Ποιοι ήθελαν τον Καραϊσκάκη νεκρό; - Τα τελευταία λόγια του – Ο ύποπτος ρόλος των Τσορτς και Κόχραν – Η καταστροφική μάχη του Ανάλατου
Ένα από τα σκοτεινότερα και τραγικότερα γεγονότα της Επανάστασης του 1821 είναι αναμφίβολα ο -τουλάχιστον περίεργος και ανεξήγητος κατά πολλούς – θάνατος του Γεώργιου Καραϊσκάκη, του θρυλικού «γιου της καλόγριας».
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΡΙΝ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ
Η πτώση του Μεσολογγίου (Απρίλιος 1826) αποτέλεσε μεγάλο πλήγμα για την Επανάσταση στη Δυτική Στερεά. Ο Κιουταχής, αρχηγός των τουρκικών δυνάμεων, στις αρχές Αυγούστου 1826 κατέλαβε την Αθήνα, η φρουρά της οποίας αποσύρθηκε στην Ακρόπολη. Στις κρίσιμες αυτές στιγμές, η ελληνική κυβέρνηση αναγόρευσε τον Γ. Καραϊσκάκη γενικό αρχηγό της Στερεάς Ελλάδας. Με απανωτές νίκες, ο μεγάλος Ρουμελιώτης οπλαρχηγός περιόρισε τους Τούρκους στη Βόνιτσα, τη Ναύπακτο και το Μεσολόγγι.
Στην Αττική όμως, τα πράγματα ήταν άσχημα. Ο Κιουταχής επέμενε να καταλάβει την Ακρόπολη, η φρουρά της οποίας, λόγω των συνεχών βομβαρδισμών και των επιδημικών ασθενειών, βρισκόταν σε δυσχερή θέση.
Η κυβέρνηση, θεωρώντας ότι μόνο ο Καραϊσκάκης μπορούσε να αναστρέψει την κατάσταση, του έδωσε εντολή να μεταβεί στην Αττική. Ο Καραϊσκάκης, αφού άφησε φρουρές στη Ρούμελη, έφτασε στην Ελευσίνα στις 28/2/1827, προερχόμενος από το Δίστομο. Είχε μαζί του 1.000 – 1.500 «νηστικούς και ανυπόδητους πολεμιστές» (Νίκος Γιαννόπουλος : 1821 – ΟΙ Μάχες των Ελλήνων για την Ελευθερία).
Σύντομα, όμως, οι άνδρες του ενισχύθηκαν σημαντικά. Παράλληλα, η δράση του ατμόπλοιου «Καρτερία», του Φραγκίσκου Άστιγξ, οι αποστολές χρημάτων κι εφοδίων από τους φιλελληνικούς κύκλους Ευρώπης και Η.Π.Α. και η άφιξη πολλών φιλελλήνων, τόνωσαν το ηθικό των Ελλήνων.
Στην Ελευσίνα συγκεντρώθηκαν περίπου 1.500 άνδρες από τη νότια Ελλάδα, ενώ οι υπόλοιποι προέρχονταν από Μικρά Ασία, Θράκη, Μακεδονία, Ήπειρο, Κρήτη και Επτάνησα. Μόνο ένας οπλαρχηγός του διαμετρήματος του Καραϊσκάκη μπορούσε να επιβάλει πειθαρχία στο στράτευμα αυτό, κάτι που έγινε.
Στη μάχη του Κερατσινίου (4/3/1827), οι Τούρκοι έπαθαν πανωλεθρία. Είχαν 300 νεκρούς και 500 τραυματίες, ενώ οι Έλληνες μόνο 3 νεκρούς και γύρω στους 25 τραυματίες.
Στις 21 Μαρτίου έγινε μία αμφίρροπη μάχη στο Δαφνί, στην οποία σκοτώθηκαν, μεταξύ άλλων, ο Σουλιώτης Β. Δαγκλής και τρεις υπασπιστές του Γενναίου Κολοκοτρώνη. Στη μάχη αυτή διακρίθηκε ο Βούλγαρος Καραγεώργης, που εξόντωσε μόνος του πολλούς ιππείς.
Εν τω μεταξύ, από τις αρχές Μαρτίου βρίσκονταν στην Ελλάδα οι Βρετανοί Τσορτς και Κόχραν, μετά από πρόσκληση της κυβέρνησης και ανέλαβαν ο πρώτος αρχιστράτηγος και ο δεύτερος «πρώτος Στόλαρχος πασών των Ναυτικών Δυνάμεων της Ελλάδος». Ο Καραϊσκάκης, αν και αυτό μάλλον δεν ήταν αναμενόμενο λόγω του εκρηκτικού χαρακτήρα του, δέχθηκε τους διορισμούς αυτούς.
Οι Βρετανοί έγιναν δεκτοί με ενθουσιασμό. Έφεραν μαζί τους 20.000 λίρες ως βοήθεια και κατάφεραν να κατασιγάσουν τα οξυμένα κομματικά πάθη. Ο μεν Τσορτς, παλιός γνώριμος και φίλος πολλών αγωνιστών του ’21 (από τα ελληνικά τάγματα της Επτανήσου, που είχε οργανώσει το 1814), είχε καλές προθέσεις, αλλά δεν είχε τη στόφα ηγέτη που εμπνέει. Ο Φίνλεϊ γράφει ότι «ξεσήκωσε οργή και δυσαρέσκεια». Ο Κόχραν, από την άλλη, με περγαμηνές από τους αγώνες για ανεξαρτησία λατινοαμερικάνικων χωρών, ήταν παρορμητικός αλλά ακατάλληλος για τις κρίσιμες αυτές περιστάσεις.
Στις 6 Απριλίου έφτασαν στη Σαλαμίνα και την επόμενη μέρα, συναντήθηκαν μα τον Καραϊσκάκη στο Κερατσίνι, όπου είχε μεταφέρει το στρατόπεδό του. Πρότειναν γενική επίθεση κατά του Κιουταχή και ελευθέρωση των πολιορκημένων στην Ακρόπολη. Ο Καραϊσκάκης αντέδρασε και αντιπρότεινε να ενταθεί ο αποκλεισμός των δυνάμεων του Κιουταχή από ξηρά και θάλασσα. Οι Βρετανοί επέμειναν στο σχέδιό τους, ο Καραϊσκάκης πικράθηκε, αλλά η αγάπη του για την πατρίδα υπερίσχυσε. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Τσορτς σκεφτόταν να σταλούν στρατεύματα και πλοία στα παράλια της Αλβανίας (!), για να αναγκάσει έτσι τους Αλβανούς που συμμετείχαν στην πολιορκία της Ακρόπολης, να επιστρέψουν στην πατρίδα τους προκειμένου να την υπερασπιστούν. Ο δε Κόχραν, όταν ορκίστηκε μπροστά στους πληρεξούσιους της Τροιζήνας, έδωσε προκήρυξη σύμφωνα με την οποία «θα ανορθωνόταν πάλι η βυζαντινή αυτοκρατορία και ότι η ελληνική σημαία θα υψωνόταν στην Αγιά Σοφιά» (!)
Ερχόμενος στην Αθήνα, μοιράζοντας χρήματα και εφόδια, κατάφερε να συγκεντρώσει στρατό από 10.000 άνδρες (πραγματικά εντυπωσιακό αριθμό). Ανάμεσά τους ήταν 1.000 Υδραίοι και Σπετσιώτες που τέθηκαν υπό τις διαταγές του ανιψιού του Κόχραν ταγματάρχη Έρκχαρτ, 200 Κρητικοί πρεορχόμενοι από τη Νάξο, τους οποίους στρατολόγησε ο Καλλέργης, 2.500 Πελοποννήσιοι, υπό τους Γενναίο Κολοκοτρώνη και Χρύσανθο Σισίνη κ.α. Υπήρχαν επίσης 26 Φιλέλληνες, ενώ τις ίλες ιππικού διοικούσαν ο Ηπειρώτης (από το Δελβινάκι Πωγωνίου) Χατζημιχάλης Νταλιάνης (1775-1828), γνωστός από τους περίφημους Δροσουλίτες της Κρήτης και ο Πορτογάλος Αντόνιο Φιγκέιρα Αλμέιντα (1781-1847), ο οποίος παρέμεινε στη χώρα μας και μετά την Επανάσταση και το 1839 παντρεύτηκε την ανιψιά του Α. Μαυροκορδάτου, Ζωή.
Ο Κόχραν, συνεχίζοντας τις μεγαλοστομίες, έβγαλε λόγο στους Έλληνες (μέσω διερμηνέα βέβαια) και, σε μία κίνηση εντυπωσιασμού, έμπηξε στο έδαφος μια ελληνική σημαία λέγοντας : «Στρατιώτες, όποιος από σας στήσει πάνω στην Ακρόπολη αυτή τη σημαία, θα βραβευτεί με 1.000 δίστηλα και το σώμα που θα συνοδεύει το σημαιοφόρο με 10.000 δίστηλα» (Τα δίστηλα ήταν νομίσματα, γνωστά και ως κολονάτα και είχαν αξία 6 δραχμών το καθένα).
Μια σημαντική επιτυχία τις επόμενες ημέρες προκάλεσε ενθουσιασμό στις τάξεις των Ελλήνων. Ο Καραϊσκάκης στόχευε στην κατάληψη της μονής του Αγίου Σπυρίδωνα στον Πειραιά, για να ενωθούν τα στρατόπεδα του Κερατσινίου και της Καστέλλας – που είχε εν τω μεταξύ δημιουργηθεί- και να αποκλειστεί ο Κιουταχής. Στις 13 Απριλίου, ελληνικές δυνάμεις με την παρουσία του παρορμητικού Κόχραν (η ιδιοσυγκρασία του οποίου παραπέμπει μάλλον σε Νοτιοευρωπαίο και όχι σε ψυχρό Βρετανό...) κατέλαβαν 9 οχυρώματα των Τούρκων, προκαλώντας βαριές απώλειες στους εχθρούς. Ο Κόχραν πρότεινε, συνεπαρμένος, γενική επίθεση εναντίον της Ακρόπολης την επόμενη ημέρα! Ευτυχώς, η πρότασή του δεν εισακούστηκε. Στις 14 Απριλίου οι ελληνικές δυνάμεις ήρθαν πιο κοντά στη μονή του Αγίου Σπυρίδωνα, της οποίας η φρουρά είχε περιοριστεί σε 300 άνδρες, ενώ η φρεγάτα «Ελλάς» του Κόχραν, μεταφέρθηκε στον Πειραιά. 800 κανονιές ρίχτηκαν προς το μοναστήρι, οι υπερασπιστές του οποίου αμύνονταν γενναία. Στη διάρκεια μιας ανακωχής, 30 χριστιανοί από τη Χιμάρα έφυγαν από το μοναστήρι και αυτομόλησαν στο ελληνικό στρατόπεδο. Όμως η φρουρά της μονής, με δύο αποτρόπαιες ενέργειες, προκάλεσε οργή στους Έλληνες.
Σκότωσαν τον απεσταλμένο του Έρκχαρτ, ο οποίος με λευκή σημαία μετέφερε προτάσεις συμβιβασμού και πυροβόλησαν τον γραμματέα του Κόχραν, ταγματάρχη Ούρκουαρτ. Έξαλλος ο Βρετανός, απαιτούσε άμεση έφοδο εναντίον της μονής. Επειδή όμως δεν εισακούστηκε, άρχισε να βρίζει και να κατηγορεί τους στρατιώτες ως άνανδρους. Ο Καραϊσκάκης, στρεφόμενος στους άλλους οπλαρχηγούς, είπε : « Βλέπω ότι κακά θα τα πάμε με τούτους τους Φράγκους, φοβούμαι πως θα μας χάσουν με την αβασταγιά (ανυπομονησία) τους αλλά θα πρέπει να τους οικονομήσωμεν (να προσπαθήσουμε να τους λογικέψουμε)».
Την επόμενη μέρα, μετά από νέους κανονιοβολισμούς από τη φρεγάτα, οι Τουρκαλβανοί στον Άγιο Σπυρίδωνα, ζήτησαν ανακωχή. Επικεφαλής της επιχείρησης ανέλαβε ο Τσορτς, που ήξερε καλύτερα τη νοοτροπία των Ελλήνων και ήταν πιο μετριοπαθής. Έτσι, έδωσε άδεια στον Καραϊσκάκη να διαπραγματευτεί τον συμβιβασμό. Αυτός επιτεύχθηκε και στις 16 Απριλίου οι υπερασπιστές της μονής συνθηκολόγησαν με τον όρο να φύγουν ανενόχλητοι υπό την προστασία του Καραϊσκάκη και Σουλιωτών, με τους οποίους οι Αλβανοί γνωρίζονταν από παλιούς, κοινούς αγώνες.
Η μη εύρεση λαφύρων όμως από τους Έλληνες, οδήγησε σε νέα μάχη, κατά την οποία σκοτώθηκαν οι περισσότεροι Τουρκαλβανοί αλλά και πολλοί Έλληνες.
Λόγω της βδελυρής αυτής ενέργειας, ο Καραϊσκάκης αρρώστησε, ο Τσορτς, ο Κόχραν, ο Γκόρντον και άλλοι φιλέλληνες παραιτήθηκαν, έγιναν ανακρίσεις και τελικά φυλακίστηκε ο εντελώς αθώος Ιωάννης Νοταράς, καθώς κάποιοι στρατιώτες του θεωρήθηκε ότι υποκίνησαν τους άλλους. Ο Κόχραν αρνιόταν οποιαδήποτε ευθύνη των στρατιωτών του, τους οποίους, κυρίως τους νησιώτες, διέφθειρε μοιράζοντας χρήμαρα, ενώ ο Τσορτς, φοβούμενος ανάλογα γενονότα στο μέλλον, ήθελε να προφυλάξει την υπόληψή του.
Τελικά, μετά από παρέμβαση της κυβέρνησης και μπροστά στον στόχο, που φάνταζε εφικτός και ήταν η κατάληψη της Ακρόπολης, επικράτησε ομοψυχία και διάθεση για συνεννόηση.
Στις 17 Απριλίου, σε συνάντηση των Ελλήνων οπλαρχηγών και των Βρετανών, επικράτησε τελικά η άποψη των δεύτερων για κατά μέτωπο επίθεση προς την Ακρόπολη, παρά την αντίθετη άποψη του Καραϊσκάκη.
«Αλλά ποιος ήκουεν την γνώμην του Καραϊσκάκη, όπου ο Κόχραν επέμεινεν εμπρός, ειδέ φεύγει», έγραφε χαρακτηριστικά ο Γενναίος Κολοκοτρώνης.
Ο Καραϊσκάκης σκέφθηκε να ανοίξει διάδρομο από τη Γαργαρέτα (συνοικία του Κουκακίου) για την Ακρόπολη, πλευροκοπώντας την κύρια τουρκική δύναμη του λόφου του Φιλοπάππου, χτυπώντας την από δύο πλευρές. Για να επιτευχθεί όμως αυτό, έπρεπε να γίνει νυχτερινή απόβαση στους Τρεις Πύργους (Φαληρικό Δέλτα). Από εκεί και μέχρι τον Ανάλατο (σειρά γηλόφων ΝΑ του σημερινού Αγίου Σώστη προς τη Νέα Σμύρνη), έπρεπε να δημιουργηθεί σειρά οχυρωμάτων (ταμπουριών). Όπως έλεγε ο γνώστης των πραγμάτων Παπατσώνης, «οι Έλληνες εκλείνοντο εις ταμπούρια και τότε επολεμούσαν καλώς». Η επιχείρηση ορίστηκε για το βράδυ της 22ας προς 23η Απριλίου. Θα την ενίσχυαν από τη θάλασσα όλα τα πλοία, ενώ ο Κόχραν και ο Τσορτς θα παρακολουθούσαν την εξέλιξή της από τη φρεγάτα «Ελλάς».
Ο Καραϊσκάκης είχε δώσει εντολή στις 22 Απριλίου «τα στρατεύματα να μη πυροβολήσωσι αλλά να ησυχάσωσι δι’ όλης της ημέρας», προκειμένου να είναι έτοιμοι για τη νυχτερινή επίθεση, ενώ ο Κόχραν είπε : «Θα γευματίσουμε λοιπόν στις 23 στην Ακρόπολη».
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ
Το μεσημέρι όμως της 22ας Απριλίου, κάποιοι Έλληνες άρχισαν να ακροβολίζονται κατά μήκος της τουρκικής γραμμής στο Νέο Φάληρο. Παρά την προσπάθεια μερικών οπλαρχηγών, μεταξύ των οποίων κι ο Νικηταράς, να δώσουν τέλος στη συμπλοκή, ακολούθησε μάχη «ης ήρξαντο ανωφελώς μέθυσοι τινές Κρήτες και Υδραίοι εν τη εκβολή του Ιλισού», όπως γράφει ο Γκούσταβ Φρίντριχ Χέρτσβεργκ στην «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως». Λέγεται ότι το κρασί με το οποίο μέθυσαν, τους είχε σταλεί από τον Τσορτς και τον Κόχραν!
Ο Καραϊσκάκης, που ήταν φιλάσθενος, κοιμόταν όταν άρχισε η μάχη. Ξύπνησε από τους πυροβολισμούς και τον θόρυβο, ανέβηκε στο άλογό του κι έτρεξε στο πεδίο της μάχης, συνοδευόμενος από πολλούς έφιππους αξιωματικούς και το άτακτο ιππικό. Πηγαινοερχόταν σε διάφορα σημεία και μετά από 3 ώρες περίπου η κατάσταση έδειχνε να ομαλοποιείται. Το ισχυρότερο από τα οχυρώματα των Τούρκων ήταν μια μάντρα σε πεδινό έδαφος. Καθώς ο Καραϊσκάκης πήγαινε προς τη μάντρα, δέχτηκε μια σφαίρα στο υπογάστριο. Αν και κατάλαβε ότι η πληγή του ήταν σοβαρή, συνέχισε έφιππος να «μαζεύει» τους στρατιώτες και τελικά γύρισε στη σκηνή του.
Εκείνη τη μέρα, το ελληνικό ιππικό αντιμετώπισε με επιτυχία μια εχθρική ίλη που συνάντησε. Στη σύγκρουση αυτή σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν 17 Έλληνες. Μεταξύ των πληγωμένων ήταν ο Νικηταράς και ο Άγγλος Χουίτκομ. Ο υπασπιστής του Χατζημιχάλη Νταλιάνη, Παναγιώτης Χρυσανθόπουλος ή Κακλαμάνος, έχασε το δεξί του χέρι.
Επιστρέφουμε όμως στον βαριά λαβωμένο Καραϊσκάκη. Όταν έφτασε στη σκηνή, οι στρατιώτες τον κατέβασαν από το άλογο και τον μετέφεραν στον γιατρό, που διαπίστωσε ότι είχε τραυματιστεί θανάσιμα στη βουβωνική χώρα. Τότε τον πήγαν στο πλοίο των Βρετανών στο Φάληρο, έστρωσαν ένα χαλί στην καμπίνα του Τσορτς και τον τοποθέτησαν εκεί.
Ο Καραϊσκάκης κατάλαβε ότι η πληγή του ήταν θανάσιμη. Κάλεσε αμέσως ιερέα, εξομολογήθηκε, μετάλαβε, ζήτησε συγχώρεση απ’ όλους τους παρόντες και ζήτησε να τον θάψουν στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου της Σαλαμίνας. Αστειεύτηκε με τους συναγωνιστές του, τους συμβούλευσε να παραμείνουν ενωμένοι για το καλό της οατρίδας και τουλάχιστον ως τις 3 π.μ. της 23ης Απριλίου, είχε πλήρη διαύγεια. Κατά τον Σπυρίδωνα Τρικούπη («Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης»), πέθανε γύρως τις 4 π.μ. «Εν μέσω δριμύτατων πόνων» κατά τον Λάμπρο Κουτσονίκα, ενώ σύμφωνα με άλλες πηγές στις 8 π.μ. Ο θάνατός του προκάλεσε θύελλα ενθουσιασμού στους αντιπάλους. Ο Κασομούλης αναφέρει πως ήδη από το βράδυ της 22ας Απριλίου οι Τουρκαλβανοί φώναζαν στους φρουρούς των ελληνικών θέσεων: «Ωρέ ο Καραϊσκάκης ο γιος της καλόγριας πέθανε. Όλοι να βάλετε μαύρα γιατί άλλον σαν κι αυτόν δεν έχετε». Πραγματικά, κανένας άλλος Έλληνας δεν είχε τις αρχηγικές του ικανότητες. Η σορός του μεταφέρθηκε στο ναό του Αγίου Δημητρίου της Σαλαμίνας.
ΠΟΙΟΣ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΝ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ;
To ερώτημα του τίτλου είναι σίγουρα ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια της Επανάστασης του 1821. Να αναφερθούμε σε δύο δεδομένα. Ο Καραϊσκάκης πυροβολήθηκε ενώ ήταν έφιππος, ενώ η μοιραία σφαίρα είχε φορά από πάνω προς τα κάτω. Αυτός που σκότωσε δηλαδή τον Καραϊσκάκη ήταν καβαλάρης που ανασηκώθηκε από τη σέλα του αλόγου του και πυροβόλησε τον Ρουμελιώτη οπλαρχηγό.
Αναφέρουμε τις εκδοχές, όπως τις παραθέτει στο έξοχο βιβλίο του «1821 : Οι Μάχες των Ελλήνων για την Ελευθερία», ο Νίκος Γιαννόπουλος.
Ο γραμματέας του Καραϊσκάκη, Δημήτριος Αινιάν, αναφέρει σε βιβλίο που τύπωσε το 1833 ότι, λίγο πριν ξεψυχήσει, ο γιος της καλόγριας είπε στους Χριστόδουλο Χατζηπέτρο και Γαρδικιώτη Γρίβα ότι «επληγώθη από το μέρος των Ελλήνων, ότι εγνώριζεν τον αίτιον και ότι αν ήθελε ζήσει, ήθελε τον κάμει γνωστόν και εις το στρατόπεδον».
Ο Ιωάννης Ζαμπέλιος, στην τραγωδία «Γεώργιος Καραϊσκάκης», αναφέρει ότι ο Καραϊσκάκης είπε προς τους Χατζηπέτρο και Γρίβα : «Αύριο αν είμαι ζωντανός ακόμη, ελάτε να σας πω ένα μυστικόν». Στη συνέχεια όμως τονίζει ότι το μυστικό δεν ήταν η δολοφονία του Καραϊσκάκη από Έλληνες. Ο Κ. Μαργαρίτης γράφει για το μοιραίο βόλι «...το οποίον είναι άδηλον πόθεν ερρίφθη, πολλοί φρονούσι ότι ερρίφθη από τους αντιζήλους του».
Ο Λάμπρος Κουτσονίκος και ο Χρήστος Βυζάντιος αναφέρουν ότι πυροβολήθηκε από το τουρκικό οχύρωμα.
Ο Κασομούλης επιβεβαιώνει τη στιχομυθία Καραϊσκάκη, Χατζηπέτρου και Γαρδικιώτη και αναφέρει ότι ένας Χιμαριώτης, ο Κώστας Στράτης, πιστός του Κίτσου Τζαβέλα, λίγο πριν πεθάνει εξομολογήθηκε και είπε ότι στη διάρκεια της συμπλοκής, καθώς έκανε περιστροφή με το άλογό του για να πάρει καλύτερη θέση, άθελά του πυροβόλησε τον Καραϊσκάκη. Φαίνεται όμως ότι όλοι οι άνδρες του Τζαβέλα πολεμούσαν πεζοί. Ο Δημήτρης Φωτιάδης, στο έργο του «Καραϊσκάκης», αναφέρει ότι από τα γραφόμενα του Κασομούλη προκύπτουν τα εξής :
Η υποψία ότι ο δολοφόνος ήταν Έλληνας ήταν διάχυτη στους συντρόφους του Καραϊσκάκη. Αν και περιστοιχιζόταν από ιππείς που τον λάτρευαν, κάποιος ίσως δωροδοκήθηκε για να τον σκοτώσει. Εξάλλου, ανάμεσα στους ιππείς υπήρχαν και φιλέλληνες. Η εξομολόγηση του Κώστα Στράτη αποδεικνύει το πόσο πιθανή ήταν η άποψη για τη δολοφονία του Καραϊσκάκη από Έλληνα. Υπάρχει μια πιθανότητα κάποιοι Τούρκοι ιππείς να είχαν παραμείνει ανάμεσα στους Έλληνες και, αναγνωρίζοντας τον Καραϊσκάκη, να τον σκότωσαν. Τέλος, ο Κασομούλης αναφέρει ότι η φλόγωση της πληγής του Καραϊσκάκη τον έκανε να μιλά για πυροβολισμό από ελληνικό χέρι.
Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης γράφει ότι δύο Τούρκοι που βρίσκονταν στην μάντρα-οχύρωμα, αναγνώρισαν τον Καραϊσκάκη και τον πυροβόλησαν στην κοιλιά. Ανάλογη είναι και η άποψη του Χρήστου Βυζάντιου, όμως και οι δύο αυτές γνώμες χωλαίνουν στο ότι δεν δικαιολογείται με τις θεωρίες τους η φορά της σφαίρας. Ο Μακρυγιάννης, σε μεταγενέστερα κείμενά του, θεωρεί ηθικό αυτουργό της δολοφονίας του Καραϊσκάκη τον Μαυροκορδάτο.
Ο Χριστόφορος Περραιβός θεωρεί ότι τον Καραϊσκάκη πυροβόλησε Τούρκος καβαλάρης που αφίππευσε (πράγμα πολύ δύσκολο μέσα στη συμπλοκή). Έτσι όμως δεν διακιολογείται η φορά της σφαίρας.
Ο φιλέλληνας συνταγματάρχης Έιδεκ παρουσιάζει μιαν άλλη εκδοχή. Είδε το τραύμα του Καραϊσκάκη και κάνει λόγο για «δύο σφαιρών διατρυπηθέντων εντοσθίων αυτού...».
Το 1982, η Ελένη Αγγελομάτη – Τσουγκαράκη δημοσίευσε ένα νέο χειρόγραφο του Κύπριου αγωνιστή Ιωάννη Σταριανού που πήρε μέρος στις μάχες της Αττικής. Περιληπτικά, ο Σταυριανός αναφέρει ότι βρισκόταν πολύ κοντά στο σημείο όπου πυροβολήθηκε ο Καραϊσκάκης και είδε «εκπυρσοκρότησιν όπλου από τον ημέτερον στρατόν και ευθύς ο πυροβολήσας ανεμείχθη εις τον στρατόν. Αυτός ήτο ο επικατάρατος δολοφόνος του Καραϊσκου. Ο Σταυριανός αναφέρει επίσης ότι Τούρκος σε κοντινή απόσταση δεν υπήρχε σε καμία περίπτωση. Το χειρόγραφο όμως συνεχίζει και ο Σταυριανός γράφει ότι δύο χρόνια αργότερα ήταν φρουρός στον Ακροκόρινθο και συνομιλούσε με έναν ιερέα, ο οποίος του είπε ότι εξομολογώντας έναν στρατιώτη που είχε μείνει παράλυτος, την τελευταία μέρα της ζωής του, του αποκάλυψε ότι του έδωσαν 70... Εκεί το χειρόγραφο σταματά! Η Ελένη Αγγελομάτη – Τσουγκαράκη θεωρεί ότι ο ετοιμοθάνατος ήταν Σουλιώτης που δωροδοκήθηκε για να δολοφονήσει τον Καραϊσκάκη. Ο Δημήτρης Σταμέλος γράφει ότι, κατά την μεταφορά του, ο Καραϊσκάκης είχε δίπλα του τον Κίτσο Τζαβέλα, στον οποίο έλεγε συνεχώς : «Κίτζιο μπιρ (γιε μου Κίτσο) να μου ζήσεις». Αν γνώριζε όντως τον δολοφόνο του ο Καραϊσκάκης και ήξερε ότι αυτός ήταν Σουλιώτης, θα μιλούσε έτσι στον Τζαβέλα ;
O Σταμέλος θεωρεί ότι η δολοφονία του Καραϊσκάκη οργανώθηκε από τους Μαυροκορδάτο, Τσορτς και Κόχραν, καθώς η αγγλική κυβέρνηση δεν ήθελε να απελευθερωθεί η Στερεά Ελλάδα. Το ίδιο πιστεύουν και οι Σπυρομήλιος και Φωτιάδης. Αν και οι Τσορτς και Κόχραν ευθύνονται για τη συντριβή στη μάχη του Ανάλατου, δεν υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία για εμπλοκή τους στη δολοφονία του Καραϊσκάκη.
Φυσικά δεν γνωρίζουμε τον δολοφόνο του Καραϊσκάκη, αλλά η γενικότερη στάση των Τσορτς και Κόχραν ήταν ύποπτη. Η αλήθεια είναι ότι ο Καραϊσκάκης ήταν ριψοκίνδυνος. Σε μάχη στο Κομπότι της Άρτας τον Μάιο του 1821, ακάλυπτος ειρωνευόταν τους εχθρούς που υποχωρούσαν. Δέχτηκε μία σφαίρα στα γεννητικά όργανα, αλλά ευτυχώς ανάρρωσε. Σε επιστολή που του έστειλε ο Κολοκοτρώνης και τον βρήκε ετοιμοθάνατο, του εξηγούσε ότι ο ρόλος του στρατηγού είναι να διοικεί και να εκπονεί σχέδια και όχι να πολεμά στην πρώτη γραμμή...
Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΑΝΑΛΑΤΟΥ
Τελικά, την επόμενη μέρα, μέσα σε κλίμα θλίψης και κατήφειας και μετά από επιμονή, ιδίως του Κόχραν, με την ψυχολογία των Ελλήνων στο ναδίρ, έγινε η επίθεση που είχε σχεδιαστεί εναντίον του Κιουταχή. Η μάχη κατέληξε σε πανωλεθρία των Ελλήνων, ίσως μεγαλύτερη κι από εκείνη στο Πέτα. 1.000 – 1.500 άνδρες σκοτώθηκαν σε λιγότερο από μία ώρα και 240 αιχμαλωτίστηκαν, οι οποίοι σύντομα αποκεφαλίστηκαν ή βασανίστηκαν μέχρι θανάτου.
Δύο χαρακτηριστικά γεγονότα από τη μάχη αυτή (24 Απριλίου 1827), γνωστή ως «Μάχη του Ανάλατου» : Η περίεργη αδράνεια του Κίτσου Τζαβέλα με 7.000 άνδρες, που δεν πήραν μέρος στη μάχη και το τέλος του ξάδελφου τού Μάρκου, Τούσια Μπότσαρη, που βρισκόταν ανάμεσα σε όσους είχαν διασωθεί. Βλέποντας την πλήρη καταστροφή, είπε στους γύρω του : «Δεν θέλω να σωθώ μαζί σας, αλλά να χαθώ με τους δικούς μου». Όρμησε με το άλογό του σ’ ένα εχθρικό σώμα και σκοτώθηκε.
Από τους αιχμαλώτους γλίτωσε μόνο ο Δ. Καλλέργης, καθώς ο αδελφός του κατέβαλε ως λύτρα 45.000 πιάστρα κι ένα άλογο. Πριν τον αφήσουν ελεύθερο, οι Τούρκοι του έκοψαν το ένα αφτί! Ένας άλλος επιφανής αιχμάλωτος, ο Γ. Δράκος, εκτελέστηκε 40 μέρες μετά τη σύλληψή του.
Και φυσικά, δεν έλειψε το γνωστό «γαϊτανάκι» καταλογισμού ευθυνών. Κατηγορήθηκε ο Μακρυγιάννης επειδή στήριξε τον Κόχραν. Ο υπασπιστής του Τσορτς, Καρλ ο’ Φάλον, ρίχνει κι αυτός τις ευθύνες στον Κόχραν, τον οποίου όμως δικαιολογεί εν μέρει καθώς πιεζόταν από τον επικεφαλής της φρουράς της Ακρόπολης, Φαβιέρο, που αν και είχε εφόδια για 10 μήνες, πίεζε για άμεση επέμβαση. Ο Βυζάντιος αναφέρει όμως ότι δεν ευθύνεται ο Φαβιέρος για τις εκκλήσεις, αλλά οι Αθηναίοι δημογέροντες (!), οι οποίοι δεν είχαν εμπιστοσύνη στους άντρες του Γκούρα που φοβόταν ότι θα εγκαταλείψουν τον Ιερό Βράχο! Δυστυχώς, 190 χρόνια μετά, φαίνεται...σαν να μην πέρασε μια μέρα από τότε...
Υπάρχει και η μαρτυρία του υπασπιστή του Καραϊσκάκη που μιλά για τουρκαλβανό. Η σύγχυση ότι ήταν Έλληνας οφείλεται στο ότι και οι Τουρκαλβανοί φορούσαν φουστανέλες.
ΑπάντησηΔιαγραφή