«Σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κίνει» Τι σημαίνει αυτή η φράση;
Πολλοί θα σκεφτούν, ότι το θέμα αυτό είναι σχετικά απλοϊκό για το υψηλόνοο επίπεδο αλλά και το βαθυστόχαστο εννοιολογικό εύρος της Ελληνικής Θεολογίας. Όμως, διαφωνούντες ριζικά με αυτήν την πιθανή συμπερασματική θα αποπειραθούμε να αποδείξουμε το ότι διόλου απλοϊκή δεν είναι η έκφραση αυτή, καθώς θεωρούμε ότι περικλείει μία σημαίνουσα θεολογική σημαντική, με προεκτάσεις που αξίζει να οριοθετηθούν και να επισημανθούν.
Στους κόλπους της σύγχρονης λατρευτικής εκφράσεως της Ελληνικής Θρησκείας, συχνά διαβλέπουμε να ενυπάρχουν και στοιχεία λατρείας που θεωρούνται περισσότερο ως κατάλοιπα μονοθεϊστικών θεάσεων, μεμψιμοιριών δηλαδή και ηττοπαθειών σε ότι αφορά την στάση μας απέναντι στα ζητήματα καθημερινής βιοτικής και εν γένει αντιμετωπίσεως των εκάστοτε δυσκολιών του βίου σε σχέση βεβαίως με την αρωγή που ζητούμε από τους Θεούς.
Χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι τέτοιου είδους μορφές συμπεριφοράς δεν ταλάνιζαν σε σημαντικό βαθμό και την λατρευτική έκφραση της αρχαιότητος -άλλωστε πολλοί φιλόσοφοι τις είχαν ήδη στηλιτεύσει, αλλά αυτό θα αποτελέσει στο μέλλον την αφορμή για ένα ξεχωριστό άρθρο.
Πολλοί θεωρούν ότι η συγκεκριμένη έκφραση «Σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κίνει» προέρχεται μάλλον από τον Όμηρο, στην σκηνή εκείνη της Ε’ ραψωδίας της Οδύσσειας κατά την θαλασσινή περιπέτεια του πρωταγωνιστή στο λεγόμενο και Ναυάγιο της Σχερίας. Πάρα ταύτα δεν έχει καταγραφεί η φάση εκεί. Η σκηνή αυτή, που είναι και η μόνη εν εξελίξει θαλασσινή περιπέτεια του Οδυσσέα που ο ποιητής δεν τη χαρίζει στον ήρωα αλλά προτιμά να την αφηγηθεί ο ίδιος, περιγράφει κάτι αντίστοιχο που θεολογικά, όπως θα δούμε και κατά την ανάλυσή του,έχει ίσως μεγαλύτερη αξία. Αφού λοιπόν εστιάσουμε αρχικώς στη σκηνή της ραψωδίας Ε’ του Ομήρου, θα συνεχίσουμε με την αυτούσια πηγή της φράσης αυτής.
Ο Οδυσσέας, επιθυμώντας να φύγει από το νησί της Καλυψούς, αναγκάστηκε να μηχανευτεί μία σχεδία και να ταξιδέψει με αυτήν ώσπου:
(475) μεγάλο κύμα τον παρέσυρε, τον έριξε στα βράχια της ακτής.
Τότε τις σάρκες του θα ξέσχιζε, τα κόκαλά του θα συντρίβονταν,
αν η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, δεν έδινε τη φώτισή της·
μαζεύοντας τη δύναμή του, και με τα δυο του χέρια
πιάστηκε απ’ τον βράχο, κι εκεί κρατήθηκε στενάζοντας
(480) ώσπου το κύμα πέρασε. Κι αν γλίτωσε έτσι, όμως το κύμα, πίσω γυρίζοντας ορμητικό, τον έπληξε και τον επέταξε μακριά, ξανά.
(487) Θα ’ταν κι αυτό απρόβλεπτος χαμός του δύστυχου Οδυσσέα,
αν πάλι η Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, δεν έδινε τη φώτισή της·
κατόρθωσε ν’ αναδυθεί απ’ το κύμα που έσπαζε στη στεριά.
Η Θεά Αθηνά φυσικά και θέλησε να συμπαρασταθεί στον προστατευόμενο της Οδυσσέα που σε μία δραματική στιγμή της πολυπόθητης επιστροφής του, κόντεψε να τσακιστεί στους κοφτερούς βράχους. Στο σημείο αυτό, θα εστιάσουμε στον τρόπο που ο μέγας Όμηρος στο ποίημά του αυτό, έβαλε την Θεά να τον βοηθήσει:
Θα μπορούσε για παράδειγμα να τον τοποθετήσει με την θεϊκή της ισχύ κατ’ ευθείαν πάνω στην στεριά, όμως, δεν έγινε με αυτόν τον σωτηριολογικό τρόπο, καθώς ως γνωστόν οι Ομηρικοί Θεοί επιβοηθούν τον άνθρωπο ώστε να πράξει αυτό που θα έπραττε και χωρίς αυτούς. Δηλαδή, η Θεός φωτίζει τον νου του ήρωα σε κρίσιμες στιγμές (477, 488), για να προβεί όμως σε ενέργειες που ο ίδιος είχε μελετήσει-σχεδιάσει και τις εκτελεί βεβαίως εν τέλει, στηριγμένος απόλυτως στις δικές του δυνάμεις. Είναι λοιπόν ένας προσωπικός νοητικός αλλά και σωματικός αγώνας, που τελικώς δίνεται η καίρια λύση ώστε να εξέλθει νικητής από τον δύσκολο αυτό συμβάν στο ταξίδι της επιστροφής.
Η Αθηνά δηλαδή εδώ σε ένα πολύ απλοϊκό αλλά χρήσιμο αναβαθμό αποσυμβολισμού -υπάρχουν άλλωστε απείρως βαθύτεροι συμβολισμοί- εξεικονίζει την λάμπουσα νοητική δεινότητα του Οδυσσέα – Ήρωα ανθρώπου που ταλανίζεται σε αυτό το ταξίδι της ψυχικής επιστροφής-αναγωγής από μυριάδες συναισθηματικές- Ποσειδώνιες καταστάσεις, τις οποίες για να τις ξεπεράσουμε όλοι μας θα πρέπει να ανατρέξουμε στο νοητικό αυτό μέρος της ψυχής μας, το οποίο και θα καταφέρει, εφ’ όσον επικρατήσει, να μας οδηγήσει στην επίλυση των κάθε φορά μικρών ή φαινομενικά μόνο δυσεπίλυτων προβλημάτων του βίου μας.
Ας δούμε όμως τώρα αυτούσια αυτή η φράση η οποία είναι και η αφορμή του άρθρου μας που ακριβώς περιγράφεται. Σε έναν από τους μύθους λοιπόν του Αισώπου αναφέρεται ότι η φράση «Σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κίνει», ειπώθηκε από κάποιο πλούσιο Αθηναίο ναυαγό, ο οποίος, αντί να επιχειρήσει να κολυμπήσει ώστε να σωθεί, έκανε δεήσεις στη θεά Αθηνά να τον γλιτώσει χωρίς δε αυτός να καταβάλει την οποιαδήποτε προσπάθεια για να σωθεί.
Ἀνὴρ πλούσιος Ἀθηναῖος μεθ’ ἑτέρων τινῶν ἔπλει. Καὶ δὴ χειμῶνος σφοδροῦ γενομένου καὶ τῆς νηὸς περιτραπείσης, οἱ μὲν λοιποὶ πάντες διενήχοντο, ὁ δὲ Ἀθηναῖος παρ’ ἕκαστα τὴν Ἀθηνᾶν ἐπικαλούμενος μυρία ἐπηγγέλλετο, εἰ περισωθείη. Εἷς δέ τις τῶν συννεναυαγηκότων παρανηχόμενος ἔφη πρὸς αὐτόν· “Σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κίνει. Ἀτὰρ οὖν καὶ ἡμᾶς μετὰ τῆς τῶν θεῶν παρακλήσεως χρὴ καὶ αὐτούς τι ὑπὲρ αὑτῶν λογιζομένους δρᾶν.
Επιμύθιο
Ἀτὰρ οὖν καὶ ἡμᾶς μετὰ τῆς τῶν θεῶν παρακλήσεως χρὴ καὶ αὐτούς τι ὑπὲρ αὑτῶν λογιζομένους δρᾶν. Ὅτι ἀγαπητόν ἐστι καὶ ἐνεργοῦντας θεῶν εὐνοίας τυγχάνειν ἢ ἑαυτῶν ἀμελοῦντας ὑπὸ τῶν δαιμόνων περισώζεσθαι.” Τοὺς εἰς συμφορὰς ἐμπίπτοντας χρὴ καὶ αὐτοὺς ὑπὲρ ἑαυτῶν κοπιᾶν καὶ οὕτω τοῦ θεοῦ περὶ βοηθείας δέεσθαι.
Απόδοσις:
Άντρας πλούσιος Αθηναίος μαζί με κάποιους άλλους. Και εν μέσω σφοδρού χειμώνος ταξίδευε με πλοίο, το οποίο ανετράπη, τότε, όλοι οι άλλοι αγωνίζοντο κολυμπώντας να σωθούν, ο δε Αθηναίος επικαλείτο την θεά Αθηνά και της έταζε χίλια δύο να της θυσιάσει, αν σωθεί. Ένας δε από τους ναυαγούς του φώναξε: καλά κάνεις και προσεύχεσαι, αλλά, μαζί με την Αθηνά κίνησε κι εσύ τα χέρια σου!
Επιμύθιο
Έτσι λοιπόν, κι εμείς μαζί με τις ικεσίες στους θεούς πρέπει να ενεργούμε αν σκεφτόμαστε κάτι για τον εαυτό μας. Γιατί είναι προτιμότερο να ενεργούμε μαζί με την εύνοια των θεών, παρά αδιαφορώντας για τον εαυτό μας να σωζόμαστε από τους θεούς. Αυτοί που βρίσκονται σε συμφορές, πρέπει και για τους εαυτούς τους να κοπιάζουν και να ζητούν και τη βοήθεια του θεού.
Από τον Αίσωπο λοιπόν σώζεται μέχρι και σήμερα η παροιμιώδης φράση: “Σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κίνει”.
Σχετικός με το θέμα μας είναι και ένας άλλος μύθος του Αισώπου με τον τίτλο: Βοηλάτης και Ηρακλής:
Βοηλάτης ἅμαξαν ἦγεν εἰς κώμην.
Τῆς δ’ ἐμπεσούσης εἰς φάραγγα κοιλώδη,
Δέον βοηθεῖν, ὅδε ἀργὸς εἱστήκει,
Τῷ δὲ Ἡρακλεῖ προσηύχετο μόνῳ
Ἁπάντων θεῶν ὡς πολλὰ τιμωμένῳ.
Αὐτὸς δ’ ἐπιστὰς εἶπε· Τῶν τρόχων ἅπτου
Καὶ τοὺς βόας κέντριζε, τοῖς θεοῖς δ’ εὔχου,
Ὅταν τι ποιῇς καὐτὸς· μὴ μάτην εὔξῃ.
Απόδοσις:
Ένας αγωγιάτης οδηγούσε μια άμαξα που την έσερναν βόδια, πήγαινε σε ένα χωριό από τον εξοχικό δρόμο. Ο δρόμος ήταν κακός και κάπου η άμαξα έπεσε σε έναν λάκκο βαθύ. Ο αγωγιάτης τότε στάθηκε και προσευχόταν στον Ηρακλή για να τον βοηθήσει, αφού ο Ηρακλής έχει μεγάλη δύναμη και θα μπορούσε να βγάλει την άμαξα από τον λάκκο.
Ο Ηρακλής πραγματικά του εμφανίστηκε, όχι για να βγάλει την άμαξα από τον λάκκο, αλλά για να του πει: πιάσε και σπρώχνε τους τροχούς, κέντριζε και τα βόδια να τραβήξουν, να βγει η άμαξα από το λάκκο. Στους θεούς να προσεύχεσαι όταν κι εσύ κάνεις ό,τι μπορείς – αλλιώς η προσευχή σου μάταια είναι.
Για να υποστυλώσουμε όμως με κειμενικές αναφορές το εν λόγω θέμα θα παραθέσουμε ακόμη δύο σχετικά άγνωστα αποσπάσματα από έναν τραγικό ποιητή και έναν ιστορικό που θεωρούμε πως αξίζει να αναφερθούν.
Κάνε κάτι και ο ίδιος και μετά φώναξε τους Θεούς
Γατί ο θεός βοήθα αυτόν που προσπαθεί
Ιππόλυτος, απόσπ. 432 TrGF
Όταν ένας άνδρας καταστρώνει τα σχέδια του με βάση την κοινή λογική
συνήθως πετυχαίνει τον στόχο του, διαφορετικά ούτε οι Θεοί δεν είναι πρόθυμοι να
στηρίξουν το σχέδιο του.
Ηρόδοτος 8. 60
Κατά την συμπερασματική μας, θεωρούμε χρήσιμο να καταγράψουμε και μία περικοπή από την λεγόμενη σχολή των Στωικών μιας και θεωρούμε ότι σε μεγάλο βαθμό το ρεύμα αυτό της φιλοσοφίας αποτελεί ένα απαύγασμα οντογονικής – επιγειωμένης εκφράσεως των ορθών συμπεριφορικών αρχών του Έλληνος κατά το θρήσκευμα.
«Αλίμονο, οι άνθρωποι υποφέρουν συχνά από «κρυολογήματα» οι συμφορές τελειωμό δεν έχουν. Μα αν έχεις μύξες σκούπισε την μύτη σου και σταμάτα να κλαίγεσαι γι’ αυτά που φέρνει η τύχη και μη κατηγορείς το Θείον. Τι σου τα έδωσε τα χέρια: Κάθεσαι και παρακαλάς να μην τρέχουν οι μύξες σου μα τίποτε δεν σου έχει δώσει το Θείον; Δεν σου έχει δώσει υπομονή, δεν σου έχει δώσει ανδρεία; Με τέτοιες χερούκλες και ακόμη ψάχνεις γι αυτόν που θα σου σκουπίσει την μύτη;»
Επίκτητος 1,6,30-5.
Ως Έλληνες λοιπόν, οφείλουμε να αντιμετωπίζουμε κάθε εμπόδιο του βίου μας με σθένος και δυναμική και φυσικά οι μύξες και οι στεναγμοί σε τίποτε δεν ωφελούν. Και ναι, θα ζητήσουμε και την αρωγή των Θεών, όμως όπως ήδη προαναφέρθη, αυτοί θα επιβοηθήσουν μονάχα εάν ενεργοποιήσουμε τα ανώτερα στοιχεία της ψυχής μας και την ενεργητική αποφασιστικότητά μας για την επίλυση του εκάστοτε προβλήματος μας, προτάσσοντας δηλαδή το λαμπρότερο μέρος της ψυχής μας τον Νου και τον ορθό λόγο και την πράξη που απορρέει από αυτόν.
Παρμενίδης Ιω. Μπουσίου
Επιμέλεια Κειμένου, Ακριβού Μ.
Δεν υπάρχουν σχόλια: