Η μάχη της Μεγιδδούς είναι η αρχαιότερη καταγεγραμμένη μάχη. Παρότι το ιστορικό αρχείο είναι κατακερματισμένο και πρόχειρο και παρόλο που δεν υπάρχει πλήρης καταγραφή εντούτοις υπάρχουν αρκετά στοιχεία. Ο Τζέιμς Μπρέστετ, στα «Αρχαία Αρχεία της Αιγύπτου: Ιστορικά Έγγραφα» που δημοσιεύθηκαν το 1906 στο Σικάγο, αναφέρει τη μετάφραση μιας επιγραφής από το ναό του Αμήν στο Καρνάκ, η οποία παρέχει κάποιες λεπτομέρειες της μάχης.
Μια ελαφρώς διαφορετική μετάφραση δίνεται από τον Τζέιμς Πρίτσαρντ στα «Αρχαία Κείμενα Εγγύς Ανατολής» που δημοσιεύθηκαν το 1969. Επιπλέον, ένας πρόχειρος χάρτης του πεδίου μάχης δίνεται στον «Άτλαντα Βίβλου της Κάρτα» του Γιοχάναν Αχαρόνι, που εκδόθηκε στην Ιερουσαλήμ το 1964.
Τούθμωσις ΙΙΙ – χρονικό
Ο Τούθμωσις III Μενκεπέρρα 6ος Φαραώ της 18ης δυναστείας του Αιγυπτιακού βασιλείου, ήταν γιος του Τούθμωσι II και της Ισέτ, μιας από τις μικρότερες συζύγους του. Ο παππούς του, Τούθμωσις I, είχε διεξάγει εκτεταμένες στρατιωτικές εκστρατείες τόσο στη Συρία όσο και στη Νουβία, ενώ ο Τούθμωσις II δεν διεξήγε σημαντικές στρατιωτικές εκστρατείες κατά τη διάρκεια της βασιλείας του. Η μόνη που γνωρίζουμε ήταν μια μικρή αστυνομική επέμβαση στη Νουβία.
Ο Τούθμωσις II πέθανε όταν ο Τούθμωσις III ήταν μόλις 8 ετών, οπότε η θεία του, Χατσεψούτ ετεροθαλής αδελφή του Τούθμωσι II, κυβέρνησε την Αίγυπτο ως αντιβασιλέας και αποκτώντας περισσότερη δύναμη από ότι προηγούμενες γυναίκες αντιβασιλείς. Στη συνέχεια, στο 7ο έτος της βασιλείας του Τούθμωσι, προήχθη σε συν-Φαραώ και σε μια προσπάθεια να το δικαιολογήσει, διέδωσε ψευδείς πληροφορίες ότι την είχε ορίσει ο πατέρας του Τούθμωσι. Επρόκειτο να περάσουν άλλα 7 χρόνια μέχρι ο Τούθμωσις ΙΙΙ γίνει μοναδικός ηγεμόνας. Δεν είναι γνωστό αν αυτό προέκυψε λόγω θανάτου της Χατσεψούτ ή αν αποσύρθηκε από τη δημόσια ζωή. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι η βασιλεία της τερματίστηκε ξαφνικά αλλά σίγουρα δεν ήταν πλέον συν-βασιλέας όταν διεξήχθη η μάχη της Μεγιδδώ σύμφωνα με την ημερομηνία στις επιγραφές Καρνάκ.
Κατά τη διάρκεια της συγκυβέρνησης η διαχείριση των υποθέσεων της χώρας κατανεμήθηκε μεταξύ τους, με τον Τούθμωσι να είναι αρμόδιος για τις στρατιωτικές υποθέσεις και την Χατσεψούτ αρμόδια για τις εσωτερικές και εξωτερικές υποθέσεις όπως το εμπόριο και η διπλωματία. Εκείνη την περίοδο ο Τούθμωσις διεξήγαγε τουλάχιστον δύο στρατιωτικές εκστρατείες στην Παλαιστίνη και άλλες δύο στη Νουβία, αλλά υπάρχουν ελάχιστες λεπτομέρειες σχετικά με αυτές. Μεγάλο μέρος της Συρίας ελεγχόταν από τους βασιλείς της πόλης-κράτους Μιτάννι και γνωρίζουμε ότι ο Τούθμωσις εισέβαλλε σε περιοχές του Μιτάννι. Ωστόσο, το Μιτάννι και η Αίγυπτος τελικά υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης, η οποία ήταν απαραίτητη λόγω της απειλής από τον Ιουδαλία, βασιλιά του ισχυρού κράτους των Χετταίων προς βορρά στην σημερινή ανατολική Τουρκία.
Τούθμωσις ΙΙΙ Μουσείο του Λούξορ. TuthmosisIII.JPG: en:User:Chipdawesderivative work: Oltau, Public domain, via Wikimedia Commons
Εκστρατεία κατά των βασιλείων της Χαναάν
Κύριος εχθρός της Αιγύπτου ήταν μια συμμαχία Χαναανιτικών πόλεων-κρατών, υπό την ηγεσία του βασιλείου του Καντές. Ο βασιλιάς Ντουρούσα, επιχείρησε να εκμεταλλευτεί την αποδιοργάνωση που προκλήθηκε από το τέλος της συν-βασιλείας για να διεκδικήσει την εξουσία σε μια προσπάθεια να απαλλάξει τις φυλές Χαναανιτών από την Αιγυπτιακή επιρροή. Το Καντές, το Μιτάννι και οι άλλες πόλεις-κράτη, συμπεριλαμβανομένου του Μεγιδδώ, συγκέντρωσαν συμμαχικό στρατό υπό την ηγεσία του Ντουρούσα και ξεκίνησαν στρατιωτική επιχείρηση εναντίον του Τούθμωσις. Ωστόσο, λόγω της φύσης του βασιλείου των Χαναανιτών, υπήρχε χρόνια διαφωνία στη διοίκηση. Η Χαναάν διαιρέθηκε σε πολλά μικρότερα βασίλεια και πόλη-κράτη υπό βασιλείς ή πρίγκιπες που κυβερνούσαν τις δικές τους δικαιοδοσίες και θέσπισαν διπλωματικές και εμπορικές συμφωνίες μεταξύ τους ανάλογα με τις συνθήκες. Το ίδιο το κράτος της Χαναάν είχε έναν βασιλιά και μια βασιλική οικογένεια, αλλά η συμφωνία με τους μεμονωμένους βασιλείς και πρίγκιπες ήταν απαραίτητη για την ασφάλεια και την κυβερνητική σταθερότητα.
Ο στρατός της 17ης και 18ης δυναστείας του νέου βασιλείου της Αιγύπτου ήταν πολύ διαφορετικός από αυτόν των προηγούμενων δυναστειών. Παλαιότερα ο οπλισμός αποτελούνταν από όπλα ρίψης για επίθεση και ασπίδες για την άμυνα. Οι νέες δυναστείες υιοθέτησαν νέα όπλα και στρατηγικές μετά την κατοχή των Υκσώς και άλλαξε ο ρόλος του στρατού στην Αιγυπτιακή κοινωνία. Η διάρκεια και πολυπλοκότητα των στρατιωτικών εκστρατειών αυξήθηκε και έτσι η χρήση στρατευμένων έγινε ανέφικτη με συνέπεια να απαιτείται η ανάπτυξη επαγγελματικού στρατού. Αρχικά η αριστοκρατία ανέλαβε το ρόλο των αξιωματικών και των αρμάτων, με τον βασιλιά να μάχεται ανάμεσά τους. Εντάχθηκαν πολλά εξειδικευμένα τμήματα, όπως το μηχανικό με πολιορκητικούς κριούς και κλίμακες (σκάλες) εφόδου, εκσκαφείς τάφρων, καθώς και τάγματα εφόδου από Κουσίτες (βασίλειο Κους) και Νούβιους τοξότες.
Επειδή ο νεοσύστατος στρατός δεν διέπετο από τις παραδόσεις που είχαν άλλοι κοινωνικοί θεσμοί, ήταν σχετικά εύκολο για έναν απλό στρατιώτη να ανέλθει στην ιεραρχία, αφού μπορούσε να ενταχθεί σε άλλα τμήματα της κοινωνίας και να αποκτήσει υψηλή θέση, κατέχοντας εκτάσεις γης και σκλάβους που του απονέμονταν από τον Φαραώ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη μιας αυτοδημιούργητης αριστοκρατίας και σώματος αξιωματικών. Συνέπεια τούτου ήταν αρκετοί στρατηγοί να γίνουν Φαραώ και αρκετοί Φαραώ να περιβάλλονται από αξιωματικούς εγνωσμένης αφοσίωσης.
Ως αποτέλεσμα προέκυψε μια ελίτ από βασιλικούς σωματοφύλακες που προέρχονται άλλοτε από τον Αιγυπτιακό στρατό και άλλοτε από τα επίλεκτα στρατεύματα των κατακτημένων λαών, όπως οι Νούβιοι. Επιπλέον, στο νέο στράτευμα εντάχθηκε το Αιγυπτιακό ιππικό, αν και σε μικρή κλίμακα. Σημειώνεται ότι οι Πέρσες τον 6ο αιώνα π.Χ. ήταν οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν μεγάλες μονάδες ιππικού. Κατά τη διάρκεια του νέου βασιλείου η Αίγυπτος ξεκίνησε τα φιλόδοξα επεκτατικά σχέδιά της, αλλά και αργότερα, μετά τη σταδιακή παρακμή της.
Εκείνη η περίοδος χαρακτηρίζεται επίσης και από την αυξανόμενη χρήση πολιτοφυλακών και μισθοφόρων. Οι εν λόγω μισθοφορικές μονάδες, που αποτελούνταν κυρίως από Ίωνες, Κάριους, Εβραίους, Αραμαίους και Φοίνικες, αναπτύχθηκαν όταν οι τακτικές στρατιωτικές δυνάμεις θεωρήθηκαν αναξιόπιστες. Τα μισθοφορικά στρατεύματα διοικούνταν από ξένους διοικητές, συχνά διαφορετικών εθνοτήτων, αλλά υπήρχε πίστη στον Φαραώ, στους αξιωματικούς αλλά και μεταξύ τους, στοιχεία απαραίτητα για έναν στρατό στο πεδίο της μάχης.
Ο στρατός των Χαναανιτών αποτελούνταν κυρίως από άνδρες των ανωτέρων τάξεων που άρχιζαν την εκπαίδευσή τους σε πολύ νεαρή ηλικία και προέρχονταν κυρίως από οικογένειες πολεμιστών. Απολάμβαναν πολύ υψηλό κύρος και ήταν καλά οπλισμένοι με ακόντιο, σπαθί και ασπίδα και εξειδικευμένοι στη χρήση αυτών των όπλων. Μερικές φορές εκπαιδεύονταν από τους πατεράδες τους, οι οποίοι συνήθως ήταν επίσης στρατιώτες ή βετεράνοι. Οι υψηλόβαθμοι αξιωματικοί, που ονομάζονται μοχάρ, τοποθετούνταν κυρίως σε οχυρώσεις στην κορυφή λόφων και καλούνταν μόνο για μάχη, συνήθως σε αμυντικό ρόλο, από τον βασιλιά σε περιόδους ανάγκης. Οι μονάδες πεζικού και άρμα διοικούνταν στη μάχη συνήθως από μεσαίους ανώτερους αξιωματικούς, αποκαλούμενους μούρου-ου.
Το πεζικό έφερε μακριές λόγχες και ήταν λιγότερο εκπαιδευμένο από το σώμα των αξιωματικών. Οι ηνίοχοι συνήθως φορούσαν χάλκινη πανοπλία και έφεραν ακόντια. Υπήρχε ένα επίλεκτο σώμα που ονομαζόταν Ιερός λόχος και ήταν βαριά θωρακισμένο και κουβαλούσε μακριές λόγχες και στρογγυλές ασπίδες. Ο Ιερός Λόχος ονομάστηκε επειδή ήταν ταγμένοι στους θεούς και συχνά έφεραν εμβλήματα με τα σύμβολα των θεών στη μάχη. Ήταν συνήθως πεζοί στρατιώτες, αν και μερικοί φαίνεται να ήταν έφιπποι. Ήταν σκληρά εκπαιδευμένοι και αποτελούσαν φόβητρο για τους αντιπάλους. Ο βασιλιάς διέθετε έναν άριστα εκπαιδευμένο προσωπικό σωματοφύλακα, ονόματι Μάρα-ου. Υπήρχαν επίσης κατώτερες τάξεις που αποτελούνται από συμμαχικές φυλετικούς πολεμιστές πολεμίστριες και μισθοφόρους. Αυτές οι δυνάμεις αξιποιούνταν σύμφωνα με τις ικανότητές τους και διοικούνταν στη μάχη από υψηλόβαθμο αξιωματικό. Υπήρχαν επίσης τοξότες, οι οποίοι συνήθως τοποθετούνταν σε ξεχωριστούς σχηματισμούς πυκνής τάξης.
Τόσο το Αιγυπτιακό όσο και το Χαναανιτικό πεζικό συνήθως πολεμούσαν σε πυκνή τάξη με σπαθιά ή λόγχες. Σε αμφότερους τους στρατούς, μισθοφόροι και συμμαχικό φυλετικό πεζικό τοποθετούνταν συνήθως στην πρώτη γραμμή, ώστε να αποκρούσουν το βάρος της εχθρικής επίθεσης. Τα άρματα χρησιμοποιήθηκαν είτε σε αρχική επίθεση κατά των εχθρικών αρμάτων και συνήθως τοποθετούνταν στο κέντρο, αν και σε αρκετές περιπτώσεις εντοπίζονται μπροστά από το στρατό για να χρησιμοποιηθούν σε μετωπική επίθεση εναντίον των αντίπαλων φαλάγγων πεζικού. Οι τοξότες παρατάσσονταν πλευρικά, αλλά μερικές φορές τοποθετούνταν στα μετόπισθεν για να βάλλουν πάνω από τους δικούς τους στρατιώτες. Συνήθως έβαλλαν κατά του πεζικού, τόσο κατά τη διάρκεια της αρχικής επίθεσης όσο και κατά τη διάρκεια της μάχης σώμα με σώμα.
Σχεδιάγραμμα μάχης Μεγιδδούς
Η μάχη
Υπήρχαν τρεις διαδρομές με τις οποίες ο στρατός του Τούθμωσι μπορούσε να φτάσει στη Μεγιδδώ. Η βόρεια διαδρομή εκτεινόταν βόρεια της Μεγιδδούς και διερχόταν μέσα από το Τζέφτι. Η νότια διαδρομή εκτεινόταν στο Ταανάκ νότια της Μεγιδδούς. Αυτές οι διαδρομές ήταν δύσκολες όσον αφορά την υπεράσπιση έναντι του αντιπάλου. Η κεντρική διαδρομή, η οποία διέσχιζε το ορεινό πέρασμα κοντά στην Αρούνα, (σύγχρονο Βάντι Άρα) βρισκόταν πολύ κοντά στην Μεγιδδώ.
Αυτή ήταν μικρότερη από τη βόρεια ή νότια διαδρομή, αλλά ήταν εύκολη στην υπεράσπιση, αφού οι Χαναανίτες μπορούσαν εύκολα να στήσουν ενέδρα σε στράτευμα που θα περνούσε από το στενό πέρασμα. Οι στρατηγοί του Τούθμωσι είχαν συγκεντρώσει πληροφορίες που ανέφεραν ότι το πέρασμα Αρούνα μπλοκαρίστηκε από τις δυνάμεις των Χαναανιτών και εισηγήθηκαν στον Φαραώ να ακολουθήσει μία από τις άλλες δύο διαδρομές. Ωστόσο, ο Τούθμωσις απέρριψε την εισήγηση και διήλθε από το πέρασμα, φτάνοντας στον ποταμό Κινά νότια της Μεγιδδούς μετά από πορεία 24 ημερών χωρίς να συναντήσει καμία αντίσταση. Η εκτίμηση των στρατηγών ήταν λανθασμένη.
Στη συνέχεια ο Τούθμωσις πληροφορήθηκε ότι ο Ντουρούσα είχε αναπτύξει τις δυνάμεις του. Συγκεκριμένα οι μονάδες πεζικού φύλαγαν τους δρόμους στο Τανάκ και το Τζέφτι, ενώ τα άρματά του βρίσκονταν στο κέντρο κοντά στην Μεγιδδώ. Το σχέδιό του προέβλεπε να επιτεθεί το πεζικό στους Αιγύπτιους, προσποιούμενο υποχώρηση, αναγκάζοντας τους δεύτερους να τους καταδιώξουν, διασπώντας τις δυνάμεις τους. Αυτό θα τους άφηνε ευάλωτους σε μαζική επίθεση από τα άρματά του, που θα τους συνέτριβαν. Το σχέδιό του όμως ουσιαστικά ακυρώθηκε όταν ο Τούθμωσις επέλεξε τη διαδρομή στο πέρασμα Αρούνα. Εν τω μεταξύ, ο Ντουρούσα, βλέποντας τους Αιγύπτιους να εξέρχονται από το πέρασμα απέναντι από τη Μεγιδδώ, αποφάσισε να επιτεθεί την επόμενη μέρα.
Ανάγλυφο στο ναό Καρνάκ που δείχνει τον Τούθμωσι ΙΙΙ s να σκοτώνει Χαναναίους αιχμαλώτους Olaf Tausch, CC BY 3.0
Αφού ξεκουράστηκε τη νύχτα, ο Αιγυπτιακός στρατός κινήθηκε προς τη Μεγιδδώ σε τρία τμήματα. Η νότια πτέρυγα του πεζικού βρισκόταν σε ένα μικρό λόφο νότια της Κινάχ, ενώ η βόρεια πτέρυγα κινήθηκε στη θέση βορειοδυτικά της Μεγιδδούς. Ο ίδιος ο Τούθμωσις ήταν στο κέντρο με τα άρματα, τα οποία βρίσκονταν στην πόλη Αρούνα ακριβώς δυτικά της Μεγιδδούς.
Οι κατάσκοποι του είχαν πει ότι οι Χαναανίτες δέχονταν αντικρουόμενες εντολές, με τους τοπικούς πρίγκιπες να υποστηρίζουν ο καθένας διαφορετικές στρατηγικές και να διαφωνούν μεταξύ τους. Κατόπιν τούτου, αποφάσισε να εξαπολύσει αναγνωριστική επίθεση. Διέταξε μαζική επίθεση με άρματα από δύο κατευθύνσεις, δυτικά και νότια. Οι Χαναανίτες διασπάστηκαν και διέφυγαν πίσω στη Μεγιδδώ, όπου οι πολίτες τους οδήγησαν πίσω από τα τείχη σε ασφαλές μέρος.
Στη συνέχεια, αντί να επιτεθούν στην πόλη, οι Αιγύπτιοι σταμάτησαν προκειμένου να λεηλατήσουν το στρατόπεδο των Χαναανίτων. Αυτό έδωσε στους δεύτερους μέσα στην πόλη το χρόνο να οργανωθούν αμυντικά. Η πολιορκία διήρκεσε επτά μήνες, μετά την οποία η πόλη κατελήφθη και ο Τούθμωσις συνέλαβε όλους τους Χαναανίτες πρίγκιπες, οι οποίοι είχαν καταφύγει εντός των τειχών.
Συνέπειες
Η Μεγιδδώ ήταν η πρώτη από τις πολλές εκστρατείες του Τούθμωσι, ο οποίος μετά από επτά χρόνια επέκτεινε την Αιγυπτιακή επιρροή στη Συρία όταν προέλαυσε και κατέλαβε το Καντές. Καθώς προχωρούσε, συλλάμβανε τους γιους των βασιλέων των διαφόρων πόλεων-κρατών που κατακτούσε και τους έστελνε στην Αίγυπτο, ως ομήρους έναντι της υπακοής των πατέρων τους και για να τους εκπαιδεύσει στον Αιγυπτιακό πολιτισμό και την κοινωνία, ώστε μετά τη διαδοχή ως φίλοι να ενισχύσουν την Αιγυπτιακή επιρροή στις αντίστοιχες πόλεις-κράτη τους.
Έντεκα χρόνια μετά την Μεγιδδώ, ο Τούθμωσις έφτασε στον Ευφράτη όπως ο παππούς του, προχωρώντας βόρεια μέχρι την Καρχεμίς (μετέπειτα Ευρωπός) απομονώνοντας έτσι το Μιτάννι από τις δυτικές υποτελείς πολιτείες του. Το αποτέλεσμα ήταν οι πρίγκιπες των εν λόγω πολιτειών να συμμαχήσουν με την Αίγυπτο εναντίον του πρώην άρχοντά τους.
Ωστόσο, το Μιτάννι δεν αποδυναμώθηκε αρκετά διότι περί τα τέλη του 15ου αιώνα π.Χ., ανέκτησε μεγάλο μέρος της δύναμής του υπό τον βασιλέα Σωστατάρ. Ο Τούθμωσις όμως επέκτεινε την Αιγυπτιακή επιρροή στην Ασία περισσότερο από κάθε άλλον Φαραώ. Ναυπήγησε ποταμόπλοια με σκοπό να μεταφέρει δυνάμεις προκειμένου να πολεμούν στην ξηρά. Αυτός ήταν ένας σημαντικός παράγοντας για την επέκταση της επιρροής του, διότι του επέτρεπε να μεταφέρει στρατεύματα και άρματα σε οποιοδήποτε μέρος της λεκάνης του Ευφράτη σε τέσσερις ή πέντε ημέρες, ενώ με πορεία θα χρειαζόταν δύο εβδομάδες ή περισσότερο.
Αυτό σήμαινε πλεονέκτημα στον αιφνιδιασμό και ο Τούθμωσις το εκμεταλλεύτηκε αρκετές φορές, επεκτείνοντας την Αιγυπτιακή επιρροή σε μεγάλο τμήμα της Εγγύς Ανατολής.
Πηγές – βιβλιογραφία
https://www.militaryhistoryonline.com/Ancient/BattleOfMegiddo
https://en.wikipedia.org/wiki/Battle_of_Megiddo_(15th_century_BC)
Eric H. Cline and David O’ Connor «Thutmose III: A New Biography». University of Michigan Press 2006.
Δεν υπάρχουν σχόλια: