Ο πολιτισμός αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο ανάπτυξης κάθε κοινωνίας γιατί της διασφαλίζει την απαραίτητη ενέργεια και ενάργεια για να αφουγκράζεται το παρελθόν, να διαμορφώνει το παρόν αλλά και να εμπνέεται νέους ορίζοντες στην επαφή με την δική του ιστορία, όπως και με την παγκόσμια. Σ’ αυτό το εννοιολογικό πλαίσιο εγγράφεται η Σύμβαση του 1972, μία εξαιρετική έκφραση του διεθνούς δημοσίου δικαίου, η δημοφιλέστερη της Ουνέσκο αλλά και ολοκλήρου του συστήματος των Ηνωμένων Εθνών, αν κρίνει κανείς από τον εντυπωσιακό αριθμό των συμβαλλομένων Κρατών (194).
Επιδιώκεται η προστασία εμβληματικών μαρτυριών της πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς, που λόγω της εξαιρετικής οικουμενικής τους αξίας αποτελούν Παγκόσμια κληρονομιά, η οποία ανήκει σε ολόκληρη την ανθρωπότητα και ως εκ τούτου τίθεται υπό την προστασία της. Αναζητούνται, με άλλα λόγια, τα πολιτισμικά ή φυσικά τοπόσημα, η ψυχή του κάθε τόπου/τοπίου (genius loci) διαχρονικά και η «συμμαχία» τους με αντίστοιχα σε εθνικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο μέσω της σύσφιξης της διεθνούς συνεργασίας και αλληλεγγύης, όπως και της διαπολιτισμικής (επι)κοινωνίας.
Απώτατος στόχος είναι τα αγαθά αυτά να διασωθούν από τη λήθη, από την άλογη ανάπτυξη, από την υπεραστικοποίηση, από τον άγριο παγκοσμιοποιημένο τουρισμό αλλά και από τις πολεμικές-ηθελημένες και παράπλευρες-καταστροφές αλλά και από την κλιματική αλλαγή, ώστε να κληροδοτηθούν ακέραιες στις επόμενες γενιές.
Ο αριθμός των αγαθών ανέρχεται σήμερα σε 1154, εκ των οποίων 43 είναι διασυνοριακά και προέρχονται από 167 Κράτη-μέλη. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται 18 ελληνικά μνημεία και τόποι. Είναι υποψήφια προς ένταξη το Ζαγόρι, ως πρώτο «πολιτισμικό τοπίο»-όπου ο άνθρωπος συναντάει τη φύση- και ο Όλυμπος, ως «μικτό αγαθό», πολιτισμικό και φυσικό, λόγω της πλούσιας μυθολογίας του αλλά και της βιοποικιλότητας.
Παρά την πανθομολογούμενη επιτυχία της, η Σύμβαση έχει να αντιμετωπίσει νέα και πολλά διακυβεύματα, κυρίως επιστημονικά, πολιτικά και περιβαλλοντικά/αναπτυξιακά.
Μεταξύ των επιστημονικών ζητημάτων που εγείρει η ανάγνωση του Καταλόγου της παγκόσμιας κληρονομιάς, 50 χρόνια μετά τη σύστασή του απαιτείται να επανεξεταστούν: η σύγχρονη θεώρηση της έννοιας της κληρονομιάς και τα μέσα προστασίας της, η εγγυρότητα του βασικής έννοιας της «οικουμενικής εξαιρετικής αξίας» όπως και των δύο όρων-κλειδιών της Σύμβασης: της «αυθεντικότητας» για την πολιτιστική κληρονομιά και της «αρτιότητας» για τη φυσική κληρονομιά, η έλλειψη γεωγραφικής ισορροπίας (περισσότερα από 50% είναι ευρωπαϊκά και μόνο το 12% είναι αφρικανικά μνημεία/χώροι), η νέα αρμολόγηση της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς με τον ευρύτερο περβάλλοντα χώρο και την τοπική κοινωνία, η αρτιότερη αντιπροσωπευτικότητα της πολυμορφίας και της διαχρονίας των μνημείων (τα περισσότερα είναι λατρευτικοί χώροι, ανάκτορα, ή ιστορικά κέντρα και οχυρωμένες πόλεις, με λιγότερες νεότερες μαρτυρίες), με τεκμηριωμένο και- όπου είναι δυνατόν-διαπολιτισμικό «βιογραφικό», η ασφαλής φυσική και ψηφιακή προσβασιμότητα ώστε να διευρυνθεί και να εκδημοκρατιστεί περισότερο η πολιτιστική ζωή όλων.
Κύριο πολιτικό διακύβευμα αποτελεί η άρνηση συνεργασίας πολλών χωρών, στο όνομα της «εθνικής κυριαρχίας και της μη ανάμειξης στα εσωτερικά τους». Η διαστροφή αυτή της Σύμβασης την μετατρέπει σε ένα «συνδικάτο συνιδιοκτητών» οι οποίοι υπεραμύνονται των εθνικών τους θησαυρών και αναζητούν νέους τίτλους «ευγενείας», με βάση τον αριθμό μνημείων στον σχετικό Κατάλογο και δεν δημιουργεί μια κοινότητα που στοχεύει να διασώσει πολύτιμα αγαθά των οποίων η κάθε απώλεια θα σήμαινε και απώλεια του αισθήματος ταυτότητας, συλλογικής μνήμης και αμοιβαίας κατανόησης εντός και μεταξύ των κοινωνιών.
Εδώ θα πρέπει να γίνει μνεία και της σκόπιμης καταστροφής της Κληρονομιάς, βακτηρίας και μαρτυρίας της ταυτότητας των λαών, που αποτελεί διαστροφή του ρόλου της Σύμβασης. Η ιστορία βρίθει παραδειγμάτων: η καταστροφή της γέφυρας του Μοστάρ στην κοντινή μας Βοσνία-Ερζεγοβίνη, η καταστροφή των δύο παγκοσμίου φήμης αγαλμάτων του Βούδδα στην κοιλάδα του Μπαμυάν, η καταστροφή της Παλμύρας, η καταστροφή μέρους της πολιτιστικής κληρονομιάς του Θιβέτ, δυστυχώς η λίστα είναι μεγάλη.
Τα περιβαλλοντικά/αναπτυξιακά διακυβεύματα είναι από τα επιτακτικότερα. Γίνονται αντιληπτά όχι απλά με οικονομικούς όρους, αλλά και με την ανάγκη επίτευξης μιας πιο ικανοποιητικής διανοητικής, συναισθηματικής, ηθικής και πνευματικής πληρότητας. Ιδιαίτερη θέση κατέχουν ο βιώσιμος τουρισμός, κυρίως ο πολιτιστικός, που αντιμάχεται τον υπερτουρισμό και το περιβαλλοντικό του αποτύπωμα σε μνημεία και χώρους πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς, όπως επίσης και η κλιματική αλλαγή της οποίας οι συνέπειες είναι ολέθριες τόσο ως προς την οικουμενική της αξία, όσο και ως προς την ακεραιότητα και την αυθεντικότητά της. Η προβλέψιμη εξαφάνιση της Δήλου, μνημείου της παγκόσμιας κληρονομιάς, το 2050 (!), λόγω της ανόδου της στάθμης της θάλασσας είναι από τα πιο εύλογα παραδείγματα που δημιουργούν δικαιολογημένη αγωνία.
Το ζητούμενο είναι να συμβάλλει η ώριμη, πλέον, Σύμβαση σε μια βιωματική σχέση του επισκέπτη με την πολυμορφία της παγκόσμιας κληρονομιάς, πολιτιστικής και φυσικής, υλικής και άυλης, που θα του εμπνέει την οικείωση/φιλότητα μ’ ένα νέο μνημείο/τόπο/τοπίο ως πολύτιμη προσωπική ή συλλογική εμπειρία και βίωμα, ένα είδος unio mystico, έτσι ώστε και η γνώση του να μεγαλώνει, και η συγκίνησή του να βαθαίνει στην ανακάλυψη της πολιτισμικής συγγένειας της ανθρωπότητας. Παράλληλα, θα καλλιεργείται και η ευαισθητοποίησή του γύρω από την τρωτότητα των πολιτισμικών και φυσικών μαρτυριών, οικουμενικό πολύτιμο αρχείο για τη βιωσιμότητα, που σημαίνει την επιβίωση της ανθρωπότητας ως φυσικό αλλά κυρίως ως πολιτισμικό οικοσύστημα.
* Η Κατερίνα Στενού είναι π. Διευθύντρια Πολιτιστικής Πολιτικής και Διαπολιτισμικού Διαλόγου της Ουνέσκο στο Παρίσι
Πηγή: Κ. Στενού, Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια: