Πύρρος ο βασιλιάς της Ηπείρου

Οι χρυσές σελίδες της Ιστορίας της Ηπείρου, με κέντρο την Αμβρακία, γράφτηκαν επί βασιλείας του βασιλιά Πύρρου (296 π.Χ. – 272 π.Χ.). Τότε που ολόκληρη η Ελλάδα εδοκιμάζετο σκληρά από τις φιλοδοξίες των επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τους αδελφοκτόνους πολέμους στους οποίους την παρέσυραν.

Αυτή ακριβώς την εποχή έλαμψε το άστρο του Πύρρου, ο οποίος με ορμητήριο την άσημη χώρα των Μολοσσών κατόρθωσε να οργανώσει υπό την ηγεσία του το μεγαλύτερο τμήμα της Ελλάδος, την Ήπειρο, τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και να γεμίσει με το όνομά του τον κόσμο. Κι αν θελήσουμε να συγκρίνουμε τη μορφή του με τις άλλες μεγάλες ιστορικές μορφές, της τότε εποχής του Ελληνισμού, θα δούμε πως μόνο με μία μπορούμε να την παραβάλουμε, με τη μορφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Και οι αρχαίοι άλλωστε, μόνο τον Πύρρο και κανέναν άλλον, παρομοίαζαν με το Μέγα Αλέξανδρο. Ο Πύρρος υπήρξε «Αλέξανδρος» του τρίτου αιώνα. Οι ομοιότητες μεταξύ τους, οι οποίοι ήσαν και πρώτα εξαδέλφια, ήταν πάμπολλες.

Φύσεις μεγαλουργικές και οι δύο, τολμηρά και ανήσυχα πνεύματα, προικισμένοι με στρατηγική ιδιοφυΐα και αφάνταστο ηρωισμό, μεγάλοι στην ψυχή και στα αισθήματα, γεννημένοι στρατηλάτες και αρχηγοί λαών, οπλισμένοι με ισχυρή θέληση και αποφασιστικότητα, επεδίωξαν να πραγματοποιήσουν τα πλατύτερα πολιτικά σχέδια, που συνέλαβε ποτέ ο Ελληνισμός.

Ο ένας εξόρμησε με κατεύθυνση προς την ανατολή, ο άλλος με κατεύθυνση προς τη Δύση. Το τέρμα τους όμως, ήταν κοινό: η δημιουργία ενιαίου μεγάλου ελληνικού κράτους, που να κυριαρχεί σε ολόκληρη τη Μεσόγειο.

Και ο μεν Μέγας Αλέξανδρος ευνοήθηκε να πραγματοποιήσει το μεγάλο του σχέδιο και να γίνει ο ιδρυτής ενός τεράστιου κράτους, που άρχιζε από την Ελλάδα και έφθανε στην Ινδία. Ο Ηπειρώτης Βασιλιάς όμως δεν το κατόρθωσε. Δεν τον συνόδευσε η ίδια εύνοια της Μοίρας. Ο «Αετός» που εξόριστο παιδί, χωρίς πατέρα και θρόνο, χωρίς δασκάλους σαν τον Αριστοτέλη, με μόνη τη δική του ικανότητα, μπόρεσε να γίνει ο ισχυρός Βασιλιάς της Ηπείρου, δεν ευτύχησε να δει τα όνειρά του να πραγματοποιούνται.

Ο «δημιουργός της ίδιας του τύχης», κατά τον επιτυχημένο χαρακτηρισμό του Παπαρρηγόπουλου, έγινε μεν σύμβολο, μορφή, θρύλος, δεν έγινε όμως ο οικοδόμος ενός μεγάλου στερεού πολιτικού οικοδομήματος. Απέτυχε. Ευτύχησε μόνο να πέσει κατά τον καλύτερο τρόπο που μπορούσε να επιθυμήσει ένας άξιος πολεμιστής πάνω στη μέθη της μάχης και μέσα στην κλαγγή των όπλων.

Ο θάνατος σαν από σεβασμό προς τον ήρωα που τόσες φορές αναμετρήθηκε άφοβα μαζί του, απέφυγε να τον χτυπήσει κατάστηθα. Προτίμησε να κινήσει εναντίον του, αντί για το ξίφος ενός γενναίου αντιπάλου, το στοργικό χέρι μιας γριάς μητέρας Αργίτισσας. Λεπτή διάκριση, από μέρους του, για να μη δώσει το δικαίωμα σε κανέναν πολεμιστή να καυχηθεί πως πάλεψε και νίκησε σε αγώνα στήθος με στήθος με τον «Αετό» της Ηπείρου.

Ο Πύρρος γεννήθηκε το 319 προς το 318 π.Χ., εφτά περίπου χρόνια ύστερα από το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Η βασιλική οικογένεια των Μολοσσών, στην οποία ανήκε ο Πύρρος, ιστορούσε την καταγωγή της από τον Αχιλλέα, το θρυλικό ήρωα του Τρωικού Πολέμου. Ο γιός του Αχιλλέα, ο Νεοπτόλεμος, εγκαταστάθηκε στη χώρα που κατοικούσαν οι Μολοσσοί γύρω από τα Γιάννενα και τη Δωδώνη και έγινε ο ιδρυτής της δυναστείας των «Πυρριδών». Τον Νεοπτόλεμο ο λαός τον έλεγε Πύρρο, γιατί ήταν κοκκινομάλλης κι από τότε όλη η δυναστεία του πήρε το όνομα των Πυρριδών.

Στη σειρά της βασιλικής διαδοχής έρχεται ο Πύρρος, εικοστός τρίτος από τον Αχιλλέα, τον αρχηγό του οίκου των Μολοσσών. Πατέρας του ήταν ο βασιλιάς των Μολοσσών Αιακίδης και μάνα του η Φθία, θυγατέρα του Μένωνος από τη Θεσσαλία.

Οι αδελφοκτόνοι πόλεμοι των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ανάγκασαν τον μικρό Πύρρο να ζήσει δύο φορές στην εξορία. Μια φορά, ο δωδεκάχρονος Πύρρος στην αυλή του Γλαυκία, στην Ιλλυρία, ο οποίος αργότερα το 307 π.Χ. τον εγκατέστησε ως βασιλιά των Μολοσσών και όταν τον ανέτρεψαν οι Μολοσσοί, για δεύτερη φορά, ο Πύρρος βρέθηκε το 302 π.Χ. (δεκαεφτά χρόνων) εξόριστος στην Ασία, κοντά στον γαμπρό του το Δημήτριο Πολιορκητή και μετά στην αυλή του Πτολεμαίου του Λάγου, βασιλιά της Αιγύπτου, ως όμηρος.

Κοντά στο Δημήτριο Πολιορκητή, ο Πύρρος πήρε τα πρώτα μαθήματα της στρατιωτικής τέχνης. Έμαθε για τις διάφορες πολιορκητικές μηχανές, την τέχνη της πολιορκίας, γνώρισε τους ελέφαντες, ως πολεμικό όπλο και είδε τη νέα στρατιωτική τακτική των Μακεδόνων με τη διάταξη των φαλάγγων, την τακτική εκείνη που με τόση επιτυχία χρησιμοποίησε ο Μέγας Αλέξανδρος για να συντρίψει τους αντιπάλους του.

Η ευκαιρία για να αναφανούν οι στρατιωτικές αρετές του νεαρού Πύρρου δεν άργησε να παρουσιαστεί. Στην Ίψο της Φρυγίας, το 301 π.Χ., τέσσερις από τους διαδόχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Λυσίμαχος, ο Σέλευκος, ο Κάσσανδρος και ο Πτολεμαίος, επετέθησαν ενωμένοι κατά του Αντιγόνου, του πατέρα του Δημητρίου. Στη μάχη αυτή, αποκαλύφθηκε η απαράμιλλη ανδρεία και οι έξοχες στρατιωτικές αρετές του Πύρρου.

Αν και η μάχη στην Ίψο έληξε με ήττα του Δημητρίου, ο Πύρρος, πιστός στους φίλους του, δεν εγκατέλειψε τον νικημένο γαμπρό του και όταν κλείστηκε συμφωνία μεταξύ του βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίου και του Δημητρίου και έπρεπε να σταλούν στον Πτολεμαίο όμηροι, ως εγγύηση για την τήρηση της συμφωνίας, ο Πύρρος, χωρίς να διστάσει, δέχτηκε να πάει στην Αίγυπτο, ώς όμηρος.

Στην Αίγυπτο ο Πύρρος συγκέντρωσε τη γενική προσοχή και το γενικό θαυμασμό, για τις περιπέτειες της ζωής του και για τη διάκρισή του στη μάχη στην Ίψο. Γρήγορα έγινε ευνοούμενος του Πτολεμαίου και της Βερενίκης, παντρεύτηκε την Αντιγόνη, κόρη της Βερενίκης και επανέκτησε με τη βοήθεια του Πτολεμαίου, το θρόνο του πατέρα του, το 296 π.Χ.

Με τη δεύτερη και οριστική βασιλεία του Πύρρου, αρχίζει η πραγματική στρατιωτική και πολιτική του σταδιοδρομία, αρχίζουν οι λαμπρές, οι εκθαμβωτικές σελίδες της ιστορικής του ζωής, αρχίζει τέλος να παίζει πρωτεύοντα ρόλο η αφανής, η άδοξη, ως τότε, Ήπειρος. Χώρα φτωχική, με γη κατά μέγα μέρος ορεινή και άγονη, χωρίς κανένα πλούτο , με καθυστέρηση στο εκπολιτιστικό επίπεδο, η Ήπειρος, έδινε το δικαίωμα στους άλλους Έλληνες να αποκαλούν κατά την 5η και 4η π.Χ. εκατονταετία τους Ηπειρώτες βαρβάρους, αν και μιλούσαν την ίδια γλώσσα (Δωρική διάλεκτο), αν και πίστευαν στους ίδιους θεούς και είχαν τα ίδια έθιμα.

Πως ήταν λοιπόν δυνατόν ο Πύρρος με το νεανικό του ενθουσιασμό να ανεχθεί να βλέπει την Ήπειρο σε κατάσταση βαρβαρότητας; Άρχισε να εξωραΐζει και να στολίζει με αγάλματα τις πόλεις και να φροντίζει για την εκτέλεση τεχνικών έργων. Έδωσε ώθηση στη διάδοση της Ελληνικής παιδείας. Έκτισε καινούριες πόλεις, με σύγχρονες οικοδομικές αντιλήψεις, όπως τη Βερενικίδα και την Αντιγόνεια. Διακόσμησε την Αμβρακία, όταν την έκανε πρωτεύουσα του κράτους του.

Έχτισε μεγαλοπρεπή ανάκτορα στο δυτικό μέρος της πόλεως, τα γνωστά υπό το όνομα «Πύρρειον», οικοδόμησε ναούς, θέατρο, ανήγειρε πολλά μνημεία τέχνης, ανδριάντες, αγάλματα και γενικά δημιούργησε μια πόλη εφάμιλλη με τις άλλες ελληνικές πρωτεύουσες. Τέτοια ήταν η οικονομική άνθηση της Αμβρακίας, ώστε τα νομισματοκοπεία της έκοβαν κατά τη διάρκεια του έτους δύο και τρεις σειρές νομισμάτων.

Ο Πύρρος ένωσε την Ήπειρο κάτω από το σκήπτρο του και δημιούργησε ένα σημαντικό βασίλειο που άρχιζε από τα Κεραύνια βουνά και την Αυλώνα και έφτανε ως τον Αχελώο. Από την εποχή αυτή πήρε και τον τίτλο του βασιλιά της Ηπείρου. Ο Δημήτριος, ο βασιλιάς της Μακεδονίας, το 289 π.Χ., επετέθη αιφνιδιαστικά εναντίον των Αιτωλών συμμάχων του Πύρρου και με σκοπό μετά να εισβάλει στην Ήπειρο και να την υποτάξει.

Ο Πύρρος, αντιμετώπισε 10.000 Μακεδόνες με επικεφαλής τον Πάνταυχο, στρατηγό του Δημητρίου, κοντά στο Αμφιλοχικό Άργος, όπου και τον συνέτριψε. Μαθαίνοντας τη συντριβή του Πάνταυχου, ο Δημήτριος με τον υπόλοιπο στράτευμά του επέστρεψε στη Μακεδονία.

Δεν είναι γνωστό ποιος αποκάλεσε τον Πύρρο «Αετό». Ο Πλούταρχος αναφέρει πως οι Ηπειρώτες τον ονόμασαν έτσι κατά την ηρωική μονομαχία του με τον Πάνταυχο. «Αετός» ονομάστηκε ο Πύρρος και ήταν πραγματικά αετός. Όχι μόνο για τις ομοιότητες που είχε με το βασιλιά του φτερωτού κόσμου στην πάλη και στον αγώνα, αλλά και τις ψυχικές του ακόμα ομοιότητες.

Γιατί πολύ ψηλά, πολύ πιο πάνω από τα χαμηλά αισθήματα των μικρών ανθρώπων στεκόταν ψυχικά ο Πύρρος. Τόσο ψηλά, όσο ψηλά αρέσκεται να πετάει και να στέκεται ο αετός. Και όπως ο αετός, έτσι και ο Πύρρος είχε έμφυτη την τόλμη για τις μεγάλες πράξεις, για την αστραπιαία ενέργεια.

Με αρκετές επιχειρήσεις που έκανε ο Πύρρος επεξέτεινε την κυριαρχία του προς το βορρά. Το κράτος του άρχιζε από την Επίδαμνο, το σημερινό Δυρράχιο, περιελάμβανε την Κέρκυρα, ολόκληρη την Ήπειρο κι έφθανε ως τον Αχελώο. Ήταν ένα στερεό, ομοιογενές κράτος. Δεν ήταν όμως, το κράτος που ονειρευόταν, ούτε το κράτος που ανταποκρινόταν στις φιλοδοξίες του. Τα σχέδια του ήταν πολύ μεγαλύτερα.

Τα σχέδιά του ήταν: να κατακτήσει την Ιταλία και Σικελία, έπειτα διαδοχικά την κατάκτηση της Λιβύης και της Καρχηδόνας και τέλος, με βάση την κολοσσιαία αυτή δύναμη, εύκολη κατάκτηση της Μακεδονίας και της Ελλάδας. Να το μεγάλο του σχέδιο!!! Η Ήπειρος κοσμοκράτειρα και ο «Αετός» κυρίαρχος της Μεσογείου και των μεσογειακών λαών. Σχέδιο γιγάντιο, μεγαλόπνοο, εφάμιλλο με τους σκοπούς του Μεγάλου Αλεξάνδρου, με μόνη τη διαφορά πως στην εκτέλεση ακολουθούσε την αντίστροφη κατεύθυνση.

Ο δρόμος που ακολούθησε ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν πρώτα η κατάκτηση της Ελλάδας κι έπειτα η κατάκτηση της Ασίας και της Αφρικής. Ο Πύρρος ακολούθησε αντίθετο δρόμο και αντί να στραφεί προς ανατολάς, στράφηκε προς δυσμάς. Το τέρμα όμως και των δύο αυτών δρόμων ήταν το ίδιο: η δημιουργία ενός τεράστιου και ενιαίου κράτους, η κοσμοκρατορία.

Με τις μεγάλες αυτές ελπίδες ξεκίνησε ο Πύρρος το 280 π.Χ. (σε ηλικία 37 ετών) για την κατάκτηση της Ιταλίας, όταν ο Τάρας, μια από τις πλουσιότερες κι επιφανέστερες ελληνικές πόλεις της Νότιας Ιταλίας, ζήτησε βοήθεια, λόγω της απειλής των Ρωμαίων. Κατατρόπωσε τις Ρωμαϊκές λεγεώνες κοντά στον ποταμό Σίρι, έχοντας ένα «μυστικό» όπλο, τους ελέφαντες, άγνωστο έως τότε στους Ρωμαίους.

Το 279 π.Χ. βάδισε κατά της Ρώμης και νίκησε τους Ρωμαίους στο Άσκλο, στους πρόποδες ενός βουνού της Απουλίας, όμως έχασε και ο Πύρρος πολλούς στρατηγούς και 3.500 στρατιώτες (γι αυτό η νίκη του αποκαλείται « Πύρρειος»). Νίκησε τους Καρχηδόνιους στην πόλη Έρυκα της Σικελίας και χωρίς πλέον σοβαρή αντίσταση κατέλαβε ολόκληρη τη Σικελία. Αφού έμεινε στη Σικελία τρία περίπου χρόνια, ο Πύρρος το 276 π.Χ. μάζεψε τον στρατό του και το στόλο του και γύρισε στην Ιταλία.

Στη μάχη του Βενεβέντο, το 274 π.Χ., ο Πύρρος ηττήθηκε από τις λεγεώνες του Μάνιου Κούριου, χάνοντας 33.000 στρατιώτες, οπότε αναγκάστηκε με τον υπόλοιπο στρατό του (8.000 πεζούς και 500 ιππείς) να επιστρέψει στην Ήπειρο. Ο πόλεμος του Πύρρου στην Ιταλία, υπήρξε στην ουσία η πρώτη και τελευταία προσπάθεια της Ελλάδας για την παρεμπόδιση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και την προστασία της ελευθερίας των Ελλήνων.

Το τεράστιο σχέδιο της ιδρύσεως ενός μεγάλου ελληνικού κράτους, που θα περιλάμβανε την Ιταλία, τη Σικελία, την Αφρική και ύστερα την Ασία και την Ελλάδα, ναυάγησε. Το όνειρο με το οποίο ο «Αετός» φτερούγισε από την Ήπειρο στην Ιταλία δεν πραγματοποιήθηκε.

Δεν γνωρίζουμε τα κίνητρα, που ώθησαν τον Πύρρο, να στραφεί εναντίον του βασιλιά της Μακεδονίας, του Αντίγονου Γονατά. Στα στενά του Αώου, νίκησε το στρατό του Αντίγονου, ο οποίος αποτελείτο κυρίως από Γαλάτες. Περιήλθε στην εξουσία του το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας (έφθασε μέχρι την Έδεσσα) και της Θεσσαλίας, όμως δε συνέχισε τον πόλεμο στην Μακεδονία για να διώξει τελείως από αυτήν τον Αντίγονο, αλλά εισβάλει στην Πελοπόννησο, το 273 π.Χ. για να επιτεθεί κατά της Σπάρτης, να αποκαταστήσει στο θρόνο τον Κλεώνυμο και ταυτόχρονα να κατακτήσει ολόκληρη την Πελοπόννησο.

Με 25.000 πεζούς, 2.000 ιππείς και 24 ελέφαντες, απεβιβάσθη ο Πύρρος στην Πελοπόννησο και άρχισε η προέλασή του εναντίον της Σπάρτης, με πολύ ευνοϊκές συνθήκες, γιατί ο βασιλιάς της Αρέας έλειπε στην Κρήτη. Έτσι ο Πύρρος έφθασε ως την πεδιάδα του Ευρώτα, δίχως να συναντήσει αντίσταση. Η τάφρος που κατασκεύασαν, οι γυναίκες και τα κορίτσια της Σπάρτης, με επικεφαλής την Αρχιδάμεια ,την κόρη του Βασιλιά της Σπάρτης,το βαλτώδες έδαφος και η γενναία αντίσταση των υπερασπιστών της Σπάρτης, ανάγκασε τον Πύρρο, ο οποίος είχε μεγάλες απώλειες (σκοτώθηκε και ο γιός του Πτολεμαίος), να αντιληφθεί το μάταιο των επιθέσεών του και να στραφεί προς το Άργος , για να προλάβει την κάθοδο του Αντίγονου.

Όμως ο Πύρρος, αν και πρόλαβε να προωθήσει νύχτα το στρατό του μέσα στην πόλη του Άργους, η σύρραξη στην αγορά του Άργους και στα στενά δρομάκια, κατέληξε σε μια σφοδρή και παράξενη νυκτομαχία μεταξύ του στρατού του Αντίγονου και των Γαλατών του Πύρρου, αποφάσισε τελικά να υποχωρήσει και να εγκαταλείψει την πόλη.

Εφαρμόζοντας το σχέδιο υποχώρησης ο Πύρρος και πολεμώντας σκληρά, σε ένα στενό δρόμο, που οδηγούσε στην πύλη της πόλεως, δέχτηκε στο κεφάλι ένα κεραμίδι, που το πέταξε από τη στέγη του σπιτιού της, μια Αργίτισσα γυναίκα, βλέποντας τον Πύρρο έτοιμο να διατρυπήσει τον γιο 4 της. Ήταν τόσο δυνατό το χτύπημα ώστε να σπάσουν οι σπόνδυλοι του τραχήλου του και να λιποθυμήσει.

Ένας στρατιώτης του Αντίγονου, ο Ζώπυρος, τον αναγνώρισε και με το ιλλυρικό μαχαίρι έκοψε το κεφάλι του «Αετού» της Ηπείρου. Έτσι ο «Αετός» δίπλωσε σε ηλικία 46 χρονών για πάντα τα φτερά του. Με το θάνατο του Πύρρου, που συνέβη στα τέλη του 272 π.Χ., έσβησε και η δόξα της Ηπείρου. Όλες οι μακεδονικές και θεσσαλικές κτήσεις του, περιήλθαν στον Αντίγονο. Η Ακαρνανία έγινε πάλι ανεξάρτητη. Μόνο η Αμβρακία αφέθηκε στην κυριαρχία της Ηπείρου, στο θρόνο της οποίας ανέβηκε ο γιός του «Αετού» Αλέξανδρος.

Έτσι η Ήπειρος, η άσημη χώρα των κτηνοτρόφων, που πρόβαλε ξαφνικά στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής της Ελλάδας, που κατέλαβε το βασίλειο της Μακεδονίας και το θρόνο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που πάλεψε για την κοσμοκρατορία και την ηγεμονία της Μεσογείου, που αγωνίστηκε μόνη της να πνίξει στη γέννησή του το ρωμαϊκό κράτος, που έγραψε σελίδες δόξας και άφταστου ηρωισμού, ξανάπεσε με το θάνατο του Πύρρου στην παλιά της αφάνεια.

Η Ήπειρος γεννήθηκε με τον Πύρρο, δοξάστηκε μαζί του και έσβησε με το θάνατό του. Πρέπει να κατεβεί κανείς πολλές εκατονταετίες και να φτάσει στην εποχή των Κομνηνών και του Δεσποτάτου της Ηπείρου, για να ξαναβρεί την Ήπειρο να παίζει πάλι ενδιαφέροντα ρόλο στην Ιστορία. Έως τότε όμως η Ήπειρος μένει άσημη και αφανής, άδοξη και περιφρονημένη, ασήμαντη και φτωχική, όπως ήταν την εποχή που την παρέλαβε ο Πύρρος.

Ο έφιππος ανδριάντας του βασιλιά Πύρρου στην πλατεία Κιλκίς της Άρτας, μας υπενθυμίζει, ότι οι ήρωες , μας κράτησαν και μας κρατούν όρθιους, ενώνουν τον Ελληνισμό, γεμίζουν υπερηφάνεια το λαό μας και μεταδίδουν την ιστορία της Αμβρακίας στους ξένους και ντόπιους επισκέπτες.

Πηγές: «Πύρρος ο βασιλιάς της Ηπείρου» Πέτρος Γαρουφαλιάς. Εκδόσεις Μ/Φ Συλλόγου «Ο Σκουφάς» 1966.

«Εγώ ο Πύρρος »Ρήγας-Γεώργιος Σκουτέλας Εκδόσεις Λιβάνη 2003.

«Η ιστορία της Σπάρτης» Σαράντος Καργάκος.

Εκδόσεις Gutenberg (Τόμοι Α και Β) 2006.

Επιμέλεια: Ελλήνων Δίκτυο

Του Κώστα Τραχανά από ellinikoarxeio.com

Πύρρος ο βασιλιάς της Ηπείρου Πύρρος ο βασιλιάς της Ηπείρου Reviewed by Αναστάσιος on Παρασκευή, Μαΐου 03, 2013 Rating: 5

5 σχόλια:

  1. Όπως μας λέει ο Πλούταρχος (ο οποίος συσχετίζει τους αρχαίους Ηπειρώτες με τους Πελασγούς), η λέξη «Άσπετος» ήταν όνομα του Αχιλλέα (στα αλβανικά «σπέιτε» σημαίνει γρήγορος) στη γλώσσα που ομιλούνταν στην Ήπειρο, αφού ο Αχιλλέας στον Όμηρο ονομάζεται «έχοντας γρήγορα πόδια». Είτε η λέξη αυτή είναι αρχαία αλβανική/Ιλλυρική είτε προέρχεται από την ελληνική λέξη άσπευστος (το α επιτατικό), δηλαδή πολύ γρήγορος, από όπου προήλθε και το αλβανικό σπέιτε. Ομοίως διαβάζουμε στο Λεξικον της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης του Ιωάννη Σταματάκου: 'ά-σπετος, ον (α- στερ. + seqv-, sqv- (ήτις ενυπάρχει εν τοις ομηρικοις έννεπε (*ένσεπε), έσπετε (*ένσπετε), λατ. insquam ή indusquam), inseque = λέγε κ.λπ.Εν τη ενν. του αστειρευτος, ανεξαντλητος, πρβλ. σανσκρ. Asakrah. Όμως και η σανσκριτική λέξη asakrah έχει την έννοια του γρήγορου, του πολύ γρήγορου κ.τ.λ. Γι’ αυτό άλλωστε ο Αχιλλέας είχε ονομαστεί και ως ‘ταχύπους’ και ‘ποδώκης’ (αυτός δηλαδή που έχει γρήγορα πόδια!!!). Το ίδιο ακριβώς υποστηρίζει ο Παναγιωτης Κουπιτωρης στο βιβλιο του «Αλβανικαι Μελεται».

    «Το όνομα του Πύρρου και αυτοί οι ομόφυλοι και ομοεθνείς ημών Σκηπετάροι ή Αλβανοί φέρουσιν ανά στόμα ορμώντες εν πολέμω κατά εχθρών, ωσάνει επικαλούνται θεόν προς βοήθειαν ‘ω Μπύρρο, ω Μπύρρο’. Προς δε και άπας ο λαός της Ηπείρου ότε θέλη να θωπεύση τινά δια λόγων, τω λέγει ΄Μπύρρο και Μπύρρο μου', όπερ και τούτο ο Αλή πασσάς ο Τελεπενλής είχεν ανά στόμα πάντοτε το όνομα του Πύρρου, λέγων εν ταις διαλέξοις του, συχνά 'Μωρέ Μπύρρο', και τούτο θωπευτικώς. Αι δε μητέρες αι θωπεύουσαι τα τέκνα αυτών λέγουσι προς ταύτα και όταν κλαίουσιν ετι 'τσώπα μάτια μου', τσώπα Μπύρρο μου, κοιμήσου μάτα μου, κοιμήσου Μπύρρο μου'. Πολλαί δε και την μνήμην έτι ανά στόμαν του Αχιλλέως έχουσι λέγουσι προς τα τέκνα των 'τσώπα Μπύρρο μου, τσώπα Αχιλλία μου, κοιμήσου Μπύρρο μου, κοιμήσου Αχιλλία μου'. Τούτο δε επισφραγίζει το του Πλουτάρχου 'εκ τούτων δε και Αχιλλεύς εν Ηπείρω τιμάς ισοθέους έσχεν, Άσπετος επιχωρίω φωνή προσαγορευόμενος'. Σημειωτέον ότι επιχωρίω φωνή, η δε επιχώριος Σκηπεταρική φωνή α-σπέιτ = τάχιστα» όπως γράφει ο Αντ. Γεωργίου-Ηπειρώτης στο βιβλίο του: «Οι Μωαμεθανοί Σκηπητάροι Ελληνοπελασγοί και οι Έλληνες».

    Η Μαρία Μιχαήλ Δέδε στο βιβλίο της «Οι Έλληνες Αρβανίτες» στο κεφάλαιο «Η γλώσσα των Ιλλυριών, των Σκιπετάρ και των Ελλήνων Αρβανιτών» γράφει: «Για τη γλώσσα των Ιλλυριών ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά. Γνωρίζουμε από τον Πλούταρχο πως ο Πύρρος, νέος ακόμη, θέλοντας να περάσει στην περιοχή των Ιλλυριών κάτι σημείωνε στη φλούδα δένδρου και ειδοποιούσε τους Ιλλυριούς φρουρούς. Τι σημείωνε όμως δεν γνωρίζουμε. Δεν πρέπει απαραίτητα να ήταν γράμματα. Αν ήταν, τότε θα ήταν ελληνικά, αφού τίποτε γραπτό δεν υπάρχει ιλλυρικό. Ο Treilder συμπεραίνει πως πάντως η γλώσσα θα έπρεπε να ήταν καταληπτή από τους Ιλλυριούς…Υποστηρίζεται ακόμη πως πρόκειται για κράμα επιτοπίων στοιχείων με τη θρακική. Ο Maltebrun τη θεωρεί ημιελληνική και ο Schleicher δεύτερο κλάδο της ελληνικής. Ο Hahn ίσως βρίσκεται λογικώτερα περισσότερο κοντά στην αλήθεια χαρακτηρίζοντας την γλώσσα η οποία δημιουργήθηκε με την στενή επαφή των Ιλλυριών, Μακεδόνων και Ηπειρωτών, άποψη η οποία αφήνει και πολλά περιθώρια εξελικτικής διαμορφώσεως» (σελ. 76-77).

    Διαπιστώνουμε ότι οι Αλβανοί είναι απόγονοι των Ιλλυριών και αυτόχθονες στα Βαλκάνια και όχι απόγονοι των Αλβανών του Καυκάσου ή απόγονοι των Κάρπων από τη Δακία (όπως ισχυρίζονται ορισμένοι ανόητοι).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Θεσπρωτία, το εξελληνισμένο όνομα που προέρχεται από τον Θεσπρωτό’ thes (σακί) και prurës (αυτός που φέρνει)’ δηλαδή αυτός που φέρνει σακιά, τσουβάλια. Γι’ αυτό και λέχθηκε ότι: «Παρόλο που ο Ηρόδοτος ομιλεί για τη Θεσπρωτία σαν μέρος της Ελλάδας, αργότερα αναφέρεται στην παλαιότερη κατάσταση της όταν ήταν κατοικούμενη από τους Πελασγούς και όχι για την κατάσταση στην οποία βρισκόταν όταν έγραψε την ιστορία του» (Anthon, 2005, σελ. 483).

    Ο Άγγλος γλωσσολόγος Crossland είπε ότι το γεγονός ότι έχουν βρεθεί επιγραφές του κοινού των Μολοσσών στα ελληνικά, δεν αποδεικνύει ότι αυτή ήταν και η πραγματική τους φυσική γλώσσα αλλά η γλώσσα της βασιλικής οικογένειας που τους κυβερνούσε. Εδώ βλέπουμε και το λάθος του N.G.L.Hammond, ο οποίος στηρίχθηκε ιδιαίτερα στις επιγραφές που είχαν ανακαλυφθεί στην ελληνική γλώσσα για να δηλώσει την ελληνικότητα των Ηπειρωτών (αν και όπως έχουμε πει οι Ηπειρώτες δεν ήταν μία συγκεκριμένη φυλή αλλά πολλές διαφορετικές φυλές) και έδωσε μικρότερη σημασία στις δηλώσεις των αρχαίων γεωγράφων που δεν θεωρούσαν την Ήπειρο ως μέρος της Ελλάδας. Για παράδειγμα ο Πλούταρχος στο έργο του «Πλουτάρχου Βίοι» αναφέρεται στον Θαρύππα ως τον πρώτο που εισήγαγε ελληνικά στοιχεία και νόμους στις πόλεις του.

    Παρόλα αυτά και ο ίδιος ο Hammond στο βιβλίο του ‘Migrations and Invasions in Greece and Adjacent Areas’ έχει αναγνωρίσει ότι Ιλλυρικά στοιχεία έχουν βρεθεί σε μεγάλο βαθμό στη γη της Ηπείρου. Επίσης ο Hammond μας έδωσε μία ισχυρή ένδειξη –αν και όχι απόδειξη- σχετικά με την μη ελληνικότητα των Ηπειρωτών, όταν είπε ότι: «Όταν ο Περικλής προσκάλεσε όλα τα ελληνικά κράτη σε ένα πανελλήνιο συμβούλιο το 448 π.Χ., οι απεσταλμένοι του πήγαν στην Ακαρνανία και στην Αμβρακία αλλά όχι στις φυλές της Ηπείρου» (Epirus: the geography, the ancient remains, the history and topography of Epirus and adjacent areas, Nicholas Geoffrey Lemprière Hammond, Clarendon P., 1967, p.497) και στη σελίδα 423 είπε: «Τα αρχαιολογικά ευρήματα μας δείχνουν ότι ο ελληνικός πολιτισμός…δεν επεκτάθηκε στο εσωτερικό της Ηπείρου εκτός ίσως από τη Δοδώνη αλλά και εκεί σε πολύ περιορισμένο βαθμό, μέχρι τον 4ο αιώνα».

    Ξέρουμε επίσης ότι γύρω στο 800 π.Χ. οι Ιλλυρικές φυλές που δημιούργησαν τον λεγόμενο πολιτισμό του Glasinac, μετανάστευσαν νοτιότερα στην Ήπειρο και στη δυτική Μακεδονία και στην Πελαγονία.

    Ο Robert Browning στο ‘Medieval and Modern Greek’ (εκδ. 1983) στη σελίδα 2 γράφει ότι η γλώσσα των Ηπειρωτών περιγράφεται ως μη ελληνική και φέρνει ως πηγές τους Θουκυδίδη και Στράβωνα (Θουκυδίδης 1.47, 1.51, 2.80, & Στράβων 8.1.3). Συνεχίζει και λέει ότι στην Ήπειρο υπήρχε μία μίξη γλωσσών όπου άλλες φυλές μιλούσαν Ιλλυρικά, άλλες ελληνικά και άλλες ήταν δίγλωσσες ή και ότι μιλούσαν και άλλες γλώσσες (και φέρνει ως πηγές τους Hammond (1967) 423; και Katičić (1976) 120-7).

    Ο Graham Shipley στο ‘The Greek World after Alexander’ (εκδ. 2000) στη σελίδα 111, αν και αναφέρει τους Ηπειρώτες και τους Ιλλυριούς ξεχωριστά, αναφέρεται στους γείτονες των Μακεδόνων και λέει ότι οι Θράκες, οι Παίονες, οι Ηπειρώτες και οι Ιλλυριοί είχαν κάποιες elite, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο εξελληνισμένες.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ο Ronald Edward Latham στο ‘In quest of civilization, Jarrolds limited’ (εκδ. 1946) στη σελίδα 247 στο κεφάλαιο "Trying to be Greeks" αναφέρει τους Ηπειρώτες ως μη πλήρως αποδεχόμενους ως Έλληνες, παρόλο που όπως λέει είχαν επαφές με τον ελληνικό κόσμο μέσω των ελληνικών αποικιών και οι βασιλιάδες τους ισχυριζόντουσαν καταγωγή από οικογένειες Ελλήνων ηρώων.

    Ο Malte Brun λέει σχετικά με τους Αλβανούς: «Ήταν δυνατοί, γενναίοι και αντιστεκόντουσαν στην κούραση. Ήταν οι στρατιώτες του Πύρου, του Σκεντέρμπέη και του Αλή Πασά» (Universal Geography or A description of all parts of the world…, Conrad Malte-Brun 1829, P. 107).

    Ο Theodor Mommsen είπε: «Οι γενναίοι Ηπειρώτες, οι Αλβανοί της αρχαιότητας, προσκολλήθηκαν με γενναιότητα στον δυνατό αυτόν νέο [προφανώς εννοεί τον Πύρρο] τον οποίο αποκαλούσαν αετό» (The History of Rome, p. 399 – 1864).

    Ο Robert Gordon Latham λέει: «Είναι πλέον βέβαιο ότι υπήρχε Σκιπετάρικο (αλβανικό) αίμα σε περισσότερους από έναν αρχαίους ήρωες. Υπήρχε σκιπετάρικο αίμα στις φλέβες περισσοτέρων τους ενός βασιλιάδων του αρχαίου ελληνιστικού κόσμου. Ο Πύρρος για παράδειγμα και οι Τημενίδες της Μακεδονίας ήταν πιθανόν περισσότερο ή λιγότερο Σκιπετάροι» (The Nationalities of Europe, p. 7, 1863).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ο Θ.Ι. Πασχίδης, αν και ταυτίζει Έλληνες και Αλβανούς, γράφει: «…Ο Σκενδέρμπεης μετά των Αλβανών αντέστη κατά δύο Σουλτάνων, ους και ενίκησεν…Τότε νυν έχον δυνάμεθα διαιρέσει τους Αλβανούς εις δύο μεγάλους κλάδους εις Γκέγκας (ων Ιλλυριοι, Μαυροβούνιοι, Μυρδίται, Κούκοι, Πουλάται και λοιποί) και Τόσκους, ένθα, ως προείπομεν, και άλλοτε εγένοντο εξ Ηπείρου μεταναστεύσεις…Όλοι δε οι Τόσκοι καθορώσιν ότι το μέλλον αυτών εστί σφιγκτώς συνδεδεμένον τω του Ελληνισμού, ως και οι Θυάμιδες (Τσάμιδες) και Ιάπυδες (Λιάπηδες)…Οι Τόσκαι ή Τόσκιδες κατέχουσιν την μέσην Αλβανιαν, την Μουζακίαν, την χώραν του Βερετίου και του Τομάρου την Τομορίτσαν και μέχρι της Πρεμέτης. Η Θυαμουρία (Τσιαμουρία) περιλαμβάνει τους περί τον Θύαμιν και από Μαργαριτίου και Παραμυθίας οικούντας Αλβανούς…Ουδείς των κατοίκων της Αλβανίας ηνέχθη ποτέ ουδ’ ανεχθήσεται ίν’ απαρνηθεί την καταγωγήν αυτού την προγονικήν, την εκ των Πελασγών, και να ευρεθεί γεγυμνωμένος ως ξένος των εθνικών αυτού παραδόσεων, εφ’ αις σεμνύνεται, αναλογιζόμενος ότι προπάτορας έχει τον Ηρακλή, τον Αχιλλέα, τον Πύρρον…Οι Αλβανοί ονομάζονται μεταξύ αυτών Σκηπετάροι, η δε χώρα ολόκληρος Σκηπερία».

    Ο Λουκάς Μπέλλος, στο βιβλίο του «Αλβανικά ή αι τρεις ζώσαι διάλεκτοι της ελληνικής γλώσσης» το οποίο εκδόθηκε το 1903 γράφει στις σελίδες 5-6 (ο οποίος ωστόσο ταυτίζει φυλετικά Έλληνες και Αλβανούς) και λέει για τον Σκεντέρμπέη: «ο Γεώργιος Καστριώτης ή Σκεντέρμπεης Αλέξανδρος ο Αλβανός…απαντών εις τα ύβρεις του ιταλού πρίγκηπος του Τουρίνου, αποκαλέσαντος τους Αλβανούς πρόβατα, μετ’ εθνικής υπερηφανείας καυχάται ότι οι Αλβανοί είναι εκείνοι οίτινες μετά του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των άλλων Ελλήνων καθυπέταξαν την Οικουμένην άπασαν. Γνωστόν δ’ ότι ο Σκεντέρμπεης και αυτός υπεγράφετο και υπό των άλλων προσηγορεύετο “ηγεμών των Αλβανών και των Ηπειρωτών”, αποδεικνύς ούτως τα δύο φύλα, τέκνα μιας και της αυτής μητρός».

    «Δεν τους ξέρεις καλά τους Αρβανίτες μου…Οι πρόγονοί μας ήταν Ηπειρώτες, από τους οποίους βγήκε εκείνος ο Πύρρος, στου οποίου την ορμή μόλις που μπόρεσαν να αντισταθούν οι Ρωμαίοι. Εκείνος που πολεμώντας κυρίευσε τον Τάραντα και άλλες χώρες της Ιταλίας…Αν λάβεις δε υπόψη σου ότι η Αλβανία αποτελεί μέρος της Μακεδονίας, θα ομολογήσεις ότι ακόμα πιο ευγενείς ήταν οι πρόγονοί μας, που με τον Μ. Αλέξανδρο επικεφαλής έφθασαν ώς τις Ινδίες. Από εκείνους κατάγονται αυτοί που εσύ ειρωνεύεσαι» είπε ο Καστριώτης στον Ιταλό πρίγκιπα (Κ. Μπίρη, Αρβανίτες, οι Δωριείς του Νεώτερου Ελληνισμού, σελ. 24).

    Συνεχίζει ο Μπέλλος και λέει:
    «Εξετάζοντες δε τους νυν Αλβανούς ανεξαρτήτως της χώρας, ην οικούσιν από πολλών βεβαίως χιλιετηρίδων, βλέπομεν, ότι έχουσι ταυτά προς τους άλλους Έλληνας ήθη και έθιμα, ων πλείστα ανέρχονται και μέχρι των ομηρικών έτι χρόνων, ως τα περί τους γάμους και τας κηδείας και τους έρωτας. Εν τη βορείω μάλιστα Αλβανία οι έρωτες υπενθυμίζουσι τους υπό του νομοθέτου των Θηβαίων επιβεβλημένους και εν Κρήτη και τη αρχαία Σπάρτη καθιερωμένους αγνούς και πλατωνικούς έρωτας…Ωσαύτως δε το βαθύτατον συναίσθημα της ατομικής υπερηφανείας, μάλιστα δε το της οικογενειακής τιμής, βαθυτάτην ορύσσουσι τάφρον διαχωρίζουσαν αυτούς των σλαβικών και των άλλων γειτόνων ευρωπαϊκών φυλών. Ως και το άγριον έθιμον της του αίματος οφειλής και της εκδικήσεως μόνον περί τον Ταΰγετον ευρίσκει ομοτρόπους παρά τοις αμειλίκτοις Μανιάταις» (σελ. 6-7).

    Κοινά επομένως ήθη και έθιμα στους Αλβανούς με τα αρχαία και σύγχρονα ελληνικά έθιμα. Αυτό βεβαίως δεν αποδεικνύει ότι οι Αλβανοί είναι φυλετικά Έλληνες, όπως υποστηρίζει ο Μπέλλος αλλά ότι οι Αλβανοί είναι αυτόχθονες στην βαλκανική από την αρχαιότητα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. «Ο Θεόπομπος (340 π.Χ.) καταγράφει 14 διαφορετικά έθνη στην Ήπειρο, ανάμεσα στα οποία κυρίαρχη θέση στην Ήπειρο είχαν οι Μολοσσοί και οι Χάονες. Είναι πιθανόν ότι άλλα από αυτά ήταν Ιλλυρικά άλλα ημι-μακεδονικά, όλα αυτά όμως τα καταγράφει κάτω από το κοινό όνομα Ηπειρώτες» (George Grote, History of Greece, vol. 3, p. 414 – 1987).

    Ο Θουκυδίδης έγραψε ότι οι Χάονες ήταν βάρβαροι: «…Ευθύς μόλις ο Κνήμος με τους υπ' αυτόν χιλίους οπλίτες διεπεραιώθησαν στη Λευκάδα, χωρίς να τους αντιληφθεί ο Φορμίων, ο οποίος ήταν αρχηγός της μοίρας των είκοσι Αθηναϊκών πλοίων που περιπολούσαν πλησίον της Ναυπάκτου, άρχισε να ετοιμάζει την κατά ξηρά εκστρατεία. Ο στρατός του περιελάμβανε Έλληνας μεν Αμβρακιώτες και Λευκαδίους, και Ανακτόρους και τους χίλιους Πελοποννήσιους, επικεφαλής των οποίων είχε έρθει ο ίδιος, βαρβάρους δε χίλιους Χάονες…» (Θουκυδίδης, Ιστοριών Β). Σημαίνει αυτό ότι οι Χάονες ήταν ελληνικό φύλο αλλά πολιτισμικά καθυστερημένο όπως λένε οι Έλληνες ή σημαίνει και κάτι άλλο;

    Ο Geoffrey Neale Cross (γνωστός και με τον τίτλο «Βαρώνος Cross of Chelsea») στο βιβλίο του «Epirus; a study in Greek constitutional development» (εκδ. 1932) στη σελίδα 2 είπε: «Η προσωπική μου γνώμη — για ό,τι έχει αξία — είναι ότι από τις τρεις μεγάλες Ηπειρωτικές φυλές, οι Χάονες ήταν αναμφίβολα μη Έλληνες (το όνομα τους εμφανίζεται ξανά στη μορφή «Χόνες» ανάμεσα στους Ιάπυγες της Απουλίας οι οποίοι φέρονται να ήταν σύμμαχοι με τους Ιλλυριούς)».

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Από το Blogger.