Στους ανατολικούς πρόποδες του Υφάντειου λόφου (ανατολική άκρη του Ακόντιου όρους) και στο δυτικό άκρο του σημερινού Ορχομενού βρίσκεται ένα από τα πιο έξοχα και εντυπωσιακά μνημεία των Μινυών. Υπολογίζεται ότι χτίστηκε κατά τη 2η χιλιετηρίδα π.Χ.
Οι ανασκαφές αυτές έφεραν στο φως νεολιθικούς συνοικισμούς με κυκλικά και τετράγωνα θεμέλια σπιτιών, τάφους 3000 χρόνων π.Χ., ανάκτορα ή Ασκληπιείο μυκηναϊκής εποχής και άλλα που είναι δείγματα ότι ο τόπος κατοικήθηκε χωρίς χρονικά κενά από τη νεολιθική εποχή (7 χιλιάδες χρόνια π.Χ.). Κατασκευαστές του τάφου φέρονται οι Τροφώνιος και Αγαμήδης, γιοί του βασιλιά του Ορχομενού Εργίνου.
Ο Παυσανίας χαρακτηρίζει το μνημείο "θησαυρό", αλλά κατά τον αρχαιολόγο Χ. Τσούντα, είναι τάφος. Κατά τον Παπαρρηγόπουλο όμως δεν αποκλείεται να χτίστηκε αρχικά για τάφος, κι ύστερα, λόγω ιερότητας και κύρους του χώρου, να χρησιμοποιήθηκε και για τη φύλαξη θησαυρών.
Ανεξάρτητα από το σκοπό για τον οποίο είχε κατασκευαστεί το μνημείο, πρόκειται για έργο εύγλωττο μάρτυρα της δόξας και του μεγαλείου των Μινυών και όπως γράφει ο Παυσανίας "ο θησαυρός του Μινύα, σωστό θαύμα, δεν υστερεί από κανένα άλλο πράγμα απ' όσα είναι μέσα ή έξω από την Ελλάδα".
Ο τάφος ήταν άθικτος στα χρόνια του Παυσανία (160 μ.Χ.) αλλά όταν ανασκάφηκε από τον Σλήμαν δεν είχε γλυτώσει από τους τυμβωρύχους και γι' αυτό δεν βρέθηκαν αντικείμενα χάλκινα ή ασημένια ή χρυσά όπως σε άλλους θολωτούς Μινυακούς τάφους.
Ο τάφος είναι μαρμάρινος και αποτελείται από τέσσερα μέρη, το δρόμο (μία τάφρο), το στόμιο (είσοδος), τη θόλο (πελώριο κυκλικό οικοδόμημα με κωνική στέγη), και το θάλαμο (ορθογώνιο πλευρικό μικρό δωμάτιο).
Η είσοδος είναι μεγαλοπρεπής και επιβλητική. Η πόρτα της μεγάλης αίθουσας, πλάτους 2,76 μέτρων και ύψους 5,60 μέτρων, σκεπάζεται με ένα τεράστιο υπέρθυρο ογκόλιθο 6 μέτρα μήκος και βάρους άνω των 120 τόνων.
Η θόλος, που είναι το σημαντικότερο από τα τέσσερα μέρη, είναι μια τεράστια κυκλική αίθουσα και έχει διάμετρο δαπέδου 14 μέτρα και τοιχώματα από πελεκημένα μάρμαρα ισοδομικά τοποθετημένα έτσι ώστε να σχηματίζουν δακτυλίδια. Τα δακτυλίδια αυτά όσο ανεβαίνουν γίνονται διαρκώς μικρότερα, ώσπου κλείνουν την κορυφή και σχηματίζουν έτσι μια θολωτή κυψέλη.
Το εσωτερικό του τάφου πρέπει να είχε διακόσμηση με χάλκινα και χρυσά κοσμήματα και χαλκοστρωμένο το δάπεδό του, πράγμα που βεβαιώνεται από τις υποδοχές στους τοίχους κι από ένα απομεινάρι πλάκας χαλκού σφηνωμένο ανάμεσα στο δάπεδο και τον τοίχο αριστερά της εισόδου. Στη θόλο γίνονταν οι θυσίες και οι νεκρικές τελετές.
Στο κέντρο της θόλου σώζεται μαρμάρινο βάθρο μήκους 5,73 μ., που προστέθηκε κατά την ελληνιστική εποχή και επάνω του ήταν στημένα αγάλματα των θεών.
Η οροφή του θαλάμου είναι καλυμμένη με πρασινωπές λεπτές λίθινες τετράγωνες πλάκες, σκαλισμένες με ανθέμια, ρόδακες και σπειροειδή κοσμήματα. Αποκαταστάθηκε το 1914 από τον αρχιτέκτονα-αρχαιολόγο Αναστάσιο Ορλάντο. Από απομεινάρια που βρέθηκαν, φαίνεται πως και οι τέσσερις κατακόρυφοι τοίχοι του θαλάμου, ήταν καλυμμένοι με παρόμοιες πλάκες που έφεραν περίτεχνη και πλούσια διακόσμηση. Δεν είναι γνωστό σε τι χρησίμευε το πλευρικό δωμάτιο. Ίσως ήταν οστεοφυλάκιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια: