Η Πηνελόπη και η θεά Αθηνά. Σκηνή από την ταινία MY.ST - Η τεχνολογία των Φαιάκων των Χρ. Πετρόπουλου - Γ. Λεκάκη.
Του συγγραφέα Γιώργου Λεκάκη
Το λῶπος (του λώπους / του λώπεος) / η λώπη[1] / η λωπία[2] / το λώπιον, είναι το υφασμάτινο[3] ή δερμάτινο ένδυμα, το ρούχο, το φόρεμα, ο χιτών, ο μανδύας, το περίβλημα, το όποιο υφασμάτινο ή δερμάτινο σκέπασμα / κάλυμμα, μας περιβάλλει… Αλλά και το κέλυφος, το όστρακο, το κογχύλι, τα οποία επίσης κάτι σκεπάζουν, περιβάλλουν. Αλλά λέπος / λόπος = το περικείμενον την σάρκα (> λίπος).
Η λέξις λώπος αναφέρεται για πρώτη φορά στον Όμηρο (συμβατικώς 8ος π.Χ. αιώνας) και χρησιμοποιείται ακόμη μέχρι σήμερα, από τους Έλληνες, εδώ και 2.900 χρόνια, κάθε φορά που λαός μας λέει πως… συνελήφθη ένας… λωποδύτης[4]… δηλ. ένας άνθρωπος που «έδυσε»[5] (έκανε «κατάδυση» > βουτιά > κοινώς… βούτα) στο ρούχο τους, δηλ. έβαλε το χέρι του στην τσέπη τους…
Είναι άλλα τα χαρακτηριστικά και η λεία του λωποδύτη, άλλα του κλεπτη, άλλα του ληστή. Η νεοελληνική δεν μπορεί να αποδώσει αυτήν την λεπτή διαφορά. Έτσι, ο λωποδύτης, είναι ένας ειδικός κλεφτης, ειδικός ληστής, ο «αποδύων το λώπος», απατουργός[6], χλούνης[7], αγύρτης, επαίτης, φιλοκερδής. Αλλά και αυτός που κλέβει / γδύνει νεκρούς, «λωποδυτῶν θάνατον αἱρεῖσθαι».
Γνωστοί αρχαίοι Αθηναίοι λωποδύτες, ο Μόλων[8], ο Ορέστης του Τιμοκράτη, που δρούσε την νύκτα, ληστεύοντας όσους έφευγαν από τα συμπόσια μεθυσμένοι[9] (αμφότεροι έδρασαν στον 5ο π.Χ. αιώνα) και ο Παταικίων[10], διαβόητος λωποδύτης, του οποίου το όνομα έγινε συνώνυμο του συκοφάντη και κλέφτη (έδρασε προ του 4ου π.Χ. αι.)…
Το δε κατ’ εξοχήν ζώο που στην καθημερινότητα του ανθρώπου το βλέπει να κλέβει, να λωποδυτεί, καλείται αλώπηξ (= αλεπού)[11]… > αλωπεκιζω = μιμούμαι την αλώπεκα, τον τρόπο που κλέβει, είμαι πανούργος…
Την λώπη / λόπη την ξέρουν όλοι οι Έλληνες: Αφού όλοι ξέρουν την Πηνελόπη (< Πηνελόπεια) την σύζυγο του Οδυσσέως. Ετυμολογείται από τις λέξεις πήνη[12] + λοπός / λώπος – δηλ. υφάντρια, που τυλίγει-ξετυλίγει / αναλύει / λύει το υφαντό, δηλ. «ράβε-ξήλωνε, δουλειά να μη σου λείπει»!.. Ή επειδή «πένεσθαι το λώπος» (= πονούσε / κοπίαζε υφαίνοντας)[13].
> Η λωποδυσία είναι η ενέργεια του λωποδύτη, η γρήγορη ληστεία, η κλοπή ρούχων («εν λουτροίς κλέπτοντες» - από λουόμενους ή ταξειδιώτες), η λεηλασία, η υφαίρεσις, η αφαίρεσις, το «σούφρωμα», αλλά και η λογοκλοπή[14].[15]
> Τι κάνει ο λωποδύτης όταν συλληφθεί και ερωτηθεί για την πράξη του; Λωπεύει, δηλ. ψεύδεται.[16] Μετά την σύλληψή του, γίνεται η «λωποδυσίου δίκη», δηλ. δίωξη, δίκη για λωποδυσία.[17]
> Το ρήμα είναι λωποδυτέω (λ.χ. τινα εσθήτα) = κλέπτω, αρπεδονίζω.[18] Σχετικά τα ρήματα λέπω > λωπίζω[19] / λοπίζω, απολωπίζω, εκλωπίζω[20], περιλωπίζω = αποκαλύπτομαι, απεκδύομαι, γδύνομαι - «ἐκ δ’ ἐλώπισεν πλευράν».[21]
> Λωπιστός (-όν), είναι αυτός που φορά μπαλωμένο ρούχο / μανδύα.[22]
> Τέλος, και η αγορά των ιματίων, λέγεται λώπη.[23]
«δίπτυχον ἀμφ’ ὤμοισιν ἔχουσ’ εὐεργέα λώπην»
Το λώπος[24] αναφέρεται 66 φορές στο σώμα της ελληνικής γραμματείας…
Σχετικό με το λέπι / λέπυρο, που επίσης περιβάλλει (τα ψάρια – έλλοποι ιχθύες), η φολίδα (> φλοίδα, φλούδα)…
Η ελληνική λέξη λώπος / λώπη γέννησε άλλες παρόμοιες λέξεις, στις ξένες γλώσσες-παιδιά της ελληνικής: Λώπα > lopi (Χαβάη!), αλλά και lumpen (λούμπεν) τα κουρέλια φορεμάτων. Και με την γνωστή μας συνήθη αλλαγή του λ σε ρ > ropa (ισπ.), roba (ιταλ.), robe (γαλλ.), ropa, derober (= κλέπτω), rubare, robar, rob, robery, κλπ. – και νάσου ο γνωστός μας… παιδικός μας κλέφτης Ρόμπιν Χουντ (Robin Hood – Ρομπέν των Δασών) - αλλά και το γερμανικό Raup = η αρπαγή, το λαϊκό ρεμούλα, κ.ά.
Κλείνοντας ας υπενθυμίσω ότι και η λέξις ρόβα (= ένδυμα) είναι αυτούσια αρχαία ελληνικη και αναφέρεται σε επιγραφή![25]
Τέλος, επειδή η κλοπή ομοιάζει με την… κλωπή, Κλωπίδες, έλεγαν σκωπτικώς τους Κρωπίδες, κατοίκους του δήμου Κρωπιδών της Κρωπίας / Κρωπιάδος, της Λεοντίδος φυλής της αρχαίας Αττικής – νυν περιοχής Άνω Λιοσίων-Φυλής…
> κλωπεία / κλοπεία (κλεψιά),
> κλωπάομαι / κλωπεύω (κλέπτω),
> κλωπήιος (κλοπιμαίος),
> κλωπικός / κλώπιμος (ο ανήκων σε κλέπτη), αλλά και κλώδις = ο κλέπτης.
> κλωποπάτωρ ο έχων πατέρα κλέπτη ή κρυφό (άγνωστο)!
> κλωψ (< μέλλ. κλέψω, κλεψύδρα, κλπ.) = κλέπτης, ληστής. Αλλά και ο όφις.
Και ένα καινούργιο ταξείδι ανοίγεται μπροστά μας…
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] ν 224.
[2] EM571.1 s.v.
[3] Λώμα = ύφασμα – βλ. Ηρωδ.
[4] S. Epigr.4, IG12.44.5, Antipho 5.9, Cratin. 206, Ar. Av.497, Ra.772, Lys. 10.10, Phld. Rh. 2.144 S., etc., D. 4.47, AP11.130 (Poll.), cf. Arr. Epict. 2.19.28.
[5] Το ίδιο κάνει και ο τρωγλοδύτης: Εισβάλλει στις τρώγλες…, ο αγιογδύτης, κλπ.
[6] Ησυχ.
[7] Διότι συνήθως είναι «εν τη χλόη ευναζόμενος»…
[8] Σχόλ. Αριστοφ. Βάτρ. 55, ΣΟΥΔΑΣ.
[9] Αριοτοφ. Αχαρ. 1166-1167 και Όρν. 712, 1491 και Σχόλ. Όρν. 1487-1490.
[10] Αισχίν. 3.189, Πλούτ. Ηθ. 21F, Αρποκρ., ΣΟΥΔΑΣ και Ετυμ. Μ.
[11] Εκ της ελληνικής και οι ξένες λέξεις για την αλεπού: λατ. wulpes, lopacas, λιθ. lape, κλπ.
[12] Νήμα υφαδίου περιτυλιγμένο σε καλάμι (μασούρι) > πηνίον (άτρακτος, αδράχτι) > όπως και ο Πηνειός ποταμός, αλλά και το πανίον / πανί (ύφασμα που αναλύεται / διπλώνεται / ξεδιπλώνεται, τυλίγεται, ξετυλίγεται).
[13] Σχόλ. Οδ. δ' 797, Ευστ. Σχόλ. Οδ. τόμ. 1 σελ. 65, Σχόλ. Πίνδ. Ολ. 9.79d, Τζέτζ. Σχόλ. Λυκόφρ. Αλεξ. 792.
[14] λ. Ὅμηρον AP11.130 (Poll.).
[15] J. BJ4.3.4 (pl.), Gloss. Ar. Ec. 565,Pl. 165, Diph. 32.14, LXX IEs.4.24: c. acc. pers., Ar. Ra.1075, D. 9.22.
[16] Βλ. Ησύχ.
[17] Αναφέρονται αρχαίες δίκες και γραφές (μηνύσεις, αγωγές) για τα εξής αρχαία αδικήματα του Κλέπτη, τοιχωρύχου, βαλαντιοτόμου, τυμβωρύχου, μοιχού, ανδροφόνου, λωποδύτη, ιερόσυλου, προδότη, ρίψασπι. – βλ. Hermog. Id.2.6. Πώλος «Ονομ.» 6.151.2.
[18] Pl. R.575b, X. Mem. 1.2.62, Arist. Pol. 1267a4, Luc. Bis Acc. 34, Philostr. VA 8.7. Ησύχ.
[19] καλύπτω, περιτυλίσοω.
[20] εκ + λώπος: απογυμνώνω, εκδύω, ξεσκεπάζω.
[21] Ησυχ., ΣΟΥΔΑΣ., S. Tr.925.
[22] Com. Adesp.78.
[23] Arist. Metaph. 1006b26, Top. 103a10, IG42(1).122.127 (Epid.), AP6.245 (Diod.), Ησύχ.
[24] Od. 13.224, cf. Theoc. 25.254, A.R.2.32, Alc. Supp.18.2 (dub.), Hippon. 3, Anacr. 80, Herod. 8.36, Theoc. 14.66, Ps.-Luc. Philopatr.22.
[25] «ράπτης ροβών» στο Monumenta Asiae Min. Antica, Carder, Λονδίνο, 1933 – «ΜΑΜΑ» 3.58 1 Κώρυκος).
Πηγή: TLG. L. και Sc. Γ. Λεκάκης «Ταξείδια με λέξεις». Μέγα Ετυμ. Λεξ. Σταματάκου. arxeion-politismou
Δεν υπάρχουν σχόλια: