απέκρυψε το ιδιαίτερο ανατομικό χαρακτηριστικό του θεού, τη χωλότητά του, κάτω από το ένδυμά του, χωρίς όμως να την εξαφανίσει πλήρως.
Ο γλυπτός διάκοσμος
Το Ηφαιστείο κοσμείται με ένα ιδιαίτερα περίτεχνο και πλούσιο σε συμβολισμούς γλυπτό διάκοσμο. Ο διάκοσμος αυτός, όπως απέδειξε αρκετά πειστικά ο Morgan, ανήκει στο διάστημα μετά το 421 π.Χ. Η διατήρηση των περισσότερων μετοπών είναι σήμερα κακή, επειδή η μετατροπή του ναού σε χριστιανική εκκλησία οδήγησε τους χριστιανούς στη συστηματική καταστροφή των κεφαλιών των περισσότερων μορφών. Επέζησαν μόνο μορφές που συμβόλιζαν τις δυνάμεις του κακού και συντρίβονταν (π.χ. ο Μινώταυρος), καθώς ταυτίστηκαν με το Σατανά και την τιμωρία του.
Οι μετόπες της ανατολικής πλευράς, σήμερα πολύ φθαρμένες, καθώς οι πιο πολλές κεφαλές έχουν πελεκηθεί από χριστιανούς, παρουσίαζαν τους άθλους του Ηρακλή. Η πλευρά αυτή του ναού ήταν ορατή και ιδιαίτερα προβεβλημένη στα μάτια των θεατών που βρίσκονταν στην πλατεία της Αγοράς. Οι 10 μετόπες της πλευράς αυτής παρουσίαζαν: την πάλη του ήρωα με το λιοντάρι της Νεμέας, τη θανάτωση της Λερναίας Ύδρας, τη σύλληψη του Ελαφιού της Άρτεμης, τη σύλληψη του Ερυμάνθιου Κάπρου, την απόκτηση των αλόγων του Διομήδη, τη μεταφορά του Κέρβερου στον Άνω Κόσμο από τον Άδη, την πάλη του Ηρακλή με τη βασίλισσα των Αμαζόνων, το επεισόδιο της θανάτωσης του Γηρυόνη και της αρπαγής των βοδιών του (σε δύο μετόπες), καθώς και την απόκτηση των μήλων των Εσπερίδων.
Οι άθλοι του Θησέα παρουσιάζονται στις μετόπες της βόρειας και της νότιας μακράς πλευράς, που περιβάλλουν την ανατολική πρόσοψη έως τον τρίτο κίονα. Συγκεκριμένα, στη βόρεια πλευρά εμφανίζονται τέσσερις άθλοι: η μάχη με το Χοίρο του Κρομμύωνος, η εξόντωση του Σκίρωνα, του Κερκύονα και του Προκρούστη. Στη νότια πλευρά εμφανίζονται οι άθλοι της εξόντωσης του Περιφήτη, του Σίνη του Πιτυοκάμπτη, της σύλληψης του Ταύρου του Μαραθώνα και της θανάτωσης του Μινώταυρου, που αποτελεί το λαμπρότερο και περισσότερο αναγνωρίσιμο άθλο του Αθηναίου ήρωα.
Η παρουσία του Θησέα έδωσε αφορμή για τη λανθασμένη ταύτισή του με το Θησείο και συνεπώς με τη διαιώνιση του λάθους, καθώς το όνομα αυτό πήρε ολόκληρη η συνοικία που περιβάλλει το μνημείο. Ιωνική συνεχής ζωφόρος κοσμούσε το επιστύλιο πάνω από τους κίονες και τις παραστάδες του πρόναου, στο εσωτερικό του πτερού. Το θέμα της ζωφόρου ήταν η μάχη του Θησέα με τους Παλλάδες, που επίσης διεκδικούσαν το θρόνο του Αιγέα, του πατέρα του Θησέα και βασιλιά της Αθήνας. Ανά τρεις εμφανίζονται έξι θεότητες που συμμετέχουν ή παρίστανται στη μάχη: η Αθηνά, η Ήρα και ο Δίας στην αριστερή πλευρά, ο Ήφαιστος, η Ιπποδάμεια και ο Ποσειδώνας στη δεξιά πλευρά. Ο ήρωας εμφανίζεται στο κέντρο να μάχεται τους αντιπάλους του, οι οποίοι του πετούν βράχους. Συμπληρωνόταν με αυτό τον τρόπο ένα ορθογώνιο διακοσμημένο με γλυπτά, οριζόμενο από την ανατολική πλευρά, τις βορειοανατολικές και νοτιοανατολικές γωνίες και τον πρόναο. Τέλος, ιωνική ζωφόρος υπήρχε και πάνω από τον οπισθόδομο. Εδώ παρουσιαζόταν, σε συνεχή αφηγηματική διάταξη, η περίφημη διαμάχη του Θησέα και του Πειρίθου με τους Κενταύρους του Πηλίου, η περίφημη θεσσαλική Κενταυρομαχία. Στο κέντρο της ζωφόρου δέσποζε η δημοφιλής σύνθεση με τους δύο Κενταύρους που καταχώνουν τον ανίκητο από όπλα Καινέα στη γη, παρά την προσπάθεια του Θησέα να σπεύσει σε βοήθεια του Θεσσαλού ήρωα.
Τα αετώματα σώζονται σε πολύ αποσπασματικό βαθμό. Η παρουσία τους υποδηλώνεται από την ύπαρξη οπών στο έδαφος των αετωμάτων για την ένθεση και τη στερέωση γλυπτών. Κάποια θραύσματα γλυπτών, που ανακαλύφτηκαν στον περιβάλλοντα χώρο και φυλάσσονται σήμερα στο Μουσείο της Αγοράς στη Στοά του Αττάλου, πιστεύεται ότι ενδεχομένως αποτελούν τμήματα των αετωμάτων. Είναι από παριανό μάρμαρο, όπως και οι μετόπες και οι ιωνικές ζωφόροι: το καλύτερα σωζόμενο θραύσμα απεικονίζει μια γυναίκα που κουβαλά μια άλλη γυναίκα στην πλάτη της, ένα παιχνίδι που ήταν γνωστό ως εφεδρισμός. Άλλα γλυπτά, όπως ο κορμός μιας γυναικείας μορφής ντυμένης μ’ έναν εξαιρετικά διάφανο χιτώνα, πιστεύεται ότι ίσως να αποτελούσαν τα ακρωτήρια του ναού.
Τελετουργίες
Στο ναό λατρεύονταν ο Ήφαιστος, ως προστάτης της μεταλλουργίας, και η Αθηνά Εργάνη, η προστάτιδα όλων των χειροτεχνών της πόλης. Η κυριότερη γιορτή του Ήφαιστου ήταν τα Ηφαίστεια, των οποίων η ημερομηνία τέλεσης στο αθηναϊκό ημερολόγιο είναι άγνωστη. Σύμφωνα όμως με την E. Simon, η εορτή πρέπει να τελούνταν κατά τον τελευταίο μήνα της άνοιξης, το Μουνυχίωνα. Κύρια πηγή γνώσης για την εορτή αποτελεί μια αποσπασματική επιγραφή του 422 π.Χ., που αφορά την αναδιοργάνωσή της.
Οι σημαντικότερες εκδηλώσεις που σχετίζονται με την εορτή αυτή είναι οι διθυραμβικοί χοροί προς τιμήν του θεού, η λαμπαδηδρομία και η πομπή προς το ιερό, που κορυφωνόταν με τη θυσία μεγάλου αριθμού κατσικιών. Η θέση της συγκεκριμένης αγωνιστικής τελετής στην εορτή δικαιολογείται από το ρόλο του Ηφαίστου ως θεότητας της φωτιάς. Η λαμπαδηδρομία είναι συχνό θέμα των αττικών αγγειογραφιών, αλλά επειδή η συγκεκριμένη τελετή συνδέεται και με άλλες γιορτές (Παναθήναια και γιορτές προς τιμήν του Προμηθέα, του Πάνα και της θρακικής θεάς Βένδιδος) δεν είναι πάντοτε εφικτό να συμπεράνουμε αν παρουσιάζεται η συγκεκριμένη λαμπαδηδρομία του Ήφαιστου.
ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Ο κήπος
Ο κήπος που περιέβαλλε το Ηφαιστείο αποτελούσε από μόνος του σημαντικό αξιοθέατο, όπως φαίνεται και από την αφήγηση του Παυσανία, στην οποία δίνεται ιδιαίτερη έμφαση σε αυτόν. Ο κήπος, με βάση τα ανασκαφικά δεδομένα που προέκυψαν από την εκτεταμένη έρευνα της D. Thompson, δημιουργήθηκε κατά τον 3ο αιώνα π.Χ. Εκεί ανασκάφηκαν, σε κανονικά διαστήματα, μεγάλες πήλινες γλάστρες όπου ήταν φυτεμένα θάμνοι και δενδρύλλια σε δύο σειρές κατά μήκος της νότιας και της βόρειας πλευράς και σε τρεις κατά μήκος της δυτικής πλευράς του ναού. Στη θέση τους έχουν σήμερα φυτευτεί ροδιές στα πλησιέστερα στο ναό σημεία και μυρτιές στα πιο απομακρυσμένα, ενώ οι γλάστρες φυλάσσονται στο Μουσείο της Αγοράς, στη Στοά του Αττάλου.
ΡΩΜΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Ύστερη ιστορία του κτιρίου
Ενδιαφέρουσα είναι η ύστερη ιστορία του κτιρίου. Αποτελεί ένα από τα λιγοστά μνημεία που δεν υπέστησαν καταστροφές, ούτε στη διάρκεια της επιδρομής των Ερούλων το 267 μ.Χ. ούτε και κατά την επιδρομή των Γότθων, στα τέλη του 4ου αιώνα. Μετατράπηκε σε ναό του Αγίου Γεωργίου τον 7ο αιώνα, γεγονός που εξηγεί τόσο τη συστηματική καταστροφή των μετοπών όσο και την άριστη διατήρηση του σημαντικότερου τμήματος της ανωδομής του, πλην της στέγης. Ο ναός άλλαξε προσανατολισμό: η κύρια είσοδος ήταν στον οπισθόδομο, ενώ ο πρόναος μετατράπηκε σε αψίδα. Δύο είσοδοι ανοίχτηκαν στις άκρες των μακρών πλευρών, ενώ ένας τρούλος χτίστηκε πάνω από το σηκό. Η σημερινή λίθινη στέγη που καλύπτει τον κυρίως ναό πρέπει να τοποθετήθηκε τη Μεσαιωνική περίοδο, αντικαθιστώντας την ξύλινη στέγη του αρχικού σχεδίου.
Κατά την Ύστερη Βυζαντινή και την Οθωμανική περίοδο στον περιβάλλοντα χώρο έγιναν αρκετές ταφές. Στο εσωτερικό του ναού ενταφιάστηκαν και όσοι διακεκριμένοι προτεστάντες επισκέπτες πέθαναν στην πόλη, ιδιαίτερα εκείνοι οι οποίοι συμμετείχαν στον απελευθερωτικό αγώνα του 1821-1828. Το 1834 τελέστηκε στο ναό δοξολογία για να τιμηθεί ο ερχομός του Όθωνα και η ανακήρυξη της πόλης σε πρωτεύουσα του βασιλείου της Ελλάδος. Μετά το 1833 ο ναός μετατράπηκε σε μουσείο, όπου φυλάσσονταν τα ευρήματα από την πόλη των Αθηνών, έως το 1937, όταν οι αρχαιότητες απομακρύνθηκαν και διεξήχθησαν ανασκαφικές έρευνες γύρω και εντός του ναού.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αρχαία Αγορά της Αθήνας – Άρειος Πάγος. Σύντομο Ιστορικό και Περιήγηση, Έκδοση της Ένωσης Φίλων Ακροπόλεως (Αθήνα 2004).
BOERSMA, J.S., Athenian Building Policy from 561/560 to 405/404 B.C. (Scripta Archaeologica Groningana 4, Groningen 1970).
CAMP, J.Μ ΙΙ, The Athenian Agora: A Guide to the Excavation and Museum (Αθήνα 1990).
CAMP, J.Μ ΙΙ, The Athenian Agora, A Short Guide to the Excavations, Excavations of the Athenian Agora, Picture Book no 16, American School of Classical Studies (Princeton 2003).
CAMP, J.Μ ΙΙ, Η Αρχαία Αγορά της Αθήνας. Οι ανασκαφές στην καρδιά της κλασικής πόλης (Αθήνα 2004).
CRUCIANI, M. – FIORINI, C., I modelli del moderato. La Stoa Poikile e l’ Hephaisteion di Atene nel programma edilizio cimoniano (Napoli 1998).
DELIVORRIAS, A., Attische Giebelskulpturen und Akrotere (Tübingen 1974).
DINSMOOR, W.B., Observations on the Hephaisteion (Hesperia Suppl. 5, Princeton 1941).
DINSMOOR, W.B., «The Roof of the Hephaisteion», American Journal of Archaeology 80 (1976).
DÖRIG, H., La frise est de l’Héphaisteion (Genève 1985).
GRUBEN, G., Ιερά και Ναοί της Αρχαίας Ελλάδας (Αθήνα 2000).
HARRISON, E.B., «Alkamenes’ Sculptures for the Hephaisteion: Part I, Iconography and Style. Part II, The Base. Part III, The Cult Statues», American Journal of Archaeology (1977).
KOCH, H., Studien zu Theseustempel in Athen (Berlin 1955).
LAWRENCE, A.W., Greek Architecture, αναθεώρηση από R.A. Τomlinson (New Haven – London 1996).
MORGAN, Ch.H., «The Sculptures of the Hephaisteion, Ι. ΙΙ. The Friezes», Hesperia (1962).
MORGAN, Ch.H., «The Sculptures of the Hephaisteion, ΙΙΙ. The Pediments, Akroteria and Cult Images», Hesperia (1963).
THOMPSON, D.B., «The Garden of Hephaistos», Ηesperia, 1937.
THOMPSON, H.A., «The Pedimental Sculpture of the Hephaisteion», Hesperia (1949).
THOMPSON, H.A. – WYCHERLEY, R., The Agora of Athens. The American Excavations in the Athenian Agora, vol. XIV, American School of Classical Studies at Athens (Princeton 1972).
TRAVLOS, J., Pictorial Dictionary of Ancient Athens (Princeton 1971).
WYATT, W.F.Jr. – EDMONSON, C.N., «The Ceilings of the Hephaisteion», AJA 88 (1984).
WYCHERLEY, R., The Agora of Athens. Literary and Epigraphic Testimonia, The American Excavations in the Athenian Agora, vol. III, American School of Classical Studies at Athens (Princeton 1957).
WYCHERLEY, R., The Stones of Athens (Princeton 1978).
Δεν υπάρχουν σχόλια: