Τα ρούχα των αρχαίων Ελλήνων ράβονταν και φοριόνταν πολύ εύκολα. Συνήθως ήταν ένα τετράγωνο κομμάτι υφάσματος που δε χρειαζόταν ιδιαίτερη δουλειά για να φτιαχτεί.
Το πιο συνηθισμένο ένδυμα που φορούσαν τόσο οι γυναίκες, όσο και οι άνδρες έμοιαζε με μακριά πουκαμίσα και λεγόταν πέπλος ή χιτώνας. Πάνω απ’ αυτό φορούσαν ένα μανδύα που λεγόταν ιμάτιο.
Το ιμάτιο ήταν ένα τετράγωνο ύφασμα, συνήθως μάλλινο, το οποίο έφεραν οι άνδρες κατάσαρκα και ενίοτε πάνω από τον χιτώνα, οι δε γυναίκες πάντοτε σχεδόν... ως πανωφόρι, πάνω από τον χιτώνα ή τον πέπλο.
Εισαχθέν κατά τον Ζ’ π.χ. αιώνα από την Ιωνία, το ιμάτιο θεωρείται ανατολικής προέλευσης. Μέχρι τα μέσα του ΣΤ’ π.χ. αιώνα ρίπτονταν επί του αριστερού ώμου λοξά από μπροστά προς τα πίσω, κάλυπτε δε την ράχη, πλην του δεξιού ώμου, διέρχονταν κάτω από την δεξιά μασχάλη και η άκρη αυτού κρατιόταν με το αριστερό χέρι ή και αυτή έπεφτε πάνω στον αριστερό ώμο.
Ενίοτε όμως, ιδίως από τις γυναίκες, περνώντας το ιμάτιο κάτω από τη δεξιά μασχάλη ρίχνονταν πάνω από τον δεξί ώμο, αφήνοντας ακάλυπτο το μπροστινό μέρος του σώματος. Και στις δύο περιπτώσεις αυτός ο τρόπος ενδύσεως λέγονταν «επιδέξια αναβάλλεσθαι». Από δεξιά προς τα αριστερά έφεραν συνήθως το ιμάτιο οι βάρβαροι και οι δούλοι.
Από τα μέσα του Ε’ π.χ. αιώνα, το ιμάτιο καθίσταται από τις γυναίκες στενότερο, φοριόνταν κατά τον ίδιο τρόπο αλλά από τον αριστερό ώμο, ενώνονταν το μέσον αυτού με την πρώτη άκρη με πόρπες, το υπόλοιπο τυλίγονταν γύρω από τον βραχίονα και σχημάτιζε κομψότατες πτυχές. Στην αρχή ο τρόπος αυτός επικρατούσε στην ανατολική Ελλάδα (ευρήματα Δορυλαίου, Κλαζομενών, Δήλου κ.ά.).
Στην κυρίως Ελλάδα εισήχθη αργότερα, χωρίς να λάβει μεγάλη διάδοση και εξαφανίσθηκε πριν από τους Περσικούς. Παρεμφερής με το ιμάτιο ήταν ο πέπλος. Οι πτυχές και των δύο αυτών ενδυμάτων, κατ’ άλλους, σχηματίζονταν μέσω του σιδερώματος ή του ραψίματος, όπως οι σύγχρονοι πλισέδες.
Από τις αρχές του Δ’ αιώνα π.α.χ.χ. ιμάτιο φέρουν μερικές φορές και έφηβοι. Οι δε άνδρες, και από προηγούμενους χρόνους, συνηθίζουν να καλύπτουν και τους δύο ώμους με το ιμάτιο και κρατούν τις δύο άκρες με το αριστερό χέρι. Έτσι η δεξιά πλευρά, που πριν ήταν ελεύθερη, τώρα καλύπτεται και ο τρόπος αυτός καλούνταν «εντός την χείραν έχειν».
Σε μεταγενέστερες εποχές έχοντας επικρατήσει ποικίλοι τρόποι, ιδίως από τις γυναίκες, καλύπτονταν μερικές φορές το κεφάλι με το ιμάτιο, άλλοτε αυτό έφθανε μέχρι το έδαφος αρχίζοντας από το λαιμό ή τέλος φέρονταν υπό τις καθισμένες γυναίκες από τη μέση προς τα κάτω, αφήνοντας ελεύθερο το πάνω μέρος του σώματος.
Η διακόσμηση του ιματίου στην αρχή ήταν απλούστατη, μονόχρωμη με απλό κέντημα στις άκρες. Από την ελληνιστική όμως εποχή αυτό κατέστη πολυτελέστατο (πορφυρό, χρυσοποίκιλτο). Το ελληνικό ιμάτιο σε ευρύτερη κλίματα χρησιμοποιήθηκε στην Ετρουρία, στην Ρώμη που μόλις τον Α’ π..χ. αιώνα κατέστη ισότιμο με την Ρωμαϊκή αμφίεση.
Το ιμάτιο που είχε εισαχθεί στην Ρώμη από τον Γ’ αιώνα π.χ. περιφρονούνταν και οι πολίτες που έφεραν αυτό καλούνταν graeci palliati. Ο Σκηπίων ο Αφρικανός, ο Ραβίριος, ο Ουέρρης κ.ά. κατηγορήθηκαν δημόσια ότι έφεραν το ελληνικό ιμάτιο.
Πέπλος κατά τους αρχαίους χρόνους καλούνταν το περίβλημα ή επίβλημα, το οποίο διέφερε από τη χλαμύδα ως ευρύτερο και από το ιμάτιο ως μεγαλύτερο, ωραιότερο και πολυτελές. Κατά τους ομηρικούς χρόνους ήταν γυναικείο ένδυμα, ύφασμα πολύπτυχο, πολυτελές μάλλινο έγχρωμο, πλατύ, αχειρίδωτο, άφηνε τους βραχίονες γυμνούς, συγκρατούνταν από τους ώμους με πόρπες και έφθανε μπροστά μέχρι την βάση των ποδιών και το πίσω μέρος σέρνονταν στο έδαφος. Τέτοιον πέπλο έφεραν οι Τρωάδες «ελκεσίπεπλοι» (Ομ. Ιλ. Ζ 442) και η Ελένη «τανύπεπλος» (Ομ. Οδ. δ 305).
Κατά τον Όμηρο αναγράφεται ο πέπλος ως «ποικίλος» που ήταν κεντητός (Ιλ. Ε 735), «παμποίκιλος», ολοκέντητος (Ιλ. Ζ 289), αναφέρονται πολλά επίθετα όπως: «κυανόπελος», «κροκόπεπλος» κλπ. Από τα έργα τέχνης αλλά και από τις γραπτές πηγές αρχαίων ποιητών και συγγραφέων φαίνεται πως ο πέπλος φορεμένος συγκρατούνταν από πόρπες.
Φορούνταν όμως και άνευ πόρπων ή πόρπης από την ανοιχτή πλευρά, ο οποίος συγκρατούνταν με ζώνη απ’ τα πλευρά, από όπου και τα επίθετα του Ομήρου «βαθύζωνος» (Ιλ. Ι 594, Οδυσ. Γ 154 κ.ά.), «εύζωνος» (Ζ 467 κ.ά.) ενώ στο στήθος το ύφασμα προσέπεφτε διπλό ως «απόπτυγμα». Με τον πέπλο κάλυπταν πολλές φορές όχι μόνο το σώμα αλλά και το κεφάλι. Τέτοιον πέπλο έφεραν συνήθως κατά τις κηδείες.
Επίσης και κατά τους γάμους, όταν η νύφη ενδεδυμένη με λαμπρό πέπλο παραδίδονταν στον σύζυγο στην πόρτα του νυφικού θαλάμου. Με αυτό καλυμμένη περιγράφεται από τον Όμηρο η «κροκόπεπλος Ηώς» (Ιλ. Θ 1, Ψ 227) και από τον Ευριπίδη η «μελάμπεπλος Νυξ» (Ίων. 1150). Κατά τους ιστορικούς χρόνος ο πέπλος ήταν το κυρίως Ελληνικό ένδυμα, όχι μόνο των γυναικών αλλά και των ανδρών, είδος μανδύα, με τον οποίο ήταν δυνατό να καλυφθεί όλο το σώμα και το κεφάλι και το πρόσωπο και τα χέρια.
Στους πέπλους υφαίνονταν ποικίλες και θαυμαστές παραστάσεις αλλά η αρχή της τέχνης αυτής της υφάνσεως ήταν ανατολική (Ευριπ. Ίων. 1159). Οι άριστα βαμμένοι και κεντημένοι πέπλοι κομίζονταν από την Τύρο και τη Σιδώνα (Ιλιάδ. Ζ 289).
Πολλές περιγραφές πέπλων έχουμε από τους ποιητές όπως ο Ευριπίδης (π.χ. Ίων 1141) όπου περιγράφεται πέπλος έχοντας υφασμένα τον ήλιο, τη σελήνη, τους αστέρες. Μεταξύ διαφόρων άλλων περιέχονταν άγρια θηρία και άλλες ποικίλες παραστάσεις που ανήκαν στον εν Δελφοίς ναό του Απόλλωνος και χρησίμευε ως μεγαλοπρεπή σκηνή, στην οποία γίνονταν εστιάσεις.
Πέπλους δεν είχαν μόνον οι πλούσιοι ιδιώτες (Ομ. Οδυς. Σ. 104) αλλά και οι ναοί, τους οποίους προσέφεραν λατρευτές (Ιλ. Ζ 274). Τον πέπλο τον διατήρησαν οι Δωριείς μέχρι τον 5ο αιώνα, ο οποίος διατηρήθηκε και από τους Ρωμαίους, ενώ οι Ίωνες σιγά σιγά τον αντικατέστησαν με τον λινό χιτώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια: