Θραύσμα μαρμάρινης σαρκοφάγου. Ο Οδυσσέας στην αγκαλιά του πατέρα του Οδυσσέα. 2ος αι.μΧ. Ρώμη, μουσείο Barracco.
Λαέρτης και Οδυσσέας. Ένας πατέρας αναγνωρίζει το γιο του. (Αφορμής δοθείσης της σημερινής ημέρας του Πατέρα)
Ένα ιδιαίτερα συγκινητικό επεισόδιο μεταξύ πατέρα και γιου είναι η σκηνή της αναγνώρισης του Οδυσσέα από τον πατέρα του Λαέρτη όπως μας τη μεταφέρει ο Όμηρος στην τελευταία ραψωδία της Οδύσσειας.
Δέκα χρόνια πολέμου έχουν περάσει και άλλα δέκα περιπλάνησης στις θάλασσες και ο Οδυσσέας επιστρέφει σπίτι του. Έχει σχεδόν αναγνωριστεί από όλους, μα τελευταίος μένει ο πατέρας του τον οποίο αντικρίζει από μακριά:
«Μονάχο πέτυχε τον κύρη του στον όμορφο τους κήπο, κάποιο δεντράκι εκεί που σκάλιζε, λερός, κακοραμμένος, κουρελιασμένος ο χιτώνας του· κακοραμμένα έζωναν πετσιά βοδίσια τ΄ αντικνήμια του, να μη γδαρθεί στ΄ αγκάθια· και για τα βάτα είχε στα χέρια του χερόχτια, και γιδίσιο σκουφί φορούσε στο κεφάλι του, να μην τον καίγει ο γήλιος. Ως ο αρχοντόγεννος, πολύπαθος τον είδεν Οδυσσέας, να τυραννιέται απ΄ τα γεράματα κι απ΄ το βαρύ καημό του, τον πήραν κλάματα και στάθηκε σε μια αχλαδιά από κάτω·». (ω, 226-234)
Ο Οδυσσέας διστάζει να πλησιάσει και να αποκαλυφθεί αμέσως, ίσως γνωρίζοντας πως ο πατέρας του δε θα μπορέσει λόγω της ηλικίας του να αντέξει τη δυνατή συγκίνηση επανένωσης με γιο του. Αποφασίζει να πλησιάσει και να προσποιηθεί πως είναι κάποιος που γνωρίζει τον γιο του Οδυσσέα και που τον είχε στο παρελθόν φιλοξενήσει το σπιτικό του:
«Κάποτε κάποιον φιλοκόνεψα στη γη την πατρική μου, στο αρχοντικό μας· λέω δε βρέθηκε ξενομερίτης άλλος να μπει στο σπίτι μου και πιότερην αγάπη να του δείξω. απ΄ την Ιθάκη εκείνος πέτουνταν πως η γενιά του σέρνει, και τον υγιό του Αρκείσιου κύρη του πως έχει, το Λαέρτη. Εγώ στο σπίτι μου τον έφερα να τον καλοσκαμνίσω, κι απ΄ τα πολλά κει μέσα που ΄κρυβα τον φίλεψα με αγάπη, και δώρα της φιλίας του χάρισα, σε ξένους ως ταιριάζει». (ω, 266-273)
Ο Λαέρτης συγκινείται πραγματικά στα λόγια του Οδυσσέα και θρηνεί τον αδικοχαμένο γιο του, ενώ χωρίς να το γνωρίζει τον έχει να στέκεται ζωντανός μπροστά του:
«Πόσα που λες τον φιλοκόνεψες έχουν περάσει χρόνια, τον έρμο ξένο σου, το τέκνο μου —ποτές μου αν είχα τέκνο! — το δύστυχο᾿ μακριά απ΄ τον τόπο του κι απ΄ τους δικούς του εχάθη τροφή στα ψάρια λέω της θάλασσας, για στη στεριά σπαράχτη από θεριά κι απ΄ όρνια η σάρκα του᾿ κι ουδέ οι γονιοί του, η μάνα κι εγώ ο πατέρας του, τον κλάψαμε νεκροστολίζοντάς τον. (ω, 287-293)
Ο Οδυσσέας βλέποντας τον πατέρα του να βιώνει τόσο πόνο για εκείνον δε μπορεί να συγκρατηθεί και πέφτει στην αγκαλιά του, αποκαλύπτοντας ποιος πραγματικά είναι: «Μα κι η καρδιά του γιου σπαρτάρησε, τον κύρη του ως εθώρειε, και τα ρουθούνια του μερμίδιζαν αψιά, για να ξεσπάσει. Χιμώντας τότε τον αγκάλιασε, τον φίλησε και του ΄πε:
«Ατός μου εγώ είμαι εκείνος, κύρη μου, που χρόνια αποζητούσες΄ Στα είκοσι χρόνια απάνω εδιάγειρα στη γη την πατρική μου. Μα το πολύδακρό σου σύθρηνο και το δαρμό σταμάτα, για να σου πω —καιρός να χάνουμε πολύς δε μένει αλήθεια—(ω 318-324).
Δύσπιστος ο Λαέρτης αναζητά σημάδια: «Αν ο Οδυσσέας ο γιος μου πέτεσαι πως είσαι, εδώ που φτάνεις, σημάδι φανερό μολόγα μου, και τότες να πιστέψω.» (ω, 328-329) Ο Οδυσσέας αποκαλύπτει το σημάδι στο πόδι που του άφησε ένας κάπρος όταν ήταν μικρός. Ο Λαέρτης εξακολουθεί να είναι δύσπιστος και πείθεται μόνο όταν ο γιος του αφηγείται στιγμές που είχαν περάσει στο παρελθόν μαζί πατέρας και παιδί:
«Κι ακόμα να σου πω τα δέντρα μου στο πάγκαλο μας χτήμα΄ ήμουν παιδί και μου τα χάρισες᾿ μια μέρα σε ακλουθούσα μέσα στον κήπο και σου γύρευα δικό μου κάθε δέντρο. Και συ ένα ένα τα λογάριαζες ποια θα γενούν δικά μου΄ απ΄ τις μηλιές σου δέκα, δεκατρείς απ΄ τις αχλαδιές σου κι απ΄ τις συκιές σαράντα μου ΄δωκες, και μου ΄ταζες κι αμπέλι πενήντα αράδες᾿ κι ούτε που ΄πεφτε μαζί της κάθε αράδας ο τρύγος, τι είχες μες στο αμπέλι σου λογής λογής σταφύλι, κάθε χρονιά που ο Δίας θα χάριζε καλή σοδιά ψηλάθε.» (ω, 336-344)
Ο Λαέρτης είναι πια σίγουρος πως ο ξένος που έχει απέναντί του δεν είναι άλλος από τον γιο του Οδυσσέα και με συγκίνηση παραδίδεται στην αγκαλιά του: «Αυτά είπε, κι εκείνου τα γόνατα λύθηκαν κι η καρδιά του, τ΄ αλάθευτα σημάδια ως γνώρισε στα λόγια του Οδυσσέα, και στο λαιμό του γιου του ερίχτηκε, κι ως λίγωσε η ψυχή του, ο θείος, πολύπαθος απάνω του τον έσφιγγε Οδυσσέας.» (ω, 345-348)
Η επανένωση πατέρα και γιου έδωσε όχι μόνο μεγάλη χαρά στο Λαέρτη, αλλά τον έκανε να μοιάζει με όμορφο αθάνατο θεό στα μάτια του πολύπαθου γιου του Οδυσσέα: «Ωστόσο η βάγια η Σικελιώτισσα τον αντρειανό Λαέρτη στο σπίτι μέσα πήρε κι έλουσε, τον άλειψε με μύρο κι ώριο μαντί μετά του φόρεσε᾿ κι ήρθε η Αθηνά κοντά του και το κορμί σιδεροστέλιωσε μεμιάς του στρατολάτη, σαν πιο γεμάτος, πιο αψηλόκορμος απ΄ ό,τι πριν να δείχνει. Κι ως βγήκε απ΄ το λουτρό, τον κοίταζεν ο γιος του με καμάρι, θωρώντας τον με τους αθάνατους θεούς να μοιάζει τόσο, και κράζοντας τον ανεμάρπαστα κινούσε λόγια κι είπε: «απ΄ τους θεούς, πατέρα, σίγουρα τους ανοαώνιους κάποιος να δείχνεις σ΄ έκανε ομορφότερος στην ελικιά, στην όψη!» (ω, 366-374)
Κείμενο: Ομήρου Οδύσσεια, μτφρ. Ι.Κακριδή-Ν.Καζαντζάκη.
Αναδημοσίευση από Αρχαιότης Έγραψεν, Μυσταγωγία - Μυθαγωγία
Δεν υπάρχουν σχόλια: