Το υπουργείο Πολιτισμού αποφάσισε να αποσπάσει τα βυζαντινά ευρήματα στον υπό κατασκευή σταθμό «Βενιζέλου» του μετρό Θεσσαλονίκης παρά τις επανειλημμένες γνωμοδοτήσεις ειδικών ότι αυτή δεν είναι ούτε η μόνη ούτε η καταλληλότερη κατασκευαστική λύση, και παρά την έκκληση 200 και πλέον διεθνών επιστημόνων προς τον πρωθυπουργό. Τι καθιστά πολιτικά βιώσιμη την απαξίωση σημαντικότατων αρχαιολογικών ευρημάτων στην Ελλάδα, που οφείλει στο ιστορικό και πολιτισμικό κεφάλαιό της την ύπαρξή της ως εθνικό κράτος και τον τουρισμό της;
Η υπουργική απαξίωση αντικατοπτρίζει την απουσία του Βυζαντίου από ένα παλαιότερο ιστορικό αφήγημα για τις πνευματικές εξελίξεις που γέννησαν τον δυτικό πολιτισμό. Αν και τα ευρήματα ανήκουν στην αρχαιολογία, η σύγχρονη σημασία τους συνδέεται και με άλλες εκφάνσεις του βυζαντινού πολιτισμού, όπως η γραμματεία. Σύμφωνα με ακαδημαϊκές απόψεις που κυριαρχούσαν πριν από 100 και πλέον χρόνια, οι επιστήμες γεννήθηκαν στην αρχαία Μεσοποταμία και στην Αίγυπτο. Η αρχαία Ελλάδα τις παρέλαβε και προσέθεσε τη φιλοσοφία ως θεωρητικό τους υπόβαθρο. Η αρχαία Ρώμη ενίσχυσε αυτό το ελληνικό δημιούργημα μέχρι τον έκτο ή τον έβδομο αιώνα (τη βασιλεία του Ιουστινιανού ή του Ηρακλείου, όταν το Βυζάντιο ακρωτηριάστηκε από τους εξισλαμισμένους Αραβες).
Η περίοδος ανάμεσα στον έβδομο και τον ένατο αιώνα ονομαζόταν «σκοτεινή» και σηματοδοτούσε το τέλος του αρχαίου κόσμου και την απαρχή του Μεσαίωνα. Τα αστικά κέντρα, όπου ανθούσε η παιδεία, υποτίθεται πως συρρικνώθηκαν ή εξαφανίστηκαν, επιφέροντας το τέλος των επιστημών και της φιλοσοφίας, που θα είχαν ολότελα εξαφανιστεί αν δεν τα είχαν διασώσει οι Αραβες του ένατου και του δέκατου αιώνα χάρη στις μεταφράσεις ελληνικών κειμένων στα αραβικά.
Η μεσαιωνική Ευρώπη παρέλαβε από τους Αραβες έναν χλωμό αντικατοπτρισμό της αρχαίας ελληνικής κληρονομιάς, που ουσιαστικά επαναπατρίστηκε όταν, με την Αλωση της Πόλης, Βυζαντινοί λόγιοι κατέφυγαν στη Δύση μεταφέροντας χειρόγραφα των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων και διδάσκοντας αρχαία ελληνικά. Αυτό συνεισέφερε αποφασιστικά στην Αναγέννηση και στη θεμελίωση του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού. Αυτό το παλιομοδίτικο αφήγημα αποδίδει στο Βυζάντιο παθητικό ρόλο: ταρίχευσε την αρχαία κληρονομιά μέχρι την παραλαβή της από τη Δύση.
Κατά τα τελευταία 50 χρόνια, η ακαδημαϊκή έρευνα έχει αναθεωρήσει κομμάτια αυτού του ιστορικού αφηγήματος. Οι λεγόμενοι «σκοτεινοί» αιώνες επαναπροσεγγίζονται μέσα από καινούργια ιστορικά τεκμήρια, κυρίως αρχαιολογικά. Τα βυζαντινά ευρήματα της Θεσσαλονίκης επηρεάζουν νευραλγικά αυτές τις αναθεωρήσεις. Τόσο μεγάλα και καλοδιατηρημένα κομμάτια αστικού τοπίου δεν έχουν σωθεί από καμία βυζαντινή πόλη. Τα ευρήματα πιστοποιούν τη συνέχεια της αστικής ζωής (και επομένως της εκπαιδευτικής δραστηριότητας) στη μεγαλύτερη βαλκανική πόλη της αυτοκρατορίας κατά τους λεγόμενους «σκοτεινούς» αιώνες.
Αυτό έχει πολλές προεκτάσεις. Αν η συνέχεια της αστικής ζωής σημαίνει και συνέχεια της φιλοσοφίας και των επιστημών, αποκλείεται να τα διέσωσαν οι Αραβες. Επιπλέον μπορούμε να αναθεωρήσουμε την αντίληψή μας για την πνευματική συγκρότηση των Θεσσαλονικέων αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου, καθώς και το βυζαντινό υπόβαθρο του εκχριστιανισμού των Σλάβων. Μια νέα προσέγγιση σε αυτές τις ιστορικές εξελίξεις επιβάλλεται, δεδομένου ότι μετά τον Ψυχρό Πόλεμο οι σχέσεις της Ελλάδας με τον αραβικό και τον σλαβικό κόσμο έχουν επίσης τεθεί σε καινούργια βάση. Τέλος, τα ευρήματα της Θεσσαλονίκης, ως κοσμικά και όχι θρησκευτικά κατάλοιπα, βοηθούν την ανασύσταση της ξεχασμένης κοσμικής πλευράς του βυζαντινού πολιτισμού.
Η απόσπαση των ευρημάτων της Θεσσαλονίκης δείχνει ότι το νεοελληνικό κράτος δεν λαμβάνει υπόψη τη σύγχρονη ακαδημαϊκή έρευνα στην άσκηση πολιτισμικής πολιτικής. Οι παλιομοδίτικες απόψεις περί γενέσεως του δυτικού πολιτισμού το βοήθησαν να σταθεί στα πόδια του τον πρώτο ενάμιση αιώνα της ύπαρξής του. Ωστόσο αποκλείεται να το εξυπηρετήσουν κατά τον ίδιο τρόπο στο εξής, δεδομένου ότι αυτήν τη στιγμή ο δυτικός πολιτισμός επαναπροσδιορίζεται και δυστυχώς η ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα εξοστρακίζεται ως ασύμβατη με τις ευαισθησίες της κρατούσας πολιτικής ορθότητας. Επομένως, το νεοελληνικό κράτος κινδυνεύει να τεθεί στο διεθνές ιδεολογικό περιθώριο, αν δεν εμπλουτίσει τον αυτοπροσδιορισμό του και με κομμάτια της ιστορίας του πέρα από την αρχαιότητα.
Τα σύγχρονα πανεπιστήμια συγκροτήθηκαν τον 19ο και τον 20ό αιώνα ως όργανα για την ανάπτυξη των εθνικών κρατών. Η μελέτη της Ιστορίας και η διαφύλαξη της ιστορικής μνήμης θεωρούνταν σημαντικά επειδή ισχυροποιούσαν την αίσθηση της εθνικής συνοχής ανάμεσα στους πολίτες. Από τα τέλη του 20ού αιώνα το εθνικό κράτος δέχεται ιδεολογικές και πολιτικές επιθέσεις, εν μέρει επειδή το ιδανικό της εθνικής συνοχής παραμερίστηκε υπέρ της κοινωνικής δικαιοσύνης. Επιπλέον, ιδανικά όπως η εδαφική οντότητα, η συλλογικότητα και η εθνική κυριαρχία υποσκελίσθηκαν από ιδεολογίες και οικονομικές «πραγματικότητες» όπως η παγκοσμιοποίηση, η κυριαρχία της «ελεύθερης αγοράς» και τα οικονομικά μετρήσιμα κριτήρια επιτυχίας για την εκπαίδευση και την πολιτισμική έκφραση. Το παρελθόν ως εργαλείο για τον οραματισμό του μέλλοντος αποτελεί εμπόδιο ή καθίσταται άχρηστο. Τα πανεπιστήμια δεν καλούνται πλέον να διαμορφώσουν νέα πολιτικά και κοινωνικά ζητούμενα, παρά μόνο να αντικατοπτρίσουν και να ενισχύσουν τα υπάρχοντα.
Αυτές οι εξελίξεις, που στερούν τα τεκμήρια της Ιστορίας και τους μελετητές της από νόημα και σημασία, εξηγούν γιατί το υπουργείο Πολιτισμού αποφάσισε την καταστροφή της εθνικής πολιτιστικής κληρονομιάς στη Θεσσαλονίκη, κωφεύοντας στις εκκλήσεις της παγκόσμιας ακαδημαϊκής κοινότητας.
Πηγή: kathimerini
Δεν υπάρχουν σχόλια: