Του Γιάννη Σ. Γκανάσου
Απευθυνόμενος, απ’ αυτό εδώ το ελεύθερο βήμα που προάγει τον πολιτισμό και την αυτοσυνειδησία μας ως Έλληνες, στους διοργανωτές και εμπνευστές τoυ τριημέρου συμποσίου «Ομήρου μέθη», θέλω να ευχαριστήσω όλους όσοι συνέβαλλαν στην πραγματοποίησή του και ιδιαιτέρως τον χαρισματικό φίλο Σπύρο Αρσένη.
Σε όλους εσάς εδώ τους κατοίκους της Ιθάκης, από μετριοφροσύνη, ενίοτε, ίσως και να σας διαφεύγει η έντονη αίσθηση της παγκόσμιας αυτής μοναδικότητας του νησιού σας.
Τον επισκέπτη όμως με το που εισέρχεται στον κρυφό, απάνεμο και πανέμορφο λιμένα του τον καταλαμβάνει ένα απρόσμενο δέος και η καρδιά του πάλλεται με ταχείς ρυθμούς θαυμασμού όταν αντικρίζει και περπατά τον τόπο του διασημοτέρου μύθου που αφορά τον θρυλικότερο βασιλέα αλλά ταυτοχρόνως και μιας αληθινής πραγματικής πολυχιλιετούς ελληνικής ιστορίας μας.
Εκστατική, βαθειά αλλά και λυσιμελής η συγκίνηση όταν ο επισκέπτης καλείται στο βήμα αυτού του τόπου που με τα μάτια της ψυχής του διακρίνει σε κάθε του κίνηση τα ανεξίτηλα ίχνη που άφησαν στο απώτερο παρελθόν άνθρωποι που μόνον η γραφίδα ενός Ομήρου θα μπορούσε να υμνήσει. Λαέρτης και Αντίκλεια, Οδυσσεύς και Πηνελόπη, Τηλέμαχος, η τροφός του Οδυσσέα Ευρύκλεια, όλοι τους καταστερισμένοι στο στερέωμα της αιωνίας ελληνικής αλλά και πανανθρωπίνης μνήμης.
Φίλες και φίλοι, πρίν 1850 περίπου χρόνια και μέσα από μια ρωμαιοκρατουμένη Ελλάδα, ο ευσυνείδητος περιηγητής και καταγραφέας της, Παυσανίας, κάνει μια πικρή διαπίστωση.
«Ἕλληνες … εἰσὶ δεινοὶ τὰ ὑπερόρια ἐν θαύματι τίθεσθαι μείζονι ἢ τὰ οἰκεῖα.»
Παυσανίας. 9.36.5.(1-2)
Οι Έλληνες είναι τρομεροί στο να θαυμάζουν περισσότερο από τα δικά τους τα ξένα πράγματα.
Όσοι ακόμη πονάμε αυτόν τον τόπο, και ευτυχώς είμαστε αρκετοί, φρικιώμεν και μόνον στην σκέψη, του τι θα έλεγε αν ζούσε σήμερα.
Ρίχνοντας μια ματιά στον ημερήσιο και περιοδικό, κατ’ επίφαση, ελληνόφωνο τύπο ή ακόμη χειρότερα κάνοντας τηλεσάρωση σε κάποιους τηλεοπτικούς διαύλους παρατηρούμε ότι αδειάζουν καθημερινώς επάνω μας άφθονο τον βόρβορο της υποκουλτούρας, θωπεύοντας τα νωχελικά μας αυτιά και κεντρίζοντας τα πιο ποταπά των ενστίκτων μας. Προάγουν τον τρυφηλό και ασύδοτο βίο, εισάγοντας έναν ξένο τρόπο ζωής, τόσο απάνθρωπο και μακρινό από τα γνησίως ελληνικά πρότυπα και ιδεώδη, μετατοπίζοντας επικινδύνως τον πατροπαράδοτο αξιακό μας ορίζοντα, σπρώχνοντας κυρίως την νεολαία μας στην πνευματική παρακμή του ολέθρου και των κοινωνικο-ηθικών αδιεξόδων, υποβαθμίζοντας κάθε πολιτιστικό αγαθό σε καταναλώσιμο αγοραίο είδος, και ονοματίζοντας άχρηστα, χυδαία και επιβλαβή εμπορικά καταναλωτικά προϊόντα ως δήθεν πολιτιστικά αγαθά.
Η γνώση όλου του κόσμου μένει μετέωρη χωρίς την γνωριμία του τόπου μας, χάνοντας κάθε αξία και δύναμη, σαν τον Ανταίο που αποδυναμώνεται όταν τον αποσπά ο Ηρακλής από το έδαφος.
Απεναντίας όταν, η γνώση, συνοδεύεται από στοιχεία του τόπου μας τα οποία αποκτήθηκαν με την προσωπική μας συμμετοχή και θυσία, συγκινεί βαθειά την ψυχή μας και χαράσσεται ανεξίτηλα στον νου μας.
Η μνήμη καθιστά δυνατή την κρίση, συμβάλλει στην κατανόηση και οδηγεί, στον στοχασμό, βοηθώντας τον τρωτό άνθρωπο να υπερβεί την προσωρινότητα του βίου του επί της γης.
Αγαπητοί φίλοι, απόψε σας καλώ να ταξιδέψουμε στον χρόνο και ευελπιστώ να καταδείξω τα αόρατα νήματα που συνδέουν τις δύο περιοχές της Ελλάδος, την περιοχή του δικόρφου Παρνασσού και της Ιθάκης, περιγράφοντας εν συντομία συμβάντα του απώτερου παρελθόντος που σημάδεψαν την χώρα όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε η βασίλισσα της Ιθάκης Αντίκλεια, η μάννα του Οδυσσέα αλλά και κόρη του Αυτόλυκου βασιλιά του Παρνασσού.
Θα προβώ σε μία σύντομη αναφορά για να αντιληφθούμε την σπουδαιότητα της περιοχής απ’ όπου καταγόταν η Αντίκλεια γυναίκα του Λαέρτη και μητέρα του Οδυσσέα.
Λέγομαι Γιάννης Σ. Γκανάσος, γεννήθηκα στον Αγιο Βλάσιο Λεβαδείας, τον πάλαι ποτέ κλειτόν Πανοπέα. Βοιωτός από τον πατέρα και Φωκεύς από την Μάννα.
Ο Πανοπεύς, για τους μη γνωρίζοντες, βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο της Κωπαΐδας, εκεί που συναντώνται ο δίκορφος Παρνασσός, ο Πανάγιος Ελικών, η Κίρφη και πηγάζει μέρος του βοιωτικού Κηφισσού που ξεδιψά, εν μέρει, και την Αθήνα.
Επί της αρχαίας οδού Θηβών προς Δελφούς και έξι χιλιόμετρα από την γενέτειρα του Πλουτάρχου με τον πασίγνωστο λέοντα της Χαιρωνείας.
Στην κορυφή του λόφου του Πανοπέως, μας περιμένει η έκπληξη του παναρχαίου, μυκηναϊκής εποχής, κυκλωπείου τείχους με τις τετράγωνες επάλξεις του. Αποτελεί την αδιάψευστη μαρτυρία για την αίγλη και την στρατηγική σπουδαιότητα της αρχαίας πόλεως του Πανοπέως. Οι κάτοικοί του αν και επί αιώνες πολιτογραφημένοι Φωκείς, έλκουν την καταγωγή τους από τον Ορχομενό της Βοιωτίας και ανήκουν στην πασίγνωστη αρχαιοτάτη φυλή των Μινυών.
Συμμετέχουν στα σπουδαιότερα γεγονότα που σημάδεψαν την προϊστορική και ιστορική περίοδο και ως Μινύες στις περίφημες αργοναυτικές εκστρατείες με τα ταξίδια σε όλον τον πλανήτη.
Στον παρακείμενο χείμαρρο της πόλεως και από την λάσπη αυτού, της οποίας, ο Παυσανίας στην εποχή του, αισθάνθηκε την οσμή ανθρωπίνης σαρκός, ο τιτάνας Προμηθεύς, πατέρας του Δευκαλίωνος, έπλασε, σύμφωνα με τον μύθο, τους πρώτους ανθρώπους. Και αυτή είναι η πρώτη Ελληνογέννεση, η οποία λαμβάνει χώρα στην ευρύτερη περιοχή της βοιωτίας και του Παρνασσού.
Ο γιος του Προμηθέως, Δευκαλίων, βασιλεύς στην περιοχή της Φθίας, η οποία εκτεινόταν από την Θεσσαλία έως την Βοιωτία, νυμφεύεται την Πύρρα, θυγατέρα του Επιμηθέως και της Πανδώρας, ήτοι της πρώτης γυναίκας που έπλασαν οι θεοί.
Όταν ο Ζεύς αποφάσισε να αφανίσει το «χαλκούν γένος», ο Δευκαλίων κατόπιν συμβουλής του πατέρα του Προμηθέως, κατασκεύασε μια λάρνακα, ένα πλεούμενο δηλαδή, και βάζοντας μέσα όλα τα χρειώδη, ανέβηκε και ο ίδιος με την γυναίκα του Πύρρα, όπου και διασώθηκαν στον Παρνασσό. Στην ευρύτερη περιοχή του πανοπίου πεδίου και της κοιλάδος της Βοιωτίας αναγεννιέται το Ελληνικό Έθνος μετά τον βοιωτικό κατακλυσμό ή κατακλυσμό του Δευκαλίωνος, από τα οστά της μητέρας γης. Πραγματοποιείται δηλαδή η δεύτερη Ελληνογέννεση και πάλι στην ίδια περιοχή του Παρνασσού.
Η ανθρωπογονία του Προμηθέως, αλλά και η μετέπειτα του Δευκαλίωνος και της Πύρρας, καθιστούν την περιοχή, κοιτίδα του Έλληνος, τουλάχιστον, ανθρώπου.
Από την πασίγνωστη στην αρχαιότητα χαράδρα του Πανοπέως, η οποία ξεχύνεται έμπροσθεν του Παρνασσού, ξεκινά «ημερούν τους ανθρώπους», δηλαδή, εκπολιτίζοντας τους, ο χρυσοτοξότης θεός του φωτός και της αρμονίας, Απόλλων, κατά τον Στράβωνα. (θ.422.12).
Ο Πλάτων λέει ότι κι αν ακόμη ο Προμηθεύς δεν έπλασε τον άνθρωπο, σίγουρα όμως του έδωσε την δυνατότητα να ζη, χαρίζοντάς του κάθε τέχνη και επιστήμη.
Η παρουσία προϊστορικού ανθρώπου προ 6.000 ετών έχει αποδειχθεί σε ανασκαφές των γειτονικών περιοχών Ελάτειας και Ορχομενού, αναγόμενες στην ίδια εποχή του Σέσκλου και Διμινίου.
Ο ήρως Πανοπεύς συμμετέχει στο περίφημο κυνήγι του Καλυδωνίου Κάπρου που είχε σταλεί από την Άρτεμη στην πόλη αυτή ως τιμωρία.
Την πανέμορφη Αίγλη, κόρη του βασιλέως Πανοπέως, την ερωτεύεται σφόδρα, κατά τον Ησίοδο, το βασιλόπουλο των περί την Οίτην Δωριέων, Αιγίμιος, αλλά την νυμφεύεται ο Αθηναίος Θησεύς μετά την εγκατάλειψη της Αριάδνης στην Νάξο.
Ο ήρως Επειός είναι γιός του ήρωος και βασιλέως Πανοπέως. Ωραίος και γενναίος άνδρας, άριστος πρωτοπυγμάχος των Αχαιών στην Τροία και εξαίρετος αρχιτέκτων, γνώστης της αρχιτεκτονικής τέχνης θα κληθεί να υλοποιήσει τον περίφημο Δούρειο Ίππο, ήτοι την πρόταση της Αθηνάς στον Οδυσσέα.
Υπάρχει μια συνεχής και αγαστή συνεργασία του Οδυσσέως και του αρχιτέκτονα Επειού όπως μαρτυρείται από τον ίδιο πάλι τον θείο Όμηρο όταν ο Οδυσσεύς φιλοξενούμενος κατά την επιστροφή του στο ανάκτορο του βασιλέως Αλκινόου και της κόρης του Ναυσικάς και κατά την παράθεση δείπνου προς τιμήν του ο αοιδός του παλατιού Δημόδοκος καλείται και τραγουδά τα κατορθώματα και τις περιπέτειες των Αχαιών που ήδη έχουν κάνει τον γύρο του κόσμου.
«ἀλλ' ἄγε δὴ μετάβηθι καὶ ἵππου κόσμον ἄεισον
δουρατέου, τὸν Ἐπειὸς ἐποίησεν σὺν Ἀθήνῃ,
ὅν ποτ' ἐς ἀκρόπολιν δόλον ἤγαγε δῖος Ὀδυσσεὺς
ἀνδρῶν ἐμπλήσας, οἳ Ἴλιον ἐξαλάπαξαν».
Οδύσσεια θ.492-495.
Συνέχισε λοιπόν και τραγούδησέ μας την ιστορία με τον Δούρειο Ίππο που τον έφτιαξε ο Επειός με την βοήθεια της Αθηνάς, το απατηλό αυτό τέχνασμα, που έφερε κάποτε στην ακρόπολη ο θεϊκός Οδυσσεύς, αφού πρώτα το γέμισε με γενναίους πολεμιστές, που κυρίεψαν το Ίλιον.
Στο «Λ» της Οδυσσείας, όπου ο Οδυσσεύς έχει κατέβει στον Άδη αναζητώντας τον μάντη Τειρεσία για να μάθει το μέλλον του, μεταξύ των άλλων ψυχών συναντά και εκείνη του Αχιλλέως.
«αὐτὰρ ὅτ' εἰς ἵππον κατεβαίνομεν, ὃν κάμ' Ἐπειός,
Ἀργείων οἱ ἄριστοι, ἐμοὶ δ' ἐπὶ πάντ' ἐτέταλτο,
[ἠμὲν ἀνακλῖναι πυκινὸν λόχον ἠδ' ἐπιθεῖναι,]
ἔνθ' ἄλλοι Δαναῶν ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες
δάκρυά τ' ὠμόργνυντο, τρέμον θ' ὑπὸ γυῖα ἑκάστου· »
Οδύσσεια. λ.523-527.
Αλλά όταν μπήκαμε στον Δούρειο Ίππο, τον οποίο έφτιαξε ο Επειός, οι γενναιότεροι από τους Αχαιούς, και σε μένα τα πάντα είχαν ανατεθεί, και να ανοίγω το στερεό εκείνο μηχάνημα της παγίδος και να το κλείνω. Τότε οι άλλοι αρχηγοί και ηγεμόνες των Δαναών τα δάκρυά τους σκούπιζαν και έτρεμαν κρυφά τα μέλη του καθ' ενός.
Ο Ευριπίδης στις Τρωάδες του, λέει:
«ὁ γὰρ Παρνάσιος Φωκεὺς Ἐπειὸς μηχαναῖσι Παλλάδος ἐγκύμον' ἵππον τευχέων»
Ευριπίδης. Τρωάδες 9-11
Ο Φωκεύς Επειός, από τα μέρη του Παρνασσού, με την βοήθεια της Αθηνάς Παλλάδος κατασκεύασε τον γκαστρωμένο (με πολεμιστές) ξύλινο ίππο.
Σύμφωνα με τον Βιργίλιο, μαζί με τον Οδυσσέα και τους πενήντα καλλίτερους ήρωες των Αχαιών, στην κοιλιά του ΄Ιππου, κλείστηκε και ο δίος Επειός όπως τον αποκαλεί ο Όμηρος. Φαίνεται πολύ φυσικό και εκ της γενναιότητας του ανδρός, αλλά κυρίως, εικάζουμε, για την γνώση του σχετικώς με την κατασκευή του ξύλινου ίππου και των μυστικών του περίτεχνων ανοιγμάτων.
Η περιοχή του Παρνασσού στην αρχαιότητα ήταν καλυμμένη κατά το μεγαλύτερο μέρος της με βελανιδιές, κουμαριές, ρείκια, ευκαλύπτους, πλατάνια και όλα τα άλλα γνωστά και σήμερα, δυστυχώς, λίγα απομεινάρια δένδρων που συναντάμε.
Υπήρχε άφθονο κυνήγι αγριογούρουνων, ζαρκαδιών, ελαφιών, περδικών, λαγών, ορτυκιών και άλλων αγρίων ζώων.
Οι ποταμοί έσφυζαν ψαριών και τα έλη της Κωπαϊδος νοστιμότατων χελιών. Ο Αριστοφάνης αλλά και άλλοι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν όχι μόνον την νοστιμιά τους αλλά ότι ήσαν περιζήτητα και πανάκριβα στην Αθήνα.
Η αναφορά σε άγρια και μεγάλα ζώα μας ερεθίζει να φανταστούμε την εικόνα της πυκνής και εκτεταμένης βλάστησης της περιοχής και του ιδίου του δικόρφου Παρνασσού, η οποία επιβεβαιώνεται ρητώς από τον Όμηρο όταν κάνει αναφορά για τον τραυματισμό του νεαρού ακόμη Οδυσσέως από αγριόχοιρο κατά την επίσκεψή του στον παππού του Αυτόλυκο, στον Παρνασσό, κατά την διάρκεια διεξαγωγής μυητικού της εφηβείας κυνηγίου με τους θείους του.
Ελάχιστοι ίσως γνωρίζουν ότι η μητέρα του Οδυσσέως Αντίκλεια ήταν κόρη του βασιλέως της περιοχής του Παρνασσού, Αυτόλυκου και ότι η πασίγνωστη εξυπνάδα του και πανουργία του οφείλεται στον τετραπέρατο αυτόν διπλωμάτη, πολιτικό και βασιλέα παππού του. Ο Αυτόλυκος, νυμφεύθηκε την Αμφιθέα και απέκτησαν την Αντίκλεια, την μητέρα του Οδυσσέα. Ο Αυτόλυκος ζούσε στον Παρνασσό, έχοντας δημιουργήσει πολλά κτήματα, πλούτο και οικογένεια με πολλούς γιους και θυγατέρες και έλαβε μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία. Στην περιοχή του Παρνασσού έζησε τα νεανικά της χρόνια η Αντίκλεια έως ότου την γνωρίσει σε κάποια επίσκεψή του ο Λαέρτης και την νυμφευθεί. Ο πατέρας της, ο Αυτόλυκος, όπως μας περιγράφει λεπτομερώς ο Όμηρος, επισκέφθηκε την Ιθάκη όταν γέννησε η κόρη του Αντίκλεια και τηρώντας ένα πανάρχαιο έθιμο έδωσε ο ίδιος στον εγγονό του το όνομα Οδυσσεύς.
Ο Αυτόλυκος, είχε κλέψει ένα δερμάτινο κράνος, φτιαγμένο με δόντια αγριογούρουνου (κάπρου), από το σπίτι του πατέρα του Φοίνικα, Αμύντορος Ορμενίδη, Κ Ιλιάδος, στ. 267. Το κράνος αυτό μέσω του Μηριόνη πέρασε στον Οδυσσέα, που του το έδωσε τη νύκτα της επιδρομής και κατασκοπείας στο Τρωικό στρατόπεδο.
Μάλιστα, κατά την καλουμένη τελετή της ονοματοθεσίας, η οποία γινόταν την εβδόμη ή δεκάτη ημέρα από της γεννήσεως του παιδιού, κράτησε στα χέρια του το νεογέννητο που έμελλε να γίνει ο πιο φημισμένος άνθρωπος όλων των εποχών, προφέροντας με έμφαση τα εξής λόγια:
«πολλοῖσιν γὰρ ἐγώ γε ὀδυσσάμενος τόδ' ἱκάνω,
ἀνδράσιν ἠδὲ γυναιξὶν ἀνὰ χθόνα βωτιάνειραν·
τῷ δ' Ὀδυσεὺς ὄνομ' ἔστω ἐπώνυμον.»
ΟΔΥΣΣΕΙΑ Τ.407
Στάθηκα η οργή των εχθρών μου, ως τα πέρατα της γης, γι’ αυτό δίνω σ’ αυτόν το όνομα Οδυσσεύς.
Ετυμολογικώς, Οδύσσομαι σημαίνει οργίζομαι και Οδυσσεύς ο οργισμένος ή ο μισούμενος. Και πως θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά για τον θείο Οδυσσέα.
ΟΔΥΣΣΕΙΑ. (Τ) 19.399-504
Και ερχόμαστε στο προκείμενο της σημερινής διάλεξης.
Η Αντίκλεια είναι προ καιρού γυναίκα του Λαέρτη.
Φθάνει λοιπόν μια ημέρα, από τον Παρνασσό, ο Αυτόλυκος στην εύφορη κοιλάδα της Ιθάκης και πετυχαίνει λεχώνα την θυγατέρα του Αντίκλεια με το μόλις νεογέννητο παιδί της. Παρατίθεται το δείπνο του καλώς ορίσματος και η τροφός Ευρύκλεια εναποθέτει το νεογέννητο στα γόνατα του παππού Αυτόλυκου και του απευθύνει τον λόγο.
Αυτόλυκε να βρεις εσύ τώρα όποιο όνομα θελήσεις να δώσεις στο παιδί της θυγατέρας σου, αφού ευχόσουν να αποκτήσεις εγγονό.
Παίρνοντας τον λόγο ο Αυτόλυκος είπε δυνατά. Γαμπρέ και θυγατέρα μου, ακούστε ποιο όνομα θα του δώσω. Έφτασα εδώ εγώ οδυσσάμενος, δηλαδή με θύμωσαν πολλοί, γυναίκες κι άντρες, όσους απάντησα στον δρόμο μου, γυρίζοντας από την μια χώρα στην άλλη γι᾽ αυτό ονομάζω το παιδί Οδυσσέα, και έτσι να το φωνάζουν.
Όταν με το καλό θα μεγαλώσει και γίνει έφηβος πια να έρθει στον Παρνασσό, στο πατρικό της μάνας του, όπου φυλάω τα πλούτη μου. Θα του χαρίσω τότε μερτικό γενναίο, και πιο χαρούμενο θα τον ξεπροβοδίσω.
Έτσι και έγινε. Έφηβος ο Οδυσσέας πήγε στον Παρνασσό να πάρει τα ταξίματα, και τα θαυμάσια δώρα. Ο παππούς του Αυτόλυκος κι οι γιοι του, μόλις τον είδαν, τον καλωσόρισαν εγκάρδια του έσφιξαν το χέρι και του μίλησαν γλυκά και ωραία. Της μάννας του η μάννα, η γυναίκα του Αυτόλυκου, τον κράτησε στην αγκαλιά της και τον φιλούσε τρυφερά, μια στο κεφάλι και μια στα ωραία του μάτια.
Ο Αυτόλυκος πρόσταξε τους τιμημένους γιους του να ετοιμάσουν τον δείπνο της υποδοχής. Κι αυτοί υπακούοντας στην εντολή του έφεραν μέσα ένα αρσενικό πεντάχρονο βόδι, το έγδαραν και το φρόντισαν, το έκοψαν σε κομμάτια, μετά το λιάνισαν, το πέρασαν στις σούβλες επιδέξια, έθιμο που παραμένει ακόμη για εμάς στα πέριξ του Παρνασσού, το έψησαν στην φωτιά με τέχνη και το μοίρασαν στην ομήγυρη.
Έτσι, όλη την ημέρα, ωσότου βασιλέψει ο ήλιος, έτρωγαν κι έπιναν, και κανενός δεν έλειψε το δίκαιο μερτικό.
Όταν ο ήλιος έδυσε και έπεσε το σκοτάδι, επήγαν τότε να κοιμηθούν, για να χαρούν το δώρο του ύπνου. Την άλλη μέρα ξημερώνοντας ρόδισε η Αυγή τον ουρανό, κι αμέσως κίνησαν να πάνε για κυνήγι οι γιοι του Αυτολύκου με τα κυνηγόσκυλα και μαζί τους φυσικά πήραν και τον Οδυσσέα στο μυητικό της εφηβείας κυνήγι.
Άρχισαν να ανεβαίνουν το απόκρημνο βουνό του Παρνασσού, με δάση σκεπασμένο, κι έφτασαν γρήγορα στους ανεμοδαρμένους λόγγους. Την ώρα εκείνη ο ήλιος ανατέλλοντας έριχνε τις ακτίνες του στην γη, ανεβαίνοντας απ᾽ τον βαθύρροο Ωκεανό, με τα νερά του ασάλευτα.
Και τότε βρέθηκαν οι κυνηγοί βαθιά στην λαγκαδιά. Μπροστά τους έτρεχαν τα κυνηγόσκυλα, ψάχνοντας ίχνη αγριμιών, και ακολουθούσαν πίσω τους οι γιοι του Αυτολύκου, ανάμεσα τους ο θείος Οδυσσέας, πλάι στα σκυλιά, κραδαίνοντας στο χέρι μακρόσκιο δόρυ.
Μέσα σε μια λόχμη αδιαπέραστη ήταν χωμένος ένας τεράστιος κάπρος, η λόχμη ήταν τόσο πυκνή που μήτε των υγρών ανέμων οι ριπές δεν περνούσαν, μήτε κι ο ήλιος με τις πάμφωτες ακτίνες του την έφτανε, μήτε η βροχή δεν νότιζε το χώμα της, τόσο πυκνή ήταν, και γύρω εκεί πεσμένα φύλλα αμέτρητα.
Ακούγοντας ο κάπρος το ποδοβολητό των κυνηγών και των σκυλιών, καθώς εκείνοι προχωρούσαν για να τον ακοντίσουν, σε αδιέξοδο ο ίδιος τους βγήκε αντίκρυ από τον λόγγο, με την ράχη ανατριχιασμένη, με τα μάτια που πετούσαν φλόγες, αλλά και αυτοί όλο και πιο κοντά του ζύγωναν.
Πρώτος απ᾽ όλους ο Οδυσσέας όρμησε, ψηλά σηκώνοντας στο στιβαρό του χέρι το μακρύ κοντάρι, έτοιμος να χτυπήσει. Τον πρόλαβε όμως ο κάπρος που λοξά πετάχτηκε κι έσκισε με το δόντι του την σάρκα, πάνω απ᾽ το γόνατο, ευτυχώς δεν έφτασε η πληγή στο κόκαλο. Ο Οδυσσέας όμως πρόφτασε και έριξε το δόρυ, τον πέτυχε στον δεξιό ώμο, και πέρασε η αιχμή από το φωτεινό του δόρυ βγαίνοντας στην άλλην άκρη, ο κάπρος μουγκρίζοντας έπεσε στο σκονισμένο χώμα, και ξεψύχησε.
Τον κάπρο οι γιοι του Αυτόλυκου έτρεξαν και τον περιμάζεψαν, και αμέσως με τέχνη έδεσαν την πληγή του άψογου, ισόθεου Οδυσσέα, με ξόρκι σταματώντας το μαύρο αίμα και ύστερα γύρισαν στα πατρικά τους δώματα.
Εκεί ο Αυτόλυκος κι οι γιοι του γιάτρεψαν καλά τον Οδυσσέα, του χάρισαν ωραία δώρα και, δίχως καθυστέρηση, γερό πια και χαρούμενο, τον έστειλαν στην πατρική του Ιθάκη.
Στην Ιθάκη ο πατέρας του Λαέρτης και η σεβαστή του μάννα Αντίκλεια, ολόχαροι με την επιστροφή του, βλέποντας το σημάδι της ουλής του, άρχισαν να τον ρωτούν τα πάντα. Ο Οδυσσέας εξιστόρησε καταλεπτώς το τι και πώς επάνω στο κυνήγι ο κάπρος τον τραυμάτισε με το λευκό του δόντι, όταν στον Παρνασσό ανέβηκε να κυνηγήσει, παρέα με τους θείους του, τους γιους του Αυτόλυκου.
Αυτή είναι η περίφημη ουλή, που μετά από είκοσι χρόνια, η γερόντισσα Ευρύκλεια, αναγνώρισε πλένοντας τα πόδια του αγνώστου μέχρι εκείνη την στιγμή Οδυσσέα, που αμέσως με το άγγιγμα αμόλησε το πόδι στον αέρα. Έπεσε τότε το πόδι του Οδυσσέα μέσα στην λεκάνη, βρόντηξε ο χαλκός, έγειρε η λεκάνη πλάι, χύθηκε όλο το νερό στο χωματένιο δάπεδο. Και πάνω εκεί η Ευρύκλεια ένιωσε μέσα της χαρά και πόνο, τα μάτια της πλημμύρισαν στα δάκρυα, πιάστηκε η φωνή της, ώσπου ακούμπησε το χέρι της στου Οδυσσέα το γένι και μετά βίας μίλησε: «Γιε μου, αλήθεια είσαι ο Οδυσσέας! Και εγώ πιο πριν δεν σ᾽ αναγνώρισα, προτού τον κύρη μου παντού να ψηλαφήσω.»
Λέγοντας αυτά έστρεψε την ματιά της στην Πηνελόπη, θέλοντας να της κάνει νόημα πως είναι εδώ ο αγαπημένος της, μέσα στο σπίτι. Εκείνη όμως δεν μπορούσε να δει μπροστά της, ούτε καν να σκεφτεί, γιατί η Αθηνά της ξεστράτισε τον νου της.
Στο μεταξύ ο Οδυσσέας με το δεξί του χέρι έπιασε την γριά απ᾽ τον λαιμό, ενώ με το άλλο του την τράβηξε κοντά του και μυστικά της είπε: «Μανούλα, θες αλήθεια να με καταστρέψεις; Εσύ μ᾽ ανάθρεψες με γάλα πάνω στο βυζί σου. Και να που τώρα, μετά τα τόσα βάσανα και πάθη, γύρισα επιτέλους στην πατρίδα, κοντεύουν πια να κλείσουν είκοσι χρόνια ολόκληρα.
Αφού όμως με γνώρισες, μ᾽ ενός θεού την φώτιση, τώρα δεν θα βγάλεις μιλιά, ψυχή να μην το μάθει μέσα στο παλάτι. Κάτι θα πω, και πες το σίγουρα πως έγινε: αν με το χέρι μου κάποιος θεός δαμάσει τους περήφανους μνηστήρες, και ας ήσουν παραμάνα μου, δεν πρόκειται να μου ξεφύγεις, όταν τις άλλες δούλες, σε τούτο, το δικό μου το παλάτι, όλες θα σφάξω με το χέρι μου.»
Στα λόγια αυτά του Οδυσσέα απάντησε η γνωστική Ευρύκλεια: «Παιδί μου, τι λόγος είναι πάλι αυτός που βγήκε από το στόμα σου! Ξέρεις πως έχω μέσα μου μεγάλη δύναμη που δεν λυγίζει, δεν υποχωρεί. Θα κρατηθώ λοιπόν, σαν την σκληρή την πέτρα, σαν το σίδερο.
Και τώρα κάτι άλλο θα σου πω, κι εσύ βάλ᾽ το καλά στον νου σου: αν με το χέρι σου κάποιος θεός δαμάσει τους περήφανους μνηστήρες, εγώ θα σου τις φανερώσω μία προς μία τις γυναίκες, ποιες σ᾽ ατιμάζουν στο παλάτι και ποιες αθώες έμειναν.»
Και ο Οδυσσέας ο πολύγνωμος της αποκρίθηκε μιλώντας: «Γερόντισσα, δεν χρειάζεται να μου πεις εσύ το τι συμβαίνει, δεν είναι αυτή δουλειά δική σου. Μπορώ και μόνος μου να κρίνω, θα μάθω καθεμιάς την στάση και το φρόνημα. Εσύ κράτα το στόμα σου κλειστό και άφησε στους θεούς τα υπόλοιπα.»
Έτσι της μίλησε, κι αμέσως η γερόντισσα βγήκε απ᾽ την κάμαρη, νερό να φέρει πάλι για τα πόδια του, αφού το πρώτο είχε ολότελα χυθεί.
Την συνέχεια πάνω κάτω την γνωρίζουμε όλοι.
ΑΛΑΛΚΟΜΕΝΑΙ ΙΘΑΚΗΣ
Την Βοιωτία όμως και την Ιθάκη τις συνδέουν ακόμη από αρχαιοτάτων χρόνων και μια κοινή τοπωνυμία.
Στην ευρύτερη περιοχή της Βοιωτίας, όπου δεσπόζει ο Παρνασσός ευρίσκεται και η πόλη Αλαλκομεναί.
Ο Αλαλκομενεύς, δηλαδή ο φρουρός, ήταν Βοιωτός «αυτόχθων» και έδωσε το όνομά του στην βοιωτική πόλη Αλαλκομενές. Σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, ο Αλαλκομενέας ανέθρεψε και δίδαξε την θεά Αθηνά, εξ ου και το επίθετό της «Αλαλκομενηίς Αθηνά»), και υπήρξε ο πρώτος που εισήγαγε την λατρεία της.
Ο Αλαλκομενέας μνημονεύεται ως ο πρώτος άνθρωπος που εμφανίσθηκε δίπλα στην λίμνη Κωπαΐδα, προτού ακόμα υπάρξει η Σελήνη.
Κατά τον Πλούταρχο η πόλη Αλαλκομεναί της Ιθάκης πήρε το όνομά της από την αντίστοιχη πόλη των Αλαλκομενών της Βοιωτίας όπου και γεννήθηκε η Αθηνά· Ο Στέφανος μάλιστα ονομάζει αυτή την πόλη Αλκομενάς, λέγοντας ότι ο Οδυσεύς επωνομάζετο απ' αυτής Αλκομενεύς.
Ο κηρυγμένος αρχαιολογικός χώρος των Αλαλκομενών Ιθάκης βρίσκεται στο λόφο του Αετού, στο στενό ισθμό που ενώνει τα δύο τμήματα του νησιού.
Η αρχαία πόλη στο λόφο του Αετού έγινε γνωστή ήδη από τις αρχές του 19ου αι., μέσα από τις περιγραφές των ξένων περιηγητών. Ο Ερρίκος Σλήμαν διεξήγαγε την πρώτη του ανασκαφή στον λόφο του Αετού. Ήδη από τις πρώτες αυτές έρευνες ήρθαν στο φως χάλκινα νομίσματα με την μορφή του Οδυσσέα και την επιγραφή ΙΘΑΚΩΝ.
Τα οικοδομικά λείψανα της πόλης είναι πολλά και καλύπτουν ολόκληρη την ανατολική πλαγιά του λόφου. Η πόλη περιβάλλεται από τείχη, τα οποία σε ορισμένα σημεία διατηρούνται σε εντυπωσιακό ύψος.
Τα ευρήματα ήταν πλούσια και χρονολογούνται από την Πρωτογεωμετρική (10ος αι. π.Χ.) μέχρι και την Ελληνιστική Εποχή (3ος αι. π.Χ. ? αρχές 2ου π.Χ. αι.).
Tα ευρήματα των ανασκαφών εκτίθενται στο Μουσείο Βαθέως.
Περαίνοντας τον λόγον μου, απαντώ στο ερώτημα που τίθεται πολλές φορές σε όλους μας:
Τι έχει μείνει σήμερα σε εμάς από τα χαρακτηριστικά των προγόνων μας;
Θα άρχιζα, με το μεγαλύτερο μειονέκτημά μας, την εγωπάθεια που εκδηλώνεται ως διχόνοια ματαιώνοντας τις κοινές προσπάθειες και κατακερματίζοντας κάθε ατομική ενέργεια.
Από την άλλη αναδεικνύεται το Αδέσμευτο, Αυθαίρετο, Ατίθασο και αληθινά ελεύθερο Εγώ μας, που χάρη σ’ αυτό παραμένουμε σε μια διαρκή σχέση με το σύμπαν και τα πράγματα γύρω μας, με αντίκτυπο στο πρωτοφανέρωτο της ψυχής μας.
Δεν έλειψε ποτέ από τους Έλληνες, παρ’ όλες τις ιστορικές αντιξοότητες, αλλά παραμένει πάντα έντονος η δημιουργική πλευρά στην φιλοσοφία, στην ποίηση, στις τέχνες, στις επιστήμες, στο εμπόριο και στον πόλεμο. Από αυτή την θετική πλευρά αναβλύζει και η δόξα των Ελλήνων.
Ο Έλλην μειονεκτεί στο πνεύμα αλληλεγγύης και συνεργασίας αλλά υπερτερεί των άλλων στην σύλληψη αφηρημένων εννοιών και στον πλούτο των συναισθημάτων που τον κατέστησε πρωτοπόρο στο Πνεύμα και στις Καλές Τέχνες.
Πρέπει να είμαστε υπερήφανοι ως Έλληνες και να πάψουμε κάποτε να αυτοσαρκαζόμαστε σαν ρωμιοί.
(*) Η ομιλία έγινε στην ΙΘΑΚΗ, στα πλαίσια του συνεδρίου «ΟΜΗΡΟΥ ΜΕΘΗ», που διοργάνωσε ο ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΙΘΑΚΗΣ «ΕΥΧΗΝ ΟΔΥΣΣΕΙ», στις 1-3 Ιουλίου 2022.
Πηγή: arxeion-politismou
Δεν υπάρχουν σχόλια: