Οι Έλληνες, ένας πολυώνυμος λαός.
Οι Έλληνες ήταν γνωστοί με πολλά διαφορετικά ονόματα στην ιστορία. Οι πολεμιστές που έπεσαν στις Θερμοπύλες έπεσαν ως Έλληνες, ενώ αιώνες αργότερα όταν κήρυττε ο Ιησούς οποιοδήποτε πρόσωπο μη-εβραϊκής πίστης αποκαλείτο Έλληνας. Επί αυτοκράτορα Μεγάλου Κωνσταντίνου ήταν γνωστοί ως Ρωμαίοι, και πάντα οι γείτονές τους στη Δύση θα τους έλεγαν Γραικούς, ενώ στην Ανατολή Αλ Ρουμ (Ρωμαίοι).
Η αρχή κάθε ιστορικής εποχής συνοδευόταν από νέο όνομα, είτε απολύτως καινούριο, είτε παλαιό και ξεχασμένο, όνομα από την παράδοση ή δανεισμένο από τους ξένους. Κάθε ένα από αυτά ήταν σημαντικό στην εποχή του και όλα μπορούν να χρησιμοποιηθούν με αλλαγές, και πιθανότατα γι` αυτό οι Έλληνες είναι πολυώνυμος λαός.
Στην Ιλιάδα του Ομήρου, οι ελληνικές συμμαχικές δυνάμεις περιγράφονται με τρία διαφορετικά ονόματα: Αργείοι, Δαναοί και Αχαιοί, και όλα με την ίδια έννοια. Από τα παραπάνω ο πρώτος τύπος χρησιμοποιείται 170 τουλάχιστον φορές, ο δεύτερος 148 και ο τρίτος 598 φορές.
Οι Αργείοι είναι πολιτικός όρος που προέρχεται από την αρχική πρωτεύουσα των Αχαιών, το Άργος. Οι Δαναοί είναι το όνομα που αποδίδεται στη φυλή που εξουσιάζει αρχικά την Πελοπόννησο και την περιοχή κοντά στο Άργος. Αχαιοί ονομάζεται η φυλή που, ενισχυμένη από τους Αιολείς, κυριάρχησε πρώτη στα ελληνικά εδάφη, επικεντρωμένοι γύρω από την πρωτεύουσά τους, τις Μυκήνες.
Κατά την διάρκεια του Τρωικού Πολέμου, οι Έλληνες ήταν μια σχετικά μικρή αλλά δυνατή φυλή στην Φθία της Θεσσαλίας, συγκεντρωμένοι στις πόλεις Άλος, Αλώπη, Τροιχίνα και στο Πελασγικό Άργος
Διάφορες ετυμολογίες που έχουν προταθεί για τη λέξη Έλληνας, αλλά καμία δεν είναι ευρέως αποδεκτή -Σαλ, προσεύχομαι` έλλ, ορεινός` σελ, φωτίζω. Μια πιο πρόσφατη μελέτη συνδέει το όνομα με την πόλη Ελλάς, δίπλα στον ποταμό Σπερχειό, που λεγόταν επίσης Ελλάς στην αρχαιότητα.
Ωστόσο, είναι γνωστό με σιγουριά ότι οι Έλληνες έχουν σχέση με τους Σελλούς, τους ιερείς της Δωδώνης στην Ήπειρο. Ο Όμηρος περιγράφει τον Αχιλλέα να προσεύχεται στον Δωδώνιο Δία ως τον αρχέγονο Θεό: «Βασιλέα Ζευ, φώναξε, Άρχοντα της Δωδώνης, θεέ των Πελασγών, που κατοικούν μακριά, που έχεις τη χειμωνιάτικη Δωδώνη κάτω από την εξουσία σου, όπου οι Ιερείς σου οι Σελλοί κατοικούν γύρω σου με τα πόδια τους άπλυτα και τα καταλύματά τους πάνω στο έδαφος..,»
Η λέξη Έλληνες με την ευρύτερη σημασία της απαντάται για πρώτη φορά σε μια επιγραφή αφιερωμένη στον Ηρακλή για τη νίκη του στις Αμφικτυονίες και αναφέρεται στην 48η Ολυμπιάδα (584 π.Χ.). Φαίνεται πως παρουσιάστηκε τον 8ο αιώνα π.Χ. με τους Ολυμπιακούς Αγώνες και σταδιακά καθιερώθηκε μέχρι τον 5ο αιώνα π.Χ.
Μετά τον πόλεμο εναντίον των Περσών, αναρτήθηκε επιγραφή στους Δελφούς για τη νίκη εναντίον των Περσών η οποία υμνεί τον Παυσανία ως αρχηγό των Ελλήνων. Η συνείδηση της Πανελλήνιας ενότητας προωθείτο μέσω θρησκευτικών εκδηλώσεων, με σημαντικότερη τα Ελευσίνια Μυστήρια, στην οποία οι μυημένοι έπρεπε να μιλούν ελληνικά, και βέβαια μέσω της συμμετοχής στους τέσσερις Πανελλήνιους Αγώνες, όπως ήταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Απαγορευόταν η συμμετοχή στις γυναίκες και στους μη-Έλληνες. Ορισμένες εξαιρέσεις σημειώθηκαν πολύ αργότερα, όπως για παράδειγμα για τον Αυτοκράτορα Νέρωνα και ήταν αδιαμφισβήτητα ένδειξη της ρωμαϊκής ηγεμονίας.
Η ανάπτυξη μυθολογικών γενεαλογιών από επώνυμους ιδρυτές, πολύ αργότερα μετά τη μετανάστευση προς τα νότια Αχαιών, Ιώνων, Αιολέων και Δωριέων, επηρέασε το πώς αντιμετωπίζονταν οι βορειότερες Ελληνικές φυλές. Κατά τον Τρωικό Πόλεμο, οι Ηπειρώτες, οι Μολοσσοί και οι Μακεδόνες δε θεωρούνταν Έλληνες, καθώς οι Ελληνικοί λαοί με αυτές τις ονομασίες δεν ήταν τότε παρά μια μικρή φυλή στη Θεσσαλία, μέλος της οποίας ήταν ο Αχιλλέας. Ωστόσο, ακόμα κι όταν η ονομασία επεκτάθηκε, καλύπτοντας όλους τους Ελληνικούς λαούς νότια του Ολύμπου, οι βορειότεροι Ελληνικοί λαοί με τις ίδιες ρίζες δεν αποκαλούνταν έτσι. Ένας λόγος ήταν η άρνησή τους να συμμετάσχουν στους Περσικούς Πολέμους. Ωστόσο, αντιπρόσωποι των φυλών αυτών είχαν γίνει δεκτοί στους Ολυμπιακούς Αγώνες και διαγωνίστηκαν μαζί με άλλους Έλληνες. Ο Θουκυδίδης αποκαλεί βαρβάρους τους Ακαρνάνες, τους Αιτωλούς, τους Ηπειρώτες και τους Μακεδόνες, αλλά το επιχειρεί σε καθαρά γλωσσικό πλαίσιο.
Υποσημείωση 1
Θουκυδίδης και Μακεδόνες
Ό κ. J. Β. (J. BASID) γράφει: «Ό ιστορικός Θουκυδίδης και ό ίδιος ήταν μισοβάρβαρος, θεωρούσε τούς Μακεδόνες βαρβάρους». Ό Θουκυδίδης είναι ό εγκυρότερος Ιστορικός των αιώνων. Αν ό κ. J.Β. είχε τη γενναιότητα να παραθέσει το σχετικό απόσπασμα τού Θουκυδίδη. το ζήτημα για πολλούς θα είχε λήξει. ‘Αλλ’ ή έλειψη πνευματικής γενναιότητας αποκαλύπτεται και από το ρατσιστικό χαρακτηρισμό «μισοβάρβαρος», πού προσδίδει ό κ. Ι. Β. στο Θουκυδίδη, επειδή εκ πατρός καταγόταν από βασιλική οικογένεια τής Θράκης. Σύμφωνα με τό ρατσιστικό κριτήριο τού κ. Ι. Β. στους «μισοβαρβάρους» πρέπει να συμπεριλάβουμε τον Θεμιστοκλή και τον Κίμωνα, αφού οι μητέρες τούς (Αβρότονον και Ηγησιπύλη) ήταν Θρακιώτισσες, αλλά και τα παιδιά τού Ιφικράτη.
Αλλ’ ας δούμε τι περί Μακεδονίας γράφει ό Θουκυδίδης, όπως τα γράψει ό ίδιος κι όχι όπως τα Θέλει ό J. Β.
Στο δεύτερο βιβλίο τής «Ξυγγραφής» ό Θουκυδίδης μας δίνει μία πλήρη γεωγραφική περιγραφή τής Μακεδονίας, όπως είχε διαμορφωθεί κατά τα τέλη τού 5ου π.Χ. αι. Σε ένα σημείο γράψει: «Την δε παρά θάλασσαν νυν Μακεδονίαν Αλέξανδρος ό Περδίκκου πατήρ και οι πρόγονοι αυτού, Τημενίδαι το αρχαίον όντες εξ Άργους, πρώτοι εκτήσαντο και εβασίλευσαν αναστήσαντες μάχη εκ μεν Πιερίας τούς Πίερας...» (2, 99). (=Την σύγχρονη παραθαλάσσιά Μακεδονία ό Αλέξανδρος ό πατέρας τού Περδίκκα και οι πρόγονοι αυτού, πού ήσαν Τημενίδες και κατά την αρχαία εποχή ήλθαν από το Άργος, πρώτοι κατέκτησαν και ίδρυσαν βασίλειο, αφού με μάχη ξεσήκωσαν από την Πιερία τούς Πίερες...). Ό Θουκυδίδης αποδέχεται την εκ τού Άργους καταγωγή τού βασιλικού οίκου τής Μακεδονίας.
Στο δεύτερο βιβλίο του ( 80-82) ό Θουκυδίδης αναφέρεται στην απόπειρα των Λακεδαιμονίων, οι οποίοι, κατά προτροπή των Αμπρακιωτών και Χαόνων, προσπάθησαν υπό τον Σπαρτιάτη Κ ν ή μ ο ν ά υποτάξουν τη σύμμαχο των Αθηναίων Ακαρνανία και κυριεύσουν την πρωτεύουσά τους Στράτον. Όλους αυτούς πού συνεκστράτευσαν ό Θουκυδίδης αποκαλεί βαρβάρους. Και αφού ή επιχείρηση απέτυχε, οι κάτοικοι τής Στράτου έστησαν τρόπαιο για να θυμίζει τη νίκη τους κατά των βαρβάρων. («Τροπαίον έστησαν τής μάχης τής προς τούς βαρβάρους»). Ανάμεσα στους επιδρομείς μνημονεύονται και οι Μακεδόνες. Ποια καλύτερη απόδειξη ήθελε, για να στηρίξει τον ισχυρισμό τού ό J. Β.; Ας δούμε όμως τι ακριβώς λέει ό Θουκυδίδης. «Έπεμψε δε και Περδίκκας κρύφα των Αθηναίων χιλίους Μακεδόνων, οι ύστερον ήλθον» (2, 81). (=Έστειλε και ό Περδίκκας κρυφά από τούς Αθηναίους χίλιους Μακεδόνες, οι οποίοι ήλθαν αργότερα).
Άρα, όταν ό Θουκυδίδης αναφέρεται στις επιχειρήσεις των «βαρβάρων», δεν λαμβάνει υπόψη τούς Μακεδόνες, οι οποίοι «ύστερον ήλθον». Και συνεπώς το τρόπαιο κατά των βαρβάρων δεν τούς αφορούσε.
Σε άλλο σημείο τής ιστορίας του (2, 100) ό Θουκυδίδης πλέκει τό εγκώμιο τού βασιλιά τής Μακεδονίας Αρχελάου (413-399), για τον οποίο λέει ότι έκανε στα λίγα Χρόνια τής βασιλείας του περισσότερα άπ’ όσα έκαναν οι προ αυτού οκτώ βασιλείς τής Μακεδονίας («Κρείσονι ή ξύμπαντες οι άλλοι βασιλείς οκτώ οι προ αυτού γινόμενοι»). “Αν αναφέρουμε το σημείο αυτό, είναι γιατί οι πιο συνετοί από τούς Σκοπιανούς ή τούς συνηγόρους τους, μιλούν για εξελληνισμό των ανωτέρων στρωμάτων τής μακεδονικής κοινωνίας. Στα Χρόνια τού Αρχελάου ή Μακεδονία έδινε την εντύπωση των μετέπειτα ελληνιστικών βασιλείων.
Εκπλήσσεται ομολογουμένως κανείς με τους ανθρώπους αυτούς, πού μέχρι χθες είχαν σαν άρτο ζωής τις θεωρίες του Μαρξ, για την παχυλή τους αμάθεια σχετικά με τις διαδικασίες τής εξέλιξης. Στην αρχαιότητα, λόγω του αργού ρυθμού των παραγωγικών διαδικασιών, είχαμε αργό ρυθμό και στο χρόνο τής πολιτιστικής εξέλιξης. Όσο σημαντικός και να είναι ό ρόλος τής προσωπικότητας, δεν μπορεί, εάν δεν τό επιτρέπουν οι παραγωγικές δυνάμεις, να επιτύχει τον πλήρη μετασχηματισμό τού κράτους. Συνεπώς, χωρίς τη συμμετοχή τής «μάζας», για να χρησιμοποιήσουμε κι εμείς την «κομψή» μαρξιστική έκφραση, δεν θα μπορούσαν να γίνουν τα θαυμαστά πού αποδίδει ό Θουκυδίδης στον Αρχέλαο.
Αυτό απαιτούσε μία διαδικασία μύησης στον ελληνικό πολιτισμό χρονικής διαρκείας τουλάχιστον 100 ετών. αλλά, αν οι Μακεδόνες δεν ήσαν Έλληνες, δύσκολα θα μπορούσαν να αφομοιώσουν στοιχεία ελληνικά και μάλιστα —ειδικά στην στρατιωτική τέχνη— να τούς ξεπεράσουν. Γείτονες των Ελλήνων ήσαν και άλλοι λαοί. Γιατί δεν παρουσίασαν την εξέλιξη των Μακεδόνων; Τό ότι προϋπήρχε εξέλιξη σημαντική φαίνεται από αυτό πού γράψει ό Θουκυδίδης (2, 101) για την επιδρομή του βασιλιά των Θρακών Σ ι τ ά λ κ η στη Μακεδονία, όταν υποχρέωσε τούς Βοττιαίους (πού κατοικούσαν στην Περιοχή όπου βρισκόταν ή Πέλλα, μετέπειτα Πρωτεύουσα τής Μακεδονίας) να κλειστούν στα τείχη τους («Βοττιαίους... τειχήρεις ποιήσας εδήου (=λεηλατούσε) την γη»). Αλλ’ ή τέχνη τής τειχοποιίας απαιτεί ένα ανεβασμένο επίπεδο τεχνικής εξέλιξης.
Ούτε πρέπει να λησμονείται ότι τα πρώτα μακεδονικά νομίσματα κόπηκαν επί Αλεξάνδρου Α’ (498-454), τα οποία γράφουν σαφώς με ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ τό όνομά του. Τα νομίσματα στις παλαιές εποχές —ελλείψει φωτογραφιών— εκλαΐκευαν τη μορφή του ηγεμόνα. Οι υπήκοοι αναγνώριζαν τον ηγεμόνα από τη μορφή και τη γραφή του νομίσματος. Ή γλώσσα των νομισμάτων είναι ή γλώσσα του λαού. Γιατί ό Αλέξανδρος Α’ και οι μετά από αυτόν βασιλεύσαντες δεν χρησιμοποίησαν τη «Μακεδονική»; Τα νομίσματα δεν κάνουν φιλολογία, κάνουν οικονομία. Και ή οικονομία απαιτεί την προσιτώτερη γλώσσα. Και αυτή για το λαό τής Μακεδονίας δεν είναι ή ανεύρετη «Μακεδονική» άλλ’ ή παντού ευρισκόμενη ελληνική.
Στο 2, 29 ό Θουκυδίδης, αναφερόμενος στον Περδίκκα, τον γιό τού Αλεξάνδρου Α’, λέγει ότι έγινε σύμμαχος των Αθηναίων («Ξύμμαχος εγένετο Αθηναίοις και Περδίκκας ό Αλεξάνδρου Μακεδόνων βασιλεύς»).
Τη λέξη «βάρβαροι» χρησιμοποιεί ό Θουκυδίδης για κάποιους λαούς τής Ηπείρου, πού ή ελληνικότητά τους δεν ήταν ακόμη γνωστή, κυρίως όμως λόγω τής πολιτιστικής τους καθυστέρησης. «Και μέσον μεν έχοντες προσήσαν Χάονες και οι άλλοι βάρβαροι...» (=Και κατέχοντες το μέσο προχωρούσαν οι Χάονες και οι λοιποί βάρβαροι). Κι ενώ δεν διστάζει ν’ αποκαλέσει τούς ελληνικώτατους Ευρυτάνες «αγνωστοτάτους την γλώσσαν», όμως για τους Μακεδόνες δεν χρησιμοποιεί πουθενά τη λέξη βάρβαρος. Απορώ που την βρήκε ό κ. J. Β. Υπάρχει όμως κάτι στο έργο του Θουκυδίδη πού πρέπει να προσεχθεί. Είναι το προοίμιο. Σε αυτό ό μεγάλος ιστορικός διαστέλλει τον Πελοποννησιακό πόλεμο από τούς άλλους πολέμους των Ελλήνων. Διότι ό Πελοποννησιακός πόλεμος είναι πόλεμος Ελλήνων κατά Ελλήνων (εμφύλιος), ενώ οι άλλοι είναι πόλεμοι κατά βαρβάρων. Και στον πόλεμο αυτό εμπλέκονται ως Έλληνες και οι Μακεδόνες. Αν δεν ήσαν Έλληνες ό σχολαστικός και αυστηρός Θουκυδίδης θα τό έλεγε ευθέως.Πηγή: Η ελληνικότητα της Μακεδονίας (ιστορική μελέτη απάντηση στην παραϊστορία του Αμερικανού ιστορικού J. BASID), Εκδ. Ομάδα πρωτοβουλίας για την προάσπιση του ονόματος της Μακεδονίας, Αθήνα 2006.
Όταν ο ρήτορας Δημοσθένης αποκαλεί τους Μακεδόνες χειρότερους από βαρβάρους στον Γ` Φιλιππικό, το κάνει με σεβασμό στον πολιτισμό τους, ο οποίος απλώς δε συμβαδίζει με τα κοινά ελληνικά (ΣΣ Νότια) πρότυπα. Από την άλλη πλευρά, ο Πολύβιος θεωρεί τις φυλές της δυτικής Ελλάδας, Ηπείρου και Μακεδονίας αμιγώς ελληνικές.
Στους επόμενους αιώνες, ο «Έλληνας» απέκτησε ευρύτερη έννοια, συμβολίζοντας όλους τους πολιτισμένους, ενώ το αντίθετο, «βάρβαρος», αντιπροσώπευε τους απολίτιστους.
Το πρώτο πράγμα που οι ελληνικές φυλές παρατήρησαν ήταν το γεγονός της διαφορετικότητας στην ομιλία με τους γειτονικούς λαούς. Στο γεγονός αυτό βασίζεται ουσιαστικά και ο χαρακτηρισμός βάρβαρος, ο ομιλών ξενική γλώσσα ως προς τους Έλληνες. Ο όρος «βάρβαρος» θεωρείται ότι προέρχεται από τη προσπάθεια απόδοσης της ξενικής αυτής ομιλίας, βάσει της ερμηνείας των παραγόμενων ήχων (bar-bar), που έφτανε στα αυτιά των διαφόρων ελληνικών φυλών ως κάποιο είδος ψευδισμού. Αυτό αλήθευε και για τους Αιγύπτιους, που, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, αποκαλούσαν βαρβάρους όλους όσοι μιλούσαν διαφορετική γλώσσα, και για τους Σλάβους πιο πρόσφατα, οι οποίοι αποκαλούσαν τους Γερμανούς με το όνομα nemec, που σημαίνει τραυλός . Ο Αριστοφάνης στους Όρνιθες αποκαλεί τον αγράμματο επιστάτη βάρβαρο, ο οποίος όμως έμαθε στα πουλιά να μιλάνε .
Τελικά, ο όρος επεκτάθηκε σε ολόκληρο τον τρόπο ζωής των ξένων, ταυτίστηκε δηλαδή με τους όρους "αγράμματος" ή «απολίτιστος». Έτσι, «ένας αγράμματος άνθρωπος είναι κι αυτός βάρβαρος» . Σύμφωνα με τον Διονύσιο της Αλικαρνασσού, ένας Έλληνας διέφερε από έναν βάρβαρο σε τέσσερα σημεία: εκλεπτυσμένη γλώσσα, εκπαίδευση, θρησκεία και νόμους . Η ελληνική εκπαίδευση έγινε συνώνυμη με την ευγενή ανατροφή. Ο Απόστολος Παύλος το θεωρούσε υποχρέωσή του να κηρύξει σε όλους τους λαούς το Ευαγγέλιο, «Έλληνες και βαρβάρους, σοφούς και ανόητους» .
Η διάκριση ανάμεσα σε Έλληνες και βαρβάρους διήρκεσε μέχρι τον 4ο αιώνα π.Χ. Ο Ευριπίδης θεωρούσε λογικό να κυριαρχήσουν οι Έλληνες στους βαρβάρους, γιατί οι πρώτοι προορίζονταν για ελευθερία, ενώ οι δεύτεροι για σκλαβιά . Ο Αριστοτέλης κατέληξε στο συμπέρασμα πως "η φύση ενός βαρβάρου κι ενός δούλου είναι ένα και το αυτό" . Η φυλετική διαφοροποίηση άρχισε να ξεθωριάζει με τη διδασκαλία των Στωικών, που δίδασκαν πως όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι απέναντι στον Θεό κι έτσι από τη φύση τους δεν μπορεί να υπάρχει ανισότητα μεταξύ τους. Με τον καιρό, η ονομασία Έλληνας έγινε σημάδι διανόησης κι όχι καταγωγής, όπως είπε κι ο Ισοκράτης.
Οι κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου έφεραν την ελληνική επιρροή στην Ανατολή, "εξάγοντας" τον ελληνικό πολιτισμό και μεταβάλλοντας την εκπαίδευση και τις κοινωνικές δομές των περιοχών αυτών. Ο Ισοκράτης ανέφερε στον Πανηγυρικό του: "οι ταύτης μαθηταί των άλλων διδάσκαλοι γεγόνασι, και το των Ελλήνων όνομα πεποίηκε μηκέτι του γένους αλλά της διανοίας δοκείν είναι" . Ο Ελληνιστικός πολιτισμός είναι η εξέλιξη του κλασικού αρχαιοελληνικού πολιτισμού με παγκόσμιες προοπτικές. Παρομοίως, η ονομασία Έλληνας εξελίχτηκε από εθνική ονομασία σε πολιτιστικό όρο, που υποδήλωνε κάποιον που διήγαγε τη ζωή του σύμφωνα με τα ελληνικά ή
Η σύγχρονη αγγλική λέξη Greek προέρχεται από τη λατινική Graecus, η οποία με τη σειρά της προέρχεται από την ελληνική Γραικός, το όνομα φυλής Βοιωτών που μετανάστευσε στην Ιταλία τον 8ο αιώνα π.Χ.. Με αυτό το όνομα ήταν γνωστοί οι Έλληνες στη Δύση.
Ο Όμηρος, κατά την απαρίθμηση των βοιωτικών δυνάμεων στην Ιλιάδα (Κατάλογος των Νηών), παρέχει την πρώτη γραπτή αναφορά για μια πόλη της Βοιωτίας με το όνομα Γραία και ο Παυσανίας αναφέρει ότι Γραία ήταν το όνομα της αρχαίας πόλης της Τανάγρας. Η Κύμη, πόλη δυτικά της Νεάπολης και νότια της Ρώμης, ιδρύθηκε από Κυμείς και Χαλκιδείς, καθώς και κατοίκους της Γραίας. Στην επαφή τους με τους Ρωμαίους ίσως και να οφείλεται η λατινική ονομασία Graeci για όλες τις ελληνόφωνες φυλές.
Ο Αριστοτέλης, η αρχαιότερη πηγή που αναφέρει τη λέξη αυτή, δηλώνει ότι κατακλυσμός "σάρωσε" την κεντρική Ήπειρο, περιοχή της οποίας οι κάτοικοι αποκαλούνταν Γραικοί κι αργότερα ονομάζονταν Έλληνες. Στη Μυθολογία, ο Γραικός είναι ξάδερφος του Λατίνου και η λέξη μάλλον σχετίζεται με τη λέξη γηραιός, που ήταν ο τίτλος των ιερέων της Δωδώνης. Ονομάζονταν επίσης Σελλοί, κάτι που δείχνει τη σχέση μεταξύ των δυο βασικών ονομασιών των Ελλήνων. Η επικρατούσα θεωρία για τον αποικισμό της Ιταλίας είναι ότι τμήμα κατοίκων της Ηπείρου διέσχισαν τη Δωδώνη και μετοίκησαν στη Φθία και έγιναν γνωστοί ως Έλληνες, η φυλή που οδήγησε στην Τροία ο Αχιλλέας. Οι υπόλοιποι κάτοικοι αναμείχθηκαν με άλλες φυλές που κατέφτασαν αργότερα, χωρίς όμως να χάσουν το όνομά τους. Από εκεί ταξίδεψαν δυτικά προς την Ιταλία, πριν καταφτάσει το πρώτο κύμα αποικισμού στη Σικελία και την Κάτω Ιταλία τον 8ο αιώνα π.Χ.
Στην Ανατολή, καθιερώθηκε ένας εντελώς διαφορετικός όρος. Οι αρχαίοι λαοί της Μέσης Ανατολής αναφέρονταν στους Έλληνες ως Yunan, από την περσική λέξη Γιαουνά (Yauna), η οποία με τη σειρά της προέρχεται από την ελληνική Ιωνία, δηλαδή τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας. Στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ., οι Πέρσες κατέκτησαν την ιωνική φυλή κι έτσι η ονομασία αυτή επεκτάθηκε για όλους τους Έλληνες.
Οι αρχαιότερες αναφορές στους Yauna βρίσκονται στις αυτοκρατορικές επιγραφές της δυναστείας των Αχαιμενιδών. Η πρώτη από αυτές (520 π.Χ.) είναι επιγραφή του Δαρείου Α` στο Μπεχιστούν (Behistun). Σε άλλη επιγραφή του Δαρείου Α`, στο Νακς-ι Ρουστάμ (Naqs-i Rustam), αναφέρονται οι Yauna με το ασπιδοειδές καπέλο. Αυτή η ονομασία προέρχεται από τη χρήση της καυσίας, δηλαδή του μακεδονικού πλατύγυρου καπέλο για τον ήλιο (παραλλαγής του πέτασου), και υπονοεί τους Μακεδόνες. Επίσης, επιγραφή του Ξέρξη στην Περσέπολη και τις Πασαργάδες μιλάει για Yauna, κοντά και πέρα από τη θάλασσα.
Όλοι οι λαοί υπό την Περσική κυριαρχία υιοθέτησαν αυτό τον όρο και από εκεί προέρχεται η σανσκριτική λέξη Γιαβάνα, που συναντά κανείς σε αρχαία σανσκριτικά κείμενα, κι αργότερα αναφέρεται στους Έλληνες των ελληνιστικών βασιλείων της Ινδίας, καθώς και οι λέξεις Yona στη γλώσσα Πάλι και Yonaka(όρος με τον οποίο αυτοχαρακτηρίζονταν οι Έλληνες της Βακτρίας). Ο όρος Yunan χρησιμοποιείται σήμερα στα τουρκικά, τα αραβικά, τα περσικά, τα αζερικά, τα ινδικά Χίντι και τις γλώσσες Μαλάι (Ινδονησία, Μαλαισία κα).
Η ονομασία Έλληνας απέκτησε εντελώς θρησκευτική σημασία στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες μέχρι και το τέλος της πρώτης χιλιετίας, διάστημα κατά το οποίο διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Καίρια ήταν η επαφή με τον Ιουδαϊσμό, καθώς κληροδότησε τη θρησκευτική διαφοροποίηση των ανθρώπων. Οι Εβραίοι, όπως κι οι Έλληνες, διαφοροποιούσαν εαυτούς από τους ξένους, οι πρώτοι όμως με θρησκευτικά κι όχι πολιτιστικά κριτήρια.
Με την κατάκτηση των Ελλήνων από τη Ρώμη, όπως οι Έλληνες θεωρούσαν βαρβάρους όλους τους απολίτιστους λαούς, έτσι κι οι Εβραίοι θεωρούσαν όλους τους παγανιστές goyim (άπιστους, κυριολεκτικά "έθνη"). Η θρησκευτική αυτή διάκριση υιοθετήθηκε από τους πρώτους Χριστιανούς κι έτσι αναφέρονταν σε όλους τους παγανιστές ως Έλληνες.
Ο Απόστολος Παύλος στις Επιστολές του χρησιμοποιεί την ονομασία Έλληνας σχεδόν πάντα σε σχέση με την ονομασία Εβραίος, πιθανότατα με σκοπό να αντιπροσωπεύσει το σύνολο των δυο θρησκευτικών κοινοτήτων . Ο Έλληνας χρησιμοποιείται με θρησκευτική σημασία για πρώτη φορά στην Καινή Διαθήκη, στο Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον . Καθαρά θρησκευτική σημασία έφτασε να κατέχει ο όρος κατά το 2ο ή 3ο αιώνα μ.Χ. Ο Αθηναίος Αριστείδης αναφέρεται στους Έλληνες ως έναν από τους αντιπροσωπευτικούς παγανιστικούς λαούς, μαζί με τους Αιγύπτιους και τους Χαλδαίους. Αργότερα, ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς αναφέρει έναν ανώνυμο Χριστιανό συγγραφέα, που αποκαλούσε τους παραπάνω Έλληνες και μιλούσε για δυο παλιά έθνη κι ένα νέο: το χριστιανικό έθνος .
Από τότε και στο εξής, ο όρος δε σήμαινε εθνική καταγωγή ούτε ελληνική εκπαίδευση, αλλά γενικά παγανιστές, ανεξαρτήτου φυλής. Η προσπάθεια του Αυτοκράτορα Ιουλιανού να επαναφέρει τον παγανισμό απέτυχε και σύμφωνα με τον Πάπα Γρηγόριο Α`, "τα πράγματα εξελίχθηκαν υπέρ της Χριστιανοσύνης και η θέση των Ελλήνων επλήγη σοβαρά" .
Μισό αιώνα αργότερα, Χριστιανοί διαμαρτύρονται εναντίον του Έπαρχου της Αλεξάνδρειας, κατηγορώντας τον ότι ήταν Έλληνας . Ο Θεοδόσιος Α` προέβη στα πρώτα "νομοθετικά" βήματα εναντίον του παγανισμού, αλλά οι νομοθετικές μεταρρυθμίσεις του Ιουστινιανού προκάλεσαν διώξεις των παγανιστών σε μαζικό βαθμό. Ο Ιουστινιάνειος Κώδικας περιείχε δυο νόμους, που διέτασσαν την ολοκληρωτική καταστροφή του Ελληνισμού, ακόμα και στο δημόσιο βίο. Οι μη-Χριστιανοί θεωρούνταν δημόσια απειλή, κάτι που υποβίβασε ακόμη περισσότερα τη σημασία του Έλληνα. Παραδόξως, σύμφωνα με το λεξικό της Σούδας, ο Τριβωνιανός, ο ίδιος ο νομικός αρμοστής του Ιουστινιανού, ήταν "Έλληνας" .
Ενώ η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εκχριστιανιζόταν, η θρησκευτική αλλοίωση του ονόματος Έλλην ολοκληρώθηκε. Στη διάρκεια εκείνης της περιόδου οι Έλληνες της Αυτοκρατορίας υιοθέτησαν την ονομασία Ρωμαίοι, επειδή η προηγούμενη είχε χάσει την παλαιότερη σημασία της. Έτσι ενώ η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εξελληνιζόταν, το όνομα των Ελλήνων εκρωμαϊζόταν.
Το ξένο δανεικό όνομα αρχικά είχε περισσότερο πολιτική παρά εθνική σημασία, η οποία συνοδοιπορούσε με την οικουμενική ιδεολογία της Ρώμης που φιλοδοξούσε να περικλείσει όλα τα έθνη του κόσμου κάτω από ένα αληθινό Θεό.
Μέχρι τις αρχές του 7ου αιώνα, όταν η Αυτοκρατορία ακόμη έλεγχε μεγάλες εκτάσεις και πολλούς ανθρώπους, η χρήση του ονόματος Ρωμαίος πάντα δήλωνε την κατοχή πολιτικών δικαιωμάτων και ποτέ καταγωγή.
Διάφορες εθνότητες μπορούσαν να χρησιμοποιούν τα εθνικά ονόματά τους ή τα τοπωνύμια τους, για να αποσαφηνίζουν την κατοχή πολιτικών δικαιωμάτων από τη γενεαλογία, γι’ αυτό ο ιστορικός Προκόπιος προτιμά να αποκαλεί τους Βυζαντινούς εξελληνισμένους Ρωμαίους, ενώ άλλοι συγγραφείς χρησιμοποιούν Ρωμαιοέλληνες και Ελληνορωμαίοι, αποβλέποντας στο να δηλώσουν καταγωγή και κατοχή πολιτικών δικαιωμάτων συγχρόνως.
Οι εισβολές των Λομβαρδών και των Αράβων τον ίδιο αιώνα είχαν ως αποτέλεσμα την απώλεια των περισσότερων επαρχιών, συμπεριλαμβανομένων και της Ιταλίας και όλης της Ασίας, εκτός από την Ανατολία ,την Μικρά Ασία δηλαδή. Οι περιοχές που διατηρήθηκαν ήταν κυρίως ελληνικές, μετατρέποντας έτσι την αυτοκρατορία σε μια πολύ πιο συνεκτική ενότητα που τελικά εξελίχτηκε σε σαφώς ενσυνείδητη ταυτότητα. Διαφορετικά απ’ ότι τους προηγούμενους αιώνες, προς το τέλος της πρώτης χιλιετίας μ.Χ. εκφράζεται στα βυζαντινά έγγραφα μια ξεκάθαρη αίσθηση εθνικισμού .
Η αποτυχία των Βυζαντινών να προστατεύσουν τον Πάπα από τους Λομβαρδούς εξανάγκασε τον Πάπα να αναζητήσει βοήθεια αλλού. Στο αίτημά του απάντησε ο Πιπίνος II από την Ακουϊτανία, τον οποίο είχε ονομάσει "Πατρίκιο", τίτλο που προκάλεσε σοβαρή σύγκρουση. Το 772, η Ρώμη έπαψε να μνημονεύει τον αυτοκράτορα που πρώτα κυβερνούσε από την Κωνσταντινούπολη, και στα 800 ο Καρλομάγνος στέφθηκε Ρωμαίος αυτοκράτορας από τον ίδιο τον Πάπα, επίσημα απορρίπτοντας τους Βυζαντινούς ως πραγματικούς Ρωμαίους.
Σύμφωνα με τη ερμηνεία των γεγονότων από τους Φράγκους, ο παπισμός κατάλληλα "μετέφερε τη ρωμαϊκή αυτοκρατορική εξουσία από τους Έλληνες στους Γερμανούς, στο όνομα της Μεγαλειότητός του, του Καρόλου". Στο εξής, ένας πόλεμος ονομάτων ξέσπασε γύρω από τα ρωμαϊκά αυτοκρατορικά δικαιώματα. Αδυνατώντας να αρνηθούν ότι υπήρχε αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη, ικανοποιούνταν αποκηρύσσοντας τον ως διάδοχο της ρωμαϊκής κληρονομιάς με το επιχείρημα ότι οι Έλληνες δεν είχαν καμιά σχέση με τη ρωμαϊκή κληρονομιά. Ο Πάπας Νικολάος Α` έγραψε στον Αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ`, "Παύσατε να αποκαλείστε `Αυτοκράτωρ Ρωμαίων,` αφού οι Ρωμαίοι των οποίων ισχυρίζεστε ότι είστε Αυτοκράτορας, είναι στην πραγματικότητα βάρβαροι, κατά τη γνώμη σας".
Στο εξής, ο αυτοκράτορας στην Ανατολή ήταν γνωστός και μνημονευόταν ως Αυτοκράτωρ Ελλήνων και η χώρα τους ως Ελληνική Αυτοκρατορία, διατηρώντας και τους δύο "Ρωμαϊκούς" τίτλους για τον Φράγκο βασιλιά. Το ενδιαφέρον και των δύο πλευρών ήταν περισσότερο κατ’ όνομα παρά πραγματικό.
Καμιά γη δε διεκδικήθηκε ποτέ, αλλά η προσβολή που οι Βυζαντινοί αισθάνθηκαν για την κατηγορία καταδεικνύει πόσο συναισθηματικά συνδεδεμένοι ήταν με το όνομα Ρωμαίος. Πραγματικά, ο Επίσκοπος Λιουτπράνδος (Cremon Liutprand), απεσταλμένος της φραγκικής αυλής, φυλακίστηκε για σύντομο χρονικό διάστημα στην Κωνσταντινούπολη, επειδή δεν αναφέρθηκε στον Ρωμαίο αυτοκράτορα με τον κατάλληλο τίτλο του. Η φυλάκισή του ήταν αντεκδίκηση για την ίδρυση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τον βασιλιά του, τον Όθωνα Α`.
Σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς οι «Ρωμαίοι» των τελευταίων αιώνων του Βυζαντίου αποτελούσαν έθνος που σε μεγάλο βαθμό, και ειδικά μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204, ταυτίζεται με το νεότερο ελληνικό έθνος.
Ο πρώτος που διατύπωσε αυτή την άποψη ήταν ο Α. Καλδέλλης (καθηγητής βυζαντινολόγος στο Παν/μιο του Οχάιο).[Δεν είναι βέβαια παρά μία άποψη] Κατά τη γνώμη του οι Ρωμαίοι δεν θεωρούσαν τον εαυτό τους Έλληνες πριν το 1204 και ο Ελληνισμός ήταν κατασκευή των μορφωμένων η οποία κατά την Αυτοκρατορία της Νίκαιας έγινε το κύριο συστατικό μια εθνικιστικής ιδεολογίας.
Ο Χρήστος Μαλατράς διαπιστώνει ότι οι Ρωμαίοι των πηγών του 12ου-13ου αιώνα αποτελούν εθνική ομάδα που αναφέρεται με τους πρακτικά συνώνυμους όρους γένος, έθνος και φύλο. Ο όρος «Ρωμαίος» δεν ταυτίζεται με τον υπήκοο του Βυζαντίου αφού αποδίδεται και σε χριστιανούς υπό τον Τούρκο σουλτάνο ενώ υπάρχουν υπήκοοι του Βυζαντίου που δεν θεωρούνται Ρωμαίοι αλλά «αλλογενείς» και «βάρβαροι». Επίσης διαπιστώνει ότι ο όρος δεν είναι κατασκευή των μορφωμένων αφού αναγνωρίζεται και από τον λαό.
Γεωγραφικές περιοχές του Βυζαντίου όπως η Σερβία, η Βουλγαρία και η Κιλικία δεν θεωρούνταν «περιοχές των Ρωμαίων» ενώ ταυτόχρονα «αλλογενείς» κατοικούσαν σε περιοχές Ρωμαίων. Πρόσωπα που δεν υπάκουαν στον αυτοκράτορα δεν έπαυαν να θεωρούνται Ρωμαίοι. Δεν ονομάζονταν έτσι οι Σλάβοι και Αιγύπτιοι χριστιανοί ορθόδοξοι ούτε αρκούσε η γνώση της ελληνικής γλώσσας για να ονομαστεί κάποιος Ρωμαίος.
Τα κύρια όρια αυτής της εθνικής ομάδας, η ορθοδοξία και η ελληνική γλώσσα, έπρεπε να είχαν αποκτηθεί εκ γενετής. Την ίδια εποχή (12ος-13ος αι.) οι Ρωμαίοι της αρχαίας Ρώμης γίνονται αντιληπτοί ως Άλλοι. Απορρίπτεται το πρό Κωνσταντίνου λατινικό παρελθόν και αποκαθίσταται το αρχαίο ελληνικό ενώ αναγνωρίζεται ότι η χριστιανική θρησκεία δεν επαρκεί για να σχηματιστεί η ταυτότητα αυτής της εθνικής ομάδας η οποία επιβιώνει στους επόμενους αιώνες μέχρι τον σχηματισμό έθνους-κράτους τον 19ο αιώνα. Τότε επισήμως υιοθετείται το όνομα Έλληνας αντί του Ρωμαίος.
Ο όρος "Βυζαντινή Αυτοκρατορία" επινοήθηκε το 1557, έναν αιώνα περίπου μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τον Γερμανό ιστορικό Ιερώνυμο Βολφ (Hieronymus Wolf), ο οποίος εισήγαγε ένα σύστημα βυζαντινής ιστοριογραφίας στο έργο του Corpus Historiae Byzantinae, για να διακρίνει την αρχαία ρωμαϊκή από τη μεσαιωνική ελληνική ιστορία, χωρίς να στρέψει την προσοχή προς τους αρχαίους προγόνους τους. Αρκετοί συγγραφείς υιοθέτησαν την ορολογία του στη συνέχεια, αλλά παρέμεινε σχετικά άγνωστη. Όταν το ενδιαφέρον αυξήθηκε, οι Άγγλοι ιστορικοί προτιμούσαν να χρησιμοποιούν ορολογία "ρωμαϊκή" (ο Έντουαρντ Γκίμπον (Edward Gibbon) τη χρησιμοποιούσε με έναν ιδιαίτερα μειωτικό τρόπο)• ενώ οι Γάλλοι ιστορικοί προτιμούσαν να την ονομάζουν "ελληνική".
Ο όρος επανεμφανίστηκε στα μέσα του 19ου αιώνα και από τότε έχει κυριαρχήσει πλήρως [;]...στην ιστοριογραφία, ακόμη και στην Ελλάδα, παρά τις αντιρρήσεις του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου (ισχυρού Έλληνα ομολόγου του Gibbon) ότι η αυτοκρατορία θα έπρεπε να καλείται "Ελληνική". Λίγοι Έλληνες λόγιοι υιοθέτησαν την ορολογία εκείνη την εποχή, αλλά έγινε δημοφιλής μόνο το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.
Η επανίδρυση του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης στο παλάτι της Μαγναύρας δημιούργησε ενδιαφέρον για την απόκτηση γνώσης, ιδιαίτερα στις ελληνικές σπουδές. Ο Πατριάρχης Φώτιος Α΄ ενοχλείτο που "οι ελληνικές σπουδές προτιμώνταν αντί των πνευματικών έργων".
Ο Μιχαήλ Ψελλός λαμβάνει ως φιλοφρόνηση τα λόγια του Αυτοκράτορα Ρωμανού Γ`, ότι "είχε ελληνική ανατροφή" και ως αδυναμία του Αυτοκράτορα Μιχαήλ Δ`την έλλειψη ελληνικής εκπαίδευσης , ενώ η Άννα Κομνηνή ισχυριζόταν ότι "κατείχε τη σπουδή των Ελληνικών στο μέγιστο βαθμό" και, σχολιάζοντας την ίδρυση ορφανοτροφείου από τον πατέρα της, ανέφερε πως "εκεί μπορούσε να δει κανείς να εκπαιδεύεται ένας Λατίνος, ένας Σκύθης να μελετά Ελληνικά, ένας Ρωμαίος να διαβάζει ελληνικά κείμενα κι ένας αγράμματος Έλληνας να μιλάει σωστά Ελληνικά" . Σε αυτή την περίπτωση, μπορεί να λεχθεί πως οι Βυζαντινοί ήταν Ρωμαίοι σε πολιτικό επίπεδο αλλά Έλληνες στην καταγωγή.
Ο Ευστάθιος ο Θεσσαλονικεύς αποσαφηνίζει το διαχωρισμό αυτό στην αναφορά του για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204: στους εισβολείς αναφέρεται με το γενικό όρο Λατίνοι, περιλαμβάνοντας τους συναφείς με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, ενώ με τον όρο Έλληνες αναφέρεται στον κυρίαρχο πληθυσμό της αυτοκρατορίας .
Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, τονίζεται ο ελληνικός εθνικισμός. Ο Νικήτας Χωνιάτης υπογράμμιζε τα αίσχη των Λατίνων απέναντι στους Έλληνες στην Πελοπόννησο . Ο Νικηφόρος Βλεμμύδης ανέφερε ως "Έλληνες" τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες .
Ο δεύτερος Αυτοκράτορας της Νίκαιας Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης απηύθυνε μια επιστολή στον Πάπα Γρηγόριο Θ` σχετικά με τη "φρόνηση, η οποία επιδαψιλεύει το Ελληνικόν Έθνος". Υποστήριζε ότι η μεταβίβαση της αυτοκρατορικής εξουσίας από την Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη υπαγορεύθηκε από εθνικούς μάλλον παρά από γεωγραφικούς λόγους και, κατά συνέπεια, δεν ανήκε στους Λατίνους που είχαν καταλάβει την Κωνσταντινούπολη:
Μετά την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κατοχής, ξεκίνησε μια σφοδρή ιδεολογική διαμάχη ανάμεσα στις τρεις διαφορετικές ονομασίες των Ελλήνων. Η διαμάχη αυτή κόπασε για κάποιο χρονικό διάστημα μετά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, αλλά επιλύθηκε οριστικά μόλις στις αρχές του 20ού αιώνα, μετά την κατάληψη της Μικράς Ασίας από τους Τούρκους.
Η προετοιμασία του ελληνισμού για την εθνική του αφύπνιση, είναι σαφές ότι περιέχει πολλές παραμέτρους οι οποίες και θα αναλυθούν, ώστε να γίνουν κατανοητές οι ζυμώσεις της προεπαναστατικής περιόδου. Η συμβολή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού στην προετοιμασία της αφύπνισης του Ελληνικού έθνους είναι μεγάλη, καθώς με τα έργα των Ελλήνων διανοούμενων της εποχής, συνέβαλλαν στη διαμόρφωση της νεοελληνικής συνείδησης, της γλώσσας και της εκπαίδευσης των Ελλήνων. Οι διανοούμενοι θεώρησαν την παιδεία βασικό θεμέλιο της εθνικής αφύπνισης. Το πνευματικό αυτό κίνημα αποτέλεσε την κινητήρια δύναμη για τoν σκοπό αυτό, μεταφέροντας τις ιδέες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού (που είχε ελληνικές καταβολές ελευθερίας ) με την μετάφραση των έργων των μεγάλων Διαφωτιστών της Δύσης. Ως αποτέλεσμα του ξεσπάσματος του Αιώνα των Φώτων την περίοδο αυτή στην Ευρώπη, παρατηρείται το φαινόμενο της εμφάνισης εθνικών ομάδων οι οποίες, αν κι ακόμη ζουν μέσα στις πολυεθνικές αυτοκρατορίες, αρχίζουν να αναζητούν την ανεξαρτησία τους.
Στον ελληνικό χώρο τα πράγματα είναι διαφοροποιημένα. Η Ελλάδα ( θεωρώντας τον σημερινό γεωγραφικό χώρο )ήταν ένα κράμα γλωσσών, πολιτισμών, εθνοτήτων και θρησκειών. Επίσης, ήταν τμήμα μιας πολυεθνικής αυτοκρατορίας η οποία δεν είχε καμία σχέση με την Ευρώπη. Η έλλειψη παιδείας και νόμων ήταν το βασικό χαρακτηριστικό της. Οι σουλτάνοι δεν ήταν φίλοι των γραμμάτων, των τεχνών και των επιστημών, όπως οι Ευρωπαίοι μονάρχες οι οποίοι τα καλλιεργούσαν στις αυλές τους,οι περισσότεροι ίσως όχι από ανάγκη μόνον αλλά και από επίδειξη .
Το Οθωμανικό κράτος είχε εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα, άλλη κυρίαρχη θρησκεία, άλλους θεσμούς, άλλη πολιτική οργάνωση. Τα έθνη που διαβιούσαν στην αυτοκρατορία χωρίζονταν σε μιλέτια, το μιλέτι των πιστών, το μιλέτι των Εβραίων και το μιλέτι των Ρωμιών (Ρούμ). Είναι, όμως γεγονός ότι οι υπόδουλοι Έλληνες ήταν σε καλύτερη κατάσταση από τα άλλα μιλέτια, καθώς είχαν τη δική τους διοίκηση και συμμετείχαν και στη διοίκηση της Αυτοκρατορίας. Οι βασικές έννοιες που θα προσεγγιστούν, είναι του Γένους και του Έθνους, καθώς και θα αναλυθούν τα τρία εθνικά ονόματα, Ρωμιός, Γραικός και Έλληνας. Είναι γεγονός ότι σε όλη τη διάρκεια του Νεοελληνικού Διαφωτισμού του οποίου κύριος σκοπός ήταν ο φωτισμός του Γένους και η προετοιμασία για την ανάστασή του, εκφράστηκαν απόψεις για το θέμα του ονοματισμού του αλλά και της γλώσσας του.
Οι έννοιες Γένους και Έθνους άλλοτε συγκλίνουν και άλλοτε αποκλίνουν. Στα κείμενα του Διαφωτισμού συνυπάρχουν και οι δύο, πολλές φορές με διαφορετικές αποχρώσεις. Στην αρχή, το Γένος βασίζεται στην καταγωγή, ενώ σε μεταγενέστερους εκπροσώπους του Διαφωτισμού και κυρίως τους ριζοσπαστικούς χάνει την οικουμενικότητά του. Κι αυτό για το λόγο ότι, οι επιδιώξεις του Γένους αλλάζουν και στρέφεται προς τη δημιουργία εθνικού κράτους και έτσι, εμφανίζεται ο όρος Έθνος.
Με τον όρο Γένος εννοείται το σύνολο των Ελλήνων που κατοικεί στην πάλαι ποτέ Βυζαντινή Αυτοκρατορία, το οποίο είναι κληρονόμος της. Κύρια επιδίωξη, η ανάσταση της αυτοκρατορίας που τώρα βρίσκεται εφήμερα κάτω από την κυριαρχία άπιστου (Άρα η θρησκεία ορίζεται και ως εθνοτικό και πολιτισμικό στοιχείο) κατακτητή με την ανοχή του οποίου, οι υπόδουλοι αναρριχήθηκαν στις διοικητικές τάξεις και έλαβαν μέρος της εκτελεστικής εξουσίας καθώς και προνόμια . Κατά κάποιο τρόπο το Γένος είναι σε αναλογία με τη θρησκευτική ταυτότητα των Ελλήνων, δεν ερχόταν σε ρήξη με την αυτοκρατορία και ήταν ενταγμένο στο μιλέτ, τη θρησκευτική ομάδα που ήταν θεσμός των Οθωμανών.
Αντίθετα το Έθνος, εκφράζει τις νέες ιδέες. Ο όρος είναι αποτέλεσμα των εθνικιστικών τάσεων, βασισμένος στα κηρύγματα των Διαφωτιστών, της Γαλλικής επανάστασης και στη στροφή προς την Αρχαία Ελλάδα με πρότυπα την Αθήνα και τη Σπάρτη. (Έτσι απεμπολίζεται το τεράστιο πολιτιστικό υπόβαθρο της υπερχιλιόχρονης Ελληνικής Αυτοκρατορίας που είναι η συνέχεια της Ελληνικής αρχαιότητας ) Η επιδίωξη εδώ είναι η δημιουργία εθνικού δημοκρατικού κράτους, το οποίο δεν έχει κέντρο του την Πόλη αλλά την κυρίως Ελλάδα. Παρατηρείται η εμφάνιση του όρου, «ελληνική πατρίδα». Όπως μπορούμε να συμπεράνουμε, το Έθνος δεν έχει να κάνει με τη θρησκεία αλλά με την πολιτική και είναι μεταγενέστερο . Η ύπαρξη των όρων αυτών έρχεται σε αντιστοιχία και με την ονοματοθεσία των Ελλήνων στην οποία κυριαρχούν τρία ονόματα.
Καταρχήν, είναι οι Ρωμιοί που υποστηρίζονται από τους εκπροσώπους της Εκκλησίας και τα μέλη της άρχουσας ελληνικής τάξης, στενά συνδεδεμένα με αυτή, τους Φαναριώτες, καθώς και οι αξιωματούχοι του σουλτάνου οι οποίοι έχουν στα χέρια τους την τοπική αυτοδιοίκηση. Φυσικά, οι πρόμαχοι του τίτλου αυτού επιθυμούν τη, με κάθε τρόπο, διατήρηση του Αυτοκρατορικού μοντέλου. Ο όρος Ρωμιός την εποχή αυτή είναι γεγονός ότι κατέχει περισσότερο θρησκευτικό χαρακτήρα, παρά πολιτικό ή εθνικό.
Ο Καταρτζής δίνοντας τον ορισμό της έννοιας, την εξισώνει με τη θρησκεία, Ρωμιός χριστιανός. Βασίζεται, δηλαδή, στον προσδιορισμό του έθνους μέσα από το χώρο του μιλετίου και όχι της ιθαγένειας . Η καταγωγή του ονόματος των Ρωμιών έρχεται από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Είναι γνωστό ότι κατά τους πρώτους αιώνες της, οι θεσμοί και η δομή της, ήταν εξισωμένοι με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της οποίας φυσική συνέχεια ήταν η Βυζαντινή. Με τον πλήρη εξελληνισμό της,(Γιατί η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία θα ήταν καλύτερα να ονομάζεται, όπως έχει ουσιαστικά καταλήξει και σήμερα, Ελληνορωμαϊκή ) όμως, άρχισε να μεταβάλλεται και να απομακρύνεται από αυτήν. Όχι, όμως, και το όνομα που εξακολούθησε να δηλώνει την ταυτότητα των κατοίκων της αυτοκρατορίας .
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Εκκλησία η οποία εκπροσωπούνταν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, ήταν αυστηρά ιεραρχημένη, ενώ παράλληλα, τύγχανε προνομίων, όπως οικονομική διαχείριση, δικαστική εξουσία και σχετική διοικητική αυτονομία. Ο Πατριάρχης ήταν ενταγμένος στους διοικητικούς θεσμούς των Οθωμανών, και όπως γινόταν για όλα τα αξιώματα, ιδίως κατά την εποχή που αναφέρεται, λάμβανε τον πατριαρχικό θώκο με εξαγορά από το κράτος. Το Πατριαρχείο προσπάθησε να προβάλλει τη γλώσσα των εκκλησιαστικών κειμένων και τη διδασκαλία της, έχοντας έδρα του τη συνοικία, Φανάρι, της Πόλης, όπου και εδραιώθηκε και η ελληνική αριστοκρατία, οι Φαναριώτες.
Τα αξιώματα του Μεγάλου Δραγουμάνου και του Δραγουμάνου του Στόλου δόθηκαν στους Φαναριώτες. Μπαίνοντας οι υπόδουλοι στην διοίκηση των απίστων, το θεώρησαν σαν απαρχή της αφύπνισής τους. Με την πάροδο του χρόνου, οι Φαναριώτες κέρδιζαν όλο και μεγαλύτερα προνόμια και αξιώματα. Γίνονταν Οσποδάροι, διοικητές των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών. Εκεί, όντας όμοροι με την Ευρώπη, έφεραν στις Αυλές τους την επιστήμη, τη διανόηση και την παιδεία των Διαφωτιστών. Με αυτόν τον τρόπο, πέρασαν οι νέες ιδέες στον Ελληνικό χώρο.
( Οι Εσπέριοι δεν είχαν τις τεράστιες πολιτισμικές καταβολές των Ελλήνων.Ο Αριστοτέλης ο Σωκράτης ο Πλάτων ήταν Έλληνες όπως και η μητρόπολη Κωνσταντινούπολη ..Πως λοιπόν θα μπορούσαν να περάσουν οι Εσπέριοι τις δικές τους μετα- φεουδαρχικές και διαφορετικής υπόστασης δομές στον αρχέγονο με τον υψηλότερο πολιτισμό που είχε γνωρίσει ο κόσμος ,Έλληνα ; Μόνον καταβιβάζοντας την υπόστασή του με μετα-φεουδαρχικές ιδέες και όπου τις ακολούθησε με την ελπίδα της ελευθερίας του και με αποτέλεσμα το νεοσύστατο κατόπιν Ελληνικό κράτος )
Τέλος, οι Φαναριώτες είχαν και καλή σύνδεση με τη Ρωσία πάνω στην οποία αυτοί και η Εκκλησία στήριζαν τις ελπίδες τους για απελευθέρωση. Σε πολλές περιοχές της σημερινής κυρίως Ελλάδας, υπήρχε οργανωμένη τοπική αυτοδιοίκηση με κύριο μέλημά της τη συλλογή της φορολογίας. Και αυτοί οι αξιωματούχοι, οι κοτζαμπάσηδες, οι πρόκριτοι και οι δημογέροντες ήταν με το μέρος των Φαναριωτών και της Εκκλησίας. Ελπίδα τους ότι με την παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που ήδη διαφαινόταν, θα ανέβαιναν Χριστιανοί, ακόμη και στον Αυτοκρατορικό θρόνο και θα έφερναν την αναβίωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Παράλληλα με το όνομα των Ρωμιών, η ονομασία Γραικοί υποστηρίζεται από παράγοντες του εξωτερικού και τους Έλληνες της διασποράς. Ήδη από παλαιότερα υπήρχαν στην Ευρώπη Ελληνικές παροικίες στις οποίες παρατηρήθηκε μεγάλη εκδοτική δραστηριότητα. Είναι γνωστό ότι μετά την άλωση πολλοί Έλληνες λόγιοι πήγαν στην Ευρώπη και βοήθησαν στη μελέτη των προγόνων τους Ελλήνων,κατά την αρχαιότητα πάνω στην οποία είχαν στηριχθεί το κίνημα της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού.
Εξαιτίας των πολιτικών ζυμώσεων που λαμβάνουν χώρα στην Ευρώπη την περίοδο αυτή, έρχονται σε άμεση επαφή με τις νέες πολιτικές ιδέες και όπως είναι φυσικό, έρχονται σε ρήξη με το αυτοκρατορικό ,φεουδαρχικό όμως , μοντέλο. Οι παράγοντες αυτοί είναι οι έμποροι, επιχειρηματίες, καθώς και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα τα οποία ενστερνίζονται τις ριζοσπαστικές ιδέες, επιθυμώντας κοινωνική ανάδειξη και συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων.
Η στροφή προς την Ευρώπη έγινε κάτω από συγκεκριμένους παράγοντες. Πρώτα, πρώτα ήταν ομόδοξη, παρά τις δογματικές διαφορές. Επίσης, θαύμαζε το αρχαίο Ελληνικό μεγαλείο, ενώ ο Ευρωπαϊκός Πολιτισμός θεμελιωνόταν στον Ελληνορωμαϊκό. Το γεγονός της παραμονής των Ελλήνων στην Ευρώπη τους βοήθησε ώστε να λάβουν ευρωπαϊκή παιδεία και σκέψη,σκέψη που οι εσπέριοι είχαν διαδαχθεί όμως από τους Έλληνες
Οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι έδωσαν σε πολλούς Έλληνες την ελπίδα ότι θα απελευθερωνόταν η Ελλάδα από τον Ναπολέοντα. Το γεγονός αυτό γινόταν πιο έντονο με την διάδοση της πιθανότητας ότι εκείνος καταγόταν από την Ελλάδα. Ο πολιτικός στόχος του Γάλλου Αυτοκράτορα, όμως, καμία σχέση δεν είχε με τις επιδιώξεις των Ελλήνων. Το σίγουρο είναι ότι από τους πολέμους αυτούς επωφελήθηκαν οι Έλληνες έμποροι οι οποίοι κινδυνεύοντας διακινούσαν στα ευρωπαϊκά λιμάνια τα προϊόντα τους, εκεί που ο αποκλεισμός του Ναπολέοντα δεν επέτρεπε την είσοδο αγγλικών καραβιών.
Οι παράγοντες αυτοί, λοιπόν, ώθησαν τους υπόδουλους να ελπίζουν ανάλογα με τις απόψεις τους σε δύο κυρίως δυνάμεις, τη Ρωσία και τη Γαλλία. Καταρχήν, στηρίζονταν στη Ρωσία, η οποία βασιζόμενη στην ελπίδα των Ελλήνων ότι ήταν φυσικός προστάτης τους, ως ομόδοξη, προσπαθούσε να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά της στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Κύρια επιδίωξη της Ρωσίας ήταν η έξοδός της στον Εύξεινο Πόντο και τη Μεσόγειο και αυτό αποτέλεσε αιτία πολλών ρωσοτουρκικών πολέμων. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η ουσιαστικότερη συμβολή της Ρωσίας ήταν η Συνθήκη του Κιουτσούκ (Μικρού) Καϊναρτζή το 1774.
Με αυτήν τη συνθήκη τα ελληνικά πλοία μπορούσαν με ρωσική σημαία να διασχίζουν το Αιγαίο και τον Εύξεινο Πόντο. Ουσιαστικά, όμως, ήταν συνθήκη που ρύθμιζε τις ρωσοτουρκικές διαφορές.
Όσο για τα ελληνικά πλοία, αυτό δεν αποτελεί εσκεμμένη κίνηση των Ρώσων υπέρ των Ελλήνων, αλλά απλά μία θετική συγκυρία. Εξάλλου, κατατοπιστικός σχετικά με τους Ρώσους και του θρύλου περί «Ξανθού Γένους», είναι ο Αδαμάντιος Κοραής στο έργο του.
Ο Κοραής θεωρεί ότι οι Έλληνες πρέπει να βασιστούν στην Γαλλία, στηριζόμενος στο Διαφωτισμό που έχει προηγηθεί αλλά και στη ρωσική κυριαρχία στα Επτάνησα, η οποία δεν βοήθησε σε τίποτα τους Επτανήσιους, και με ενδιαφέροντα επιχειρήματα εξισώνει τους Γάλλους με τους Αρχαίους Έλληνες.
Ο Κοραής γενικά προτείνει την υιοθέτηση του ονόματος Γραικός, για τον λόγο ότι οι Ευρωπαίοι αποκαλούσαν τους Έλληνες με αυτόν τον τρόπο. Ο ίδιος είχε ζήσει στη Γαλλία και θεωρούσε ότι η στροφή σ’ αυτήν είναι απαραίτητη γιατί, η αφύπνιση του Γένους έπρεπε να στηριχθεί στην παιδεία, άρα στο σχολείο της Ευρώπης τη Γαλλία.
Είναι αντίθετος με το αυτοκρατορικό μοντέλο και την ονομασία Ρωμιός, ενώ παράλληλα προτείνει το όνομα Έλληνας.
Τέλος, η ονομασία Έλληνες, υποστηρίζεται κυρίως από αυτούς που θεωρούν απαραίτητη τη σύνδεση με την αρχαιότητα. Έρχονται και αυτοί σε σύγκρουση με το αυτοκρατορικό μοντέλο και καταφεύγουν στην ευρωπαϊκή βοήθεια με κυριότερο αίτημα την ένταξή τους στο δυτικό κόσμο. Αποστρέφονται το Βυζάντιο το οποίο εξάλλου είχε καταδιώξει το αρχαιοελληνικό πνεύμα. Αυτή ήταν μια λανθάνουσα αντίληψη διότι την Ελληνική αρχαιότητα μετέφερε η Αυτοκρατορία στα απότερα χρόνια.!.
Η ονομασία αυτή συνδέεται με την γέννηση της εθνικής συνείδησης που ήταν αποτέλεσμα της έλευσης των Διαφωτιστικών ιδεών και της εθνικιστικής έξαρσης στην Ευρώπη. (Τότε εφευρέθηκε και η θεωρεία τής « Ινδοευρωπαϊκής» φυλής)
Κορμός αυτής της κίνησης ήταν η αναζήτηση της κοινής καταγωγής με τους Αρχαίους Έλληνες και της αναγωγής της αρχαιότητας σε καίριο κρίκο για την εθνική αφύπνιση και ολοκλήρωση. Είναι γεγονός ότι η σύνδεση με την αρχαιότητα έγινε σε πρώτο βαθμό με την εμφάνιση αρχαιοελληνικών ονομάτων στα παιδιά των Ελλήνων και στα πλοία τους.
Επίσης, η συμβολή του «Νεοελληνικού Διαφωτισμού» σ’ αυτήν την κατεύθυνση στάθηκε μεγάλη. Το κίνημα βοήθησε στη διάδοση των αρχαίων ιδεών με τη μελέτη τους ( τα βιβλία δηλαδή που μετέφερε η Αυτοκρατορία ) και στην προσπάθεια μορφοποίησης μιας ελληνικής γλώσσας καθαρής από τις ξένες επιρροές και κοντινής στην Αρχαία Ελληνική. Αν και οι απόψεις ποικίλουν μεταξύ των διαφωτιστών, αρχαϊστών και δημοτικιστών, χαρακτηριστική είναι η άποψη του πλέον μετριοπαθούς Διαφωτιστή, του Αδαμάντιου Κοραή, που πρότεινε τη μέση οδό και στη γλώσσα. Το σημαντικό στοιχείο είναι η τάση της απομάκρυνσης από τους συντηρητικούς κύκλους και η συνειδητοποίηση ότι για την απελευθέρωση είναι απαραίτητη η σύνδεση με τους προγόνους.
Χαρακτηριστική είναι η άποψη των Δημητριέων οι οποίοι προτείνουν την ονομασία Έλληνες εξηγώντας παράλληλα και την προέλευση των άλλων δύο ονομασιών, Ρωμιών και Γραικών. Οι Δημητρειείς ( Γρηγόριος Κωνσταντάς , Δανιήλ Φιλιππίδης...) μιλούν υποτιμητικά για το όνομα Ρωμιός, επειδή αυτό προέρχεται από τους Ρωμαίους που ήταν τύραννοι της Ελλάδας . (Κατά την λανθάνουσα άποψή τους) Τέλος είναι και η άποψη του Ρήγα ο οποίος, αν και αναθρεμμένος σε Φαναριώτικο περιβάλλον, μίλησε για Έλληνες και μία πολυεθνική Ελληνική Δημοκρατία στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Είναι προφανές ότι μεταξύ των δύο τελευταίων ονομασιών ενυπάρχει μία συγγένεια, ως προς τις επιδιώξεις τους. Οι υποστηρικτές των όρων αυτών είναι οι ριζοσπάστες, αυτοί που δεν αποδέχονται την Αυτοκρατορία και την «Ελέω Θεού» εξουσία. Είναι εκείνοι που ενστερνίστηκαν και αφομοίωσαν τα διδάγματα των καιρών και έστρεψαν τις ελπίδες τους στην Ευρώπη και τη Δύση. Εκείνοι που πρώτοι απαίτησαν πλήρη ανεξαρτητοποίηση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αντιμετώπισαν το Έθνος όχι σαν ποίμνιο, αλλά σαν έθνος που θέλει, και δικαιούται, να αποφασίζει για την τύχη του. ( Μετα-φεουδαρχικές απόψεις ορμώμενες από την Αθηναϊκή Δημοκρατία της αρχαιότητας) ,Συμπερασματικά, μέσα στις ιδεολογικές και πολιτικές ανακατατάξεις της περιόδου τίθενται θεμελιώδη ζητήματα για τον ελληνισμό.
Υποσημείωση 2
Είναι επαρκώς χαρτογραφημένος ο χώρος των ιδεών και απόψεων των Ελλήνων αυτής της εποχής που ήσαν σε θέση να διατυπώσουν τέτοιες ιδέες και απόψεις? και είναι σχετικά εύκολη η περιδιάβαση του ιστορικού των νεωτέρων χρόνων στον χώρο αυτό. Για τους πρώην «Ενωτικούς» και τους ιδεολογικούς επιγόνους των η Ευρώπη ήταν χώρος οικείος και οι Έλληνες στην Ευρώπη αυτήν μπορούσαν να προσβλέπουν για βοήθεια, τόσο πριν όσο και μετά την Άλωση, εναντίον των Τούρκων κατακτητών. «Τίνες Ρωμαίοις Ρωμαίων οικειότεροι σύμμαχοι;» κατά τον εξέχοντα Ενωτικό Δημήτριο Κυδώνη(2). Ανάλογες απόψεις διατύπωναν και άλλοι Ενωτικοί, όπως ο Βησσαρίων, ο Ιανός Λάσκαρις, ο Μάρκος Μουσούρος, ο Αρσένιος Αποστόλης, ο Ιωάννης Κωττούνιος και ο Αντώνιος Έπαρχος(3). Η «ευνομούμενη» Γερμανία του Χαλκοκονδύλη(4), η Φράντσα η «τιμιωτάτη και πολυφουμισμένη» του ποιητή του Θρήνου της αλούσης πόλεως(5), η θαυμαστή Φραγκία του Χρονικού του Γαλαξειδίου(6) ήσαν απόηχος των ίδιων απόψεων για την Ευρώπη.
Στους αιώνες που ακολούθησαν οι απόψεις αυτές για την «άλλη» Ευρώπη, την Εσπερία, όχι μόνο επιβίωσαν, αλλά ενισχύθηκαν για πολλούς λόγους. Η θεαματική οικονομική, πολιτιστική, πολιτική και στρατιωτική ανάπτυξη των χωρών της δυτικής Ευρώπης κάθε άλλο παρά αδιάφορους άφηνε τους Έλληνες τόσο της καθ’ ημάς Ανατολής όσο και της Διασποράς. Η Αναγέννηση και ο Διαφωτισμός, η Εμπορική Επανάσταση και η Βιομηχανική Επανάσταση που ακολούθησε επρόβαλαν τη θαυμαστή Εσπερία στην υπόδουλη ελληνική Ανατολή, ενώ η Γαλλική Επανάσταση επρόβαλε εφικτές λύσεις στο πολιτικό πρόβλημα των Ελλήνων. Επικριτής του θαυμασμού που έτρεφαν και εξεδήλωναν πολλοί Έλληνες την εποχή της Γαλλικής Επαναστάσεως έγραφε έναν αιώνα αργότερα ο Μανουήλ Γεδεών: «… η νέα γενεά του ελληνικού έθνους, οι συνήθεις χάσκακες, έχαινον ακούοντες την καινήν διδασκαλίαν, και προς αυτήν τον βίον ρυθμίζοντες, εζήτουν να ζώσιν ελεύθεροι των από της θρησκείας δεσμών, φυσικήν ζώντες ζωήν, φυσικόν νόμον ακούοντες, ή μη ακούοντες ουδένα? και δυστυχώς εγίνοντο περισσότεροι παρ’ ημέραν οι τοιούτοι, και τ’ αποτελέσματα επήλθον επιζημιώτατα εις τον βίον του ελληνικού έθνους, εκραγείσης μετ’ ολίγον της ελληνικής επαναστάσεως»(7).
Οι «συνήθεις χάσκακες» του «Μεγάλου Χαρτοφύλακος και Χρονογράφου της Μεγάλης Εκκλησίας» ήσαν άνδρες όπως ο Ρήγας Βελεστινλής, ο Αδαμάντιος Κοραής, οι Δημητριείς και άλλοι επιφανείς λόγιοι και θαυμαστές της Εσπερίας. Βέβαια, πολλές από τις απόψεις και τις θέσεις για την Ευρώπη αυτών και άλλων θαυμαστών της Ευρώπης, φαίνονται σήμερα μάλλον αφελείς. «Αλλ’ είναι φόβος», έγραφε ο Κοραής το 1798 στην Αδελφική Διδασκαλία του, σε απάντηση όσων έγραφε κατ’ εντολήν της Μεγάλης Εκκλησίας ο συγγραφέας της Διδασκαλίας Πατρικής εναντίον των υπερμάχων της ελευθερίας των λαών και της λαϊκής κυριαρχίας, «μήπως οι Ευρωπαίοι, αναγνόντες αυτό [το σύγγραμμα] κατά τύχην, συμπεράνωσιν, ότι τοιαύτα είναι όλων των Γραικών τα φρονήματα? ότι είμεθα όχι μόνο δούλοι, αλλά και φίλοι της δουλείας»(8). Ο ίδιος στο Άσμα Πολεμιστήριον των εν Αιγύπτω περι ελευθερίας μαχομένων Γραικών, το 1800, πίστευε πως «Γάλλοι και Γραικοί δεμένοι, / Με φιλίαν ενωμένοι, / Δεν είναι Γραικοί ή Γάλλοι, / Αλλ’ έν έθνος Γραικογάλλοι»(9). Οι Δημητριείς δεν έβλεπαν την ώρα «πότε θε να αρχίσουν και οι εδικοί μας να μιμηθούν εις την γλώσσα τους Εγγλέζους και τα λοιπά έθνη της Ευρώπης» και να την καλλιεργούν όπως και αυτοί»(10). Επιδίωξη όπως αυτή των μετριοπαθών Δημητριέων είχε την ακόλουθη κατάληξη στον Λόγιο Ερμή: ήταν χρήσιμο, υποστήριξε κάποιος ανακαινιστής της γλώσσας, φράσεις όπως «ayez la bonte» ή «j’ai l’honneur de», «σχεδόν κοιναί των πεπολιτισμένων εθνών της Ευρώπης», να μεταφρασθούν και να υιοθετηθούν και στην Ελληνική(11), όπως και υιοθετήθηκαν, άλλωστε. Επιστολογράφος του ίδιου περιοδικού, εξάλλου, ο Αλέξανδρος Βασιλείου, υποστήριζε την ίδια εποχή ότι οι Έλληνες θα έπρεπε να υιοθετήσουν την ονομασία «Γραικοί»: «τούτο [το όνομα]», όπως έλεγε, «ως οικείον ον, και σύνηθες εις όλην την Ευρώπην, και μηδεμίαν απαρέσκουσαν ιδέαν εισάγον, φαίνεται αποδεκτέον»(12). Αυτό άλλωστε είχε προτείνει και ο Ευγένιος Βούλγαρις και αυτό θα επρότεινε και ο Κοραής. Ο Ρήγας, τέλος, ο οποίος ούτε μορφώσεως εστερείτο ούτε γνώσεως των συνθηκών που επικρατούσαν στην καθ’ ημάς Ανατολή, εβάδισε τον δρόμο της ελευθερίας και του μαρτυρίου με οδηγό ένα ιακωβίνικο πολίτευμα για τη σύσταση της Ελληνικής Δημοκρατίας του στη Βαλκανική, την ώρα ακριβώς που η εθνική αφύπνιση των Ελλήνων και η επιδίωξή τους να συγκροτήσουν εθνικό ελληνικό κράτος διασπούσαν την ιστορική ενότητα των λαών της περιοχής.
Ήσαν, πράγματι, προϊόντα ενθουσιασμού παρά λογικής επεξεργασίας πολλές από τις απόψεις και τις θέσεις αυτών και άλλων θαυμαστών της Ευρώπης? όπως ήσαν και οι διάφορες εκκλήσεις προς τον Βοναπάρτη ή η πρόσκληση μιας γερόντισσας της Εύβοιας το 1803 προς τους Ευρωπαίους να σπεύσουν να ελευθερώσουν τους Έλληνες η οποία τόσο εξέπληξε ξένο περιηγητή(13). Δεν εστερούντο, εντούτοις, δυνατότητος λογικής επεξεργασίας των δεδομένων της εποχής αυτοί και άλλοι ομοϊδεάτες των? τουναντίον, όπως θα υποστηριχθεί σε λίγο, ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός των πρωτεργατών της Εθνικής Παλιγγενεσίας ήταν προϊόν τέτοιας λογικής αναλύσεως των διαθέσιμων στοιχείων της εποχής.
Και οι άλλοι; Οι ιδεολογικοί αντίπαλοι της Εσπερίας; Οι «Ανθενωτικοί» και οι επίγονοί τους; Τι είχε επιβιώσει από το «Κρειττότερόν εστιν ειδέναι εν μέσηι τηι πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν λατινικήν» του Παναγιώτη Νοταρά(14), ή την αναφορά του ιστορικού Κριτόβουλου, λίγο μετά την Άλωση, στον Σουλτάνο, τον «αυτοκράτορα των Ρωμαίων»(15); Είχαν επιβιώσει πολλά στοιχεία τόσο στην επίσημη στάση της Μεγάλης Εκκλησίας όσο και στη δημώδη ποίηση και στις λαϊκές δοξασίες(16). Απηχούσαν τη διαπίστωση του Πατριάρχη Γερμανού, τον 13ο αιώνα, με τις αναμνήσεις των ταπεινώσεων της Δ’ Σταυροφορίας νωπές ακόμη, ότι η Ανατολική Αυτοκρατορία ευρισκόταν μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης, εκτεινόμενη και στην Ευρώπη και στην Ασία(17) ή αυτήν του Αναστασίου Γορδίου τέσσερις αιώνες αργότερα: «… ευρισκόμεθα ημείς οι της ανατολικής εκκλησίας ορθόδοξοι, ωσάν να ήμεσθε ανάμεσα εις δύο μεγάλας συννεφιάς? και από το μέρος της μεσημβρίας και της ανατολής να ήνε ένα μεγάλο σύγνεφον, μαύρο και σκοτεινό, ωσάν το ψιλαφητόν σκότος εκείνο της Αιγύπτου, η παντελής ασέβεια του Μωάμεθ, όπου επερίλαβε και εσκέπασε τα τρία μερτικά της γης, και τα εζόφωσε τελείως με την εσχάτην ασέβειαν. Από δε το μέρος της δύσεως να ήνε άλλο μεγάλο σύγνεφον, να φθάνηι έως αυτόν τον αιθέρα εις το ύψος και εις το πλάτος, να σκεπάζηι όλην την δύσιν και το ήμισυ του βορείου κλίματος, σκοτεινόν και αυτό και ζοφώδες, έχον μέντοι και ολίγην διαύγειαν, πάνυ ομιχλώδη, πολύ το πλάνον εμφερομένην? αύτη εστίν η των Λατίνων δοκούσα και ονομαζομένη χριστιανωσύνη, εμπεπλησμένη δε ούσα πάσης αιρέσεως και καινοτομίας, σμίγμα ούσα πασών των πάλαι αιρέσεων … Και τέτοιας λογής αύται αι θανατηφόροι ασθένειαι, μία από το μέρος της ανατολής, και η άλλη από το μέρος της δύσεως, ωσάν δύο μεγάλα σκοτίδια, και συγνεφίαι ενάδιαι εκατασκέπασαν και εζόφωσαν σχεδόν όλην την οικουμένην…»(18).
Το «σκοτίδιον» της Ανατολής, ωστόσο, αυτό της «παντελούς ασεβείας», μολονότι αποκρουστικό στους Χριστιανούς υποδούλους, δεν φαινόταν στη Μεγάλη Εκκλησία τόσο ζοφώδες όσο το «σκοτίδιον» της Δύσεως, της «εμπεπλησμένης πάσης αιρέσεως και καινοτομίας». Ήταν η στάση αυτή αποτέλεσμα των παλαιών συγκρούσεων με την «πεπλανημένη», τη «σεσαλευμένη», την «αναίσχυντη» και «μεμολυσμένη» Εσπερία και των ταπεινώσεων από τους «αλαζόνες και αγέρωχους» Λατίνους(19)? ήταν όμως και προϊόν της πολιτικής της νομιμοφροσύνης στην κοσμική εξουσία, της υποταγής στον νόμιμο ηγεμόνα των Ελλήνων, τον Σουλτάνο, της αποδόσεως τωι καίσαρι τα του καίσαρος – του οποίου η βασιλεία επί των Ορθοδόξων είχε ορισθή από τον Κύτιο αφενός για να καθαρίσει τον περιούσιο λαό του από τον βόρβορο των αμαρτιών των Χριστιανών αυτοκρατόρων του και αφετέρου για να τον προφυλάξει από τους αιρετικούς Λατίνους, από τη «λατινική μιαρία». «Τριακοσίους χρόνους μετά την ανάστασιν του Χριστού», εδίδασκε ο Κοσμάς ο Αιτωλός, «μας έστειλεν ο Θεός τον άγιον Κωνσταντίνον και εστερέωσε βασίλειον Χριστιανικόν. Ύστερον το εσήκωσεν ο Θεός από τους Χριστιανούς και έφερεν τον Τούρκον και του το έδωσε δια το εδικόν μας καλόν και το έχει ο Τούρκος 320 χρόνους. Και διατί έφερεν ο Θεός τον Τούρκον και δεν έφερεν άλλο γένος; Δια το εδικόν μας συμφέρον, διότι τα άλλα έθνη θα μας έβλαπτον εις την πίστιν». Οι Ορθόδοξοι υπήκοοι του Σουλτάνου θα έπρεπε να υποτάσσονται στον μονάρχη τους, «μη συμπεριφερόμενοι διδαχαίς ξέναις», εδίδασκε και η Διδασκαλία Πατρική(20). «Φεύγετε όσον δύνασθε την Ευρώπην», εσυμβούλευε ο Αθανάσιος Πάριος το 1802, «και ακόμα και εκείνους όπου έρχονται από την Ευρώπην? ότι οι λόγοι τους ρέουσιν από τα χείλη τους γλυκύτεροι από το μέλι.
Μα αλλοίμονον αυτοί απαραλλάκτως είναι εκείνοι δια τους οποίους, ο προφήτης λέγει δαδ, ότι ουκ εστίν εν τωι στόματι αυτών αλήθεια η καρδιά αυτών ματαία». «Και δια τούτο πάλιν λέγω, και παραγγέλλω, με όλην την αδελφικήν αγάπην, μη δίδετε καμμίαν προσοχήν εις τα φαρμακερά και θανατηφόρα στόματα τούτων των Αντιχρίστων ότι κατά αλήθειαν αυτοί ολοφάνερα είναι Αντίχριστοι επειδή και με λόγους, και με έργα αντιφέρονται εις τη θεότητα του Ιησού Χριστού, και εις το Ιερόν του Ευαγγέλιον? και στοχασθήτε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, δίδοντας τον εαυτόν του τύπον και υπογραμμόν εις ημάς καλής υποταγής, υπετάχθη εις τους θεσμούς του καίσαρος, και υπεγράφθη δούλος ο Βασιλεύς των Βασιλευόντων, εις τον καιρόν της γεννήσεώς του? αυτοί διδάσκωσιν όλον το εναντίον τους ανθρώπους, αποστασίας και ελευθερίαν εις τους αυθέντας των? ο Χριστός μας προστάζει, λέγωντας, απόδοτε τα καίσαρος καίσαρι, και αυτοί και με λόγους, και με βιβλία, αρματώνουν τας δεξιάς των υπηκόων, να φονεύουν τους καίσαρας? και είναι τούτοι Χριστιανοί, δεν είναι? μάλιστα φανεροί Αντίχριστοι»(21). «Αυτοί εκεί» ήσαν, φυσικά, «οι άθεοι αιρετικοί του αθέου Βολταίρου» του οποίου τη σκέψη, όπως και αυτήν του Ρουσσώ, είχε καταδικάσει με εγκύκλιο του 1773 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Φώτιος(22). «Και εις την Πόλιν πολλοί νέοι άρχισαν να φωτισθούν, / από γάλλους αθεΐας λίμπερα να διδαχθούν», διαπίστωνε την ίδια εποχή ο Κωνσταντινουπολίτης Αλέξανδρος Κάλφογλου «Καταλύουν παρρησία, κρέας τρων αραδικώς, / Αδικία, ασελγεία, λέγουν, νόμος φυσικός. Λόγος του Ευαγγελίου και κανών είν’ οχληρός / εις εκείνους ‘πού φωτίζουν φλόγες γαλλικού πυρός»(23). ΕΚ ΤΟΥ :Του Ιωάννη Σ.Κολιόπουλου
Πανηγυρικός λόγος που εκφωνήθηκε στις 26.10.1998 στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
ΤΕΛΟΣ
~~~{}~~~
Υποσημειώσεις 4
- Yaunâ www.livius.org (αγγλικά).
- Achaemenid Royal Inscriptions: DNa www.livius.org (αγγλικά)
- The Cambridge Ancient History, IV, Persia, Greece and the Western Mediterranean, c.525-479 B.C, Cambridge University Press, 1988, σελ. 247. ISBN 0-521-22804-2.
- Achaemenid Royal Inscriptions: XPh ("Daiva inscription") www.livius.org (αγγλικά)
- Kaldellis Anthony, Hellenism in Byzantium: The Transformations of Greek Identity and the Reception of the Classical Tradition. Cambridge University Press, 31 Ιαν 2008. Διαθέσιμο στο books.google.gr με περιορισμούς.[1] . Αναφέρεται στο Malatras Christos (2010), υποσημ. 3)
- Christos Malatras, The making of an ethnic group: the Romaioi in the 12th -13th centuries. Δʹ Ευρωπαϊκό Συνέδριο Νεοελληνικών Σπουδών, Γρανάδα, 9-12 Σεπτεμβρίου 2010. Πρακτικά, Τόμ. Γ’, σ. 419-430.
- Vassilis Gounaris et Yannis Frangopoulos, "La quête de la nation grecque moderne et le « cas grec » comme un cas paradoxal de la construction du fait national contemporain", Socio-anthropologie, 23-24 (2009), παράγρ. 6.: "En réalité, la perception des grécophones au sujet des origines grecques anciennes n’avait pas cessé. Au contraire, les « Hellènes » ont systématiquement argumenté qu’ils étaient issus d’un genos distinct de l’œcuménisme grec orthodoxe, descendant eux en ligne direct des Grecs Anciens." Παραπέμπουν στο Δωρόθεος (Ψευδο-), Μητροπολίτης Μονεμβασίας, "Βιβλίον ιστορικόν περιέχον εν συνόψει διαφόρους και εξόχους ιστορίας", αρχική έκδοση Ενετίησιν, Παρ' Ιωάννη Αντωνίω τω Ιουλιανώ, 1631, σελ. 11 του φυλλομετρητή, επανέκδοση Βενετία, 1805.
- Gounaris & Frangopoulos, παρ. 6, παραπέμπουν στο K.Θ. Δημαράς, "Νεοελληνικός Διαφωτισμός", έκδοςη 1989, σ. 127-133.
Αναφορές
1. ^ Εκτός από τον Κατάλογο των Πλοίων του
2. ^ Όμηρος, "Ιλιάδα", ραψωδία Β, 681-685
3. ^ Antonis Hatzis, "Helle, Hellas, Hellene", pg.128-161, Athens, 1935
4. ^ Όμηρος, "Ιλιάδα", ραψωδία Π, 233-235
5. ^ Κλαύδιος Πτολεμαίος, "Γεωγραφικά", 3, 15
6. ^ Αριστοτέλης, "Μετεωρολογικά, Α, 352b"
7. ^ Παυσανίας, "Ελλάδος περιήγησης", 10, 7, 3
8. ^ Θουκυδίδης, "Ιστορίες", I, 132
9. ^ For example, King Alcon and King Tharypas of Mollosus, Alexander I and Archelaus of Macedonia
10. ^ Θουκυδίδης, "Ιστορίες", II, 68, 5 και III, 97, 5
11. ^ Θουκυδίδης, "Ιστορίες", II, 68, 9 και II, 80, 5 και I, 47, 3
12. ^ Θουκυδίδης, "Ιστορίες", II, 80, 5
13. ^ J. Juthner, "Hellenen and Barbaren", Leipzig, 1928, σ.4
14. ^ Oxford English Dictionary, 2nd Edition, 1989, "barbarous" (entry)
15. ^ Πολύβιος, "Ιστορία", 9, 38, 5 • επίσης Στράβων, "Γεωγραφικά", 7, 7, 4 • επίσης Ηρόδοτος, "Ιστορίες", βιβλίο Α, 56 και βιβλίο ΣΤ, 127 και βιβλίο Ζ, 43
16. ^ Ηρόδοτος, "Ιστορίες", βιβλίο Β, 158
17. ^ Αριστοφάνης, "Όρνιθες", 199
18. ^ Αριστοφάνης, "Νεφέλες", 492
19. ^ Διονύσιος Αλικαρνασσεύς, "Ρωμαϊκή Αρχαιολογία", 1, 89, 4
20. ^ Απόστολος Παύλος, "Προς Ρωμαίους επιστολή", 1, 14
21. ^ Ευριπίδης, "Ιφιγένεια εν Αυλίδι", 1400
22. ^ Αριστοτέλης, "Πολιτεία", I, 5
23. ^ Ισοκράτης, "Πανηγυρικός", 50
24. ^ Όμηρος, "Ιλιάδα", Β, 498
25. ^ Παυσανίας, "Βοιωτικά και Φωκαεικά, βιβλίο 5, σ. 136
26. ^ Αριστοτέλης, "Μετεωρολογικά, I, 352a"
27. ^ Απόστολος Παύλος, "Πράξεις των Αποστόλων", 13, 48 & 15, 3 & 7, 12
28. ^ Καινή Διαθήκη, "Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο", 7, 26
29. ^ Αριστείδης, "Απολογία"
30. ^ Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, "Στρωματείς", 6, 5, 41
31. ^ Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, "Κατά Ιουλιανού", 1, 88
32. ^ Σωκράτης, "Ecclesiastical History", 7, 14
33. ^ Λεξικό Σούδα, λήμμα τ (t)
34. ^ Προκόπιος, "Gothic war", 3, 1 & "Vandal war", 1, 21
35. ^ Lambru, "Palaeologeia and Peloponnesiaka", 3, 152
36. ^ Πάπας Ιννοκέντιος, "Decretalium", "Romanourm imperium in persona magnifici Caroli a Grecis transtuli in Germanos.",
37. ^ Epistola 86, of year 865, PL 119, 926
38. ^ Liutprand, "Antapodosis"
39. ^ Warren Treadgold, "History of the Byzantine State and Society", pp.136, 1997, Stanford
40. ^ Εδουάρδος Γίββων "Άνοδος και Πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας", Alexandre Rambeau, "L'empire Grecque au X'siecle"
41. ^ Ρωμαίος (Roman) remained a massively popular name for a Greek in Greece even after the foundation of the modern Greek state in 1829. Anastasius Eftaliotes, published his history of Greece series in 1901 under the title "History of Romanity", reflecting how well rooted Roman heritage was in Greeks, as late as the 20th century.
42. ^ Romanus III, "Towards the son of Romanus himself", σ.49
43. ^ Άννα Κομνηνή, "Αλεξιάς", πρόλογος 1
44. ^ Άννα Κομνηνή, "Αλεξιάς", 15, 7
45. ^ Espugnazione di Thessalonica, σ.32, Palermo 1961
46. ^ Νικήτας Χωνιάτης "The Sack of Constantinople", 9 ’¦Å, Bonn, σ.806
47. ^ Nicephorus Blemmydes, "Pertial narration", 1, 4
48. ^ Theodore Alanias, "PG 140, 414"
49. ^ Ιωάννης Βατατζής, "Unpublished Letters of Emperor John Vatatzes", Athens I, σ.369 - 378, (1872)
50. ^ Θεόδωρος Λάσκαρης, "Christian Theology", 7,7 & 8
51. ^ Nicephorus Gregoras, "Roman History"
52. ^ Ιωάννης Κατακουζηνός, "History", 4, 14
53. ^ Similar texts were composited by the scribes of the Kings in the north, e.g. of Russia, Poland, Lithuania...
54. ^ Πλήθων (Γεώργιος Γεμιστός), "Paleologeia and Peloponessiaka", σ.247
55. ^ Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, "History I", 6 ’¦Å’¦Å
56. ^ Γεώργιος Φραντζής, "Ιστορία", 3,6
57. ^ Ρήγας Φεραίος, "Θούριος", στίχος 45
58. ^ Μακρυγιάννης, "Απομνημονεύματα", βιβλίο 1, pp.117, Αθήνα, 1849
59. ^ Αδαμάντιος Κοραής, "Dialogue between two Greeks", pp.37, Venice, 1805
60. ^ Dionysius Pyrrhus, "Cheiragogy", Venice, 1810
61. ^ Hellenic Prefecture, pp. 191, Athens, 1948
62. ^ Ioannou Philemonus, "Essay", book 2, σ.79
63. ^ Ιωάννης Κακριδής, "Ancient Greeks and Greeks of 1821", Thessalonike, 1956
64. ^ Αμβρόσιος Φραντζής, "Επιτομή της ιστορίας της αναγεννηθείσας Ελλάδας", σ.398, Αθήνα, 1839
65. ^ Σπυρίδων Μαρκεζίνης, "Πολιτική Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας", τόμος A, σ.208, Αθήνα
Clifton R. Fox, "What, if anything, is a Byzantine?"
John S. Romanides, "Example of the science of the ethnic cleaning of Roman history."
John S. Romanides, "Introduction to Romanity, Romania, Roumeli."
Εξωτερικοί σύνδεσμοι (ελληνικά)
Οι Έλληνες του 1821 συνέχιζαν το Βυζάντιο / Ρωμανία και θεωρούσαν τους Ρωμηούς ως προγόνους τους. Το «Βυζάντιο» δεν υπήρξε ποτέ
Κωστής Παλαμάς και Ρωμηοσύνη, του Ιωάννη Σ. Ρωμανίδη
Τι είναι, αν είναι κάτι, ένας βυζαντινός; του Clifton R. Fox, Καθηγητή Ιστορίας στο Tomball College
Οι περιπέτειες των εθνικών ονομάτων των Ελλήνων.
Σημείωση
Η μόνη κρατική υπόσταση που μας ονομάζει HELLAS είναι αυτή της Νορβηγίας
Φωτογραφική επένδυση
ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ και ΆΛΛΑ ΑΡΧΕΊΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια: