Μια πρόσφατη έκδοση υπογραμμίζει ότι η Ελληνική αρχαιότητα παραμένει ένα διαφιλονικούμενο πεδίο
Καθώς έχουμε συνηθίσει να αντιμετωπίζουμε την «πολιτιστική κληρονομιά», ιδίως αυτή που σχετίζεται με αυτό που περιγράφουμε ως αρχαιότητα, ως κάτι που αποτελεί ένα αυτονόητο αγαθό, τμήμα της ίδιας της συγκρότησής μας ως έθνους, που πρέπει να ερευνηθεί, να προστατευθεί και να αναδειχθεί, συχνά παραβλέπουμε τον τρόπο με τον οποίο η εικόνα και πρόσληψη της αρχαιότητας ήταν αποτέλεσμα μιας ιστορίας πολιτικών και ιδεολογικών διεργασιών που παρήγαγαν ουσιαστικά μια εκδοχή ιστορικού παρελθόντος και τη σχέση μιας κοινωνίας με τα μνημεία και υλικά χνάρια αυτού του παρελθόντος. Μια διεργασία που δεν ήταν γραμμική αλλά αντιφατική και συγκρουσιακή, εν τέλει διαφιλονικούμενη.
Με αυτά ακριβώς τα ερωτήματα ασχολείται ο συλλογικός τόμος με τίτλο Constested Antiquity. Archeological Heritage and Social Conflict in Modern Greece and Cyprus, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από το Indiana University Press. Τον τόμο επιμελήθηκε η Επίκουρη Καθηγήτρια Μουσειολογίας στο Τμήμα Εικαστικών Σπουδών και Επιστημών της Τέχνης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Εσθήρ Σολομών. Ο τόμος βαδίζει πάνω στον δρόμο που χάραξε ο κριτικός αναστοχασμός της σχέσης ανάμεσα στο νεοελληνικό εθνικό φαντασιακό και την παραγωγή του παρελθόντος που προσέφεραν βιβλία όπως το Έθνος-όνειρο: Διαφωτισμός και θέσμιση της σύγχρονης Ελλάδας του Στάθη Γουργούρη (εκδ. Κριτική, 2007, για την ελληνική μετάφραση) ή το Έθνος και τα ερείπιά του, του Γιάννη Χαμηλάκη (2012, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, για την ελληνική μετάφραση), εξετάζοντας συγκεκριμένα παραδείγματα όπου η πρόσληψη της αρχαιότητας συναντήθηκε με τις πολιτικές και κοινωνικές αντιπαραθέσεις στη νεώτερη και σύγχρονη Ελληνική και κυπριακή πραγματικότητα.
Στις σελίδες του τόμου, μετά από μια ιδιαίτερα πλούσια εισαγωγή της επιμελήτριας, ο Δημήτρης Πλάντζος καταδεικνύει πώς μια εικόνα της Κλασσικής Αρχαιότητας, που διαμορφώθηκε εντός μιας ιδιότυπα αποικιακής συνθήκης, παραμένει παρούσα στη σύγχρονη Ελλάδα έστω και εάν βιώνεται ως παραλλαγή μιας τραυματικής απουσίας, στη δύσκολη συνάντηση με τις πολλαπλές σύγχρονες ματαιώσεις. Η Νίκη Σακκά χρησιμοποιεί το παράδειγμα των ανασκαφών της Σουηδικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Ασίνη για να συζητήσει τον σύνθετο τρόπο με τον οποίο τοπικές κοινότητες συνδέονται με την αρχαιότητα. Η Αλεξάνδρα Μπούνια, η Πωλίνα Νικολάου και η Θεοπίστη Στυλιανού-Λάμπερτ συζητούν τον τρόπο που στην Κύπρο η αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο κοινότητες οδήγησε σε αντικρουόμενες προσλήψεις των ίδιων των αρχαιολογικών μνημείων. Η Μαρλέν Μούλιου εξετάζει τις αντιπαραθέσεις στον Τύπο στην μετεμφυλιακή περίοδο σε σχέση με τα ζητήματα που αφορούν την αρχαιολογική κληρονομιά. Η Στυλιάνα Γκαλινίκη εξετάζει τις πολλαπλές πρόσφατες συγκρούσεις για την πολιτιστική κληρονομιά και τα μνημεία στην πόλη της Θεσσαλονίκης και το πώς πλευρές της πολυπολιτισμικής ταυτότητας και ιστορίας της πόλης υποτιμήθηκαν ή και αγνοήθηκαν. Η Κατερίνα Κωνσταντίνου παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκε μια τόσο ιδιαίτερη φόρτωση γύρω τον αρχαιολογικό χώρο της Δωδώνης. Ο Άρης Αναγνωστόπουλος εξετάζει τις αρχαιολογικές ζώνες προστασίας και τις αντιπαραθέσεις γύρω από αυτές όπως εμφανίζονται σε τοπικό επίπεδο. Η Ανδρομάχη Γαζή εξετάζει την αντιπαράθεση γύρω τα κτίρια στην οδό Διονυσίου Αεροπαγίτου που υποτίθεται ότι έκοβαν την απρόσκοπτη θέα από το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης προς το ίδιο το μνημείο. Η Ελένη Στεφάνου και η Ιωάννα Αντωνιάδου εξετάζουν τη συνύπαρξη στο Επταπύργιο ενός Μνημείου Παγκόσμιας Κληρονομιάς και ενός χώρου συνδεδεμένου με τις μορφές καταπίεσης στη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Τέλος, η Ελεάνα Γιαλούρη και η Ελπίδα Ρίκου εξετάζουν τον τρόπο συνύπαρξης της σύγχρονης τέχνης και της «δύσκολης κληρονομιάς» της Αρχαιότητας.
Δεν υπάρχει αδιαμεσολάβητη σχέση με την αρχαιότητα
Αυτό που προκύπτει μέσα από τις επιμέρους μελέτες του βιβλίου είναι ακριβώς αυτό που υποδηλώνει ο τίτλος: η σχέση με το παρελθόν και τα υλικά ίχνη του διαμεσολαβείται πάντα από τις διαιρέσεις και τους ανταγωνισμούς μιας κοινωνίας, ξεκινώντας από τον τρόπο που το νεοσύστατο έθνος κράτος, αντιμέτωπο με μια αποικιακή επί της ουσίας συνθήκη υιοθέτησε το αποικιακό «δυτικό» βλέμμα για την ελληνική αρχαιότητα και ταυτίστηκε μαζί του ως στοιχείο εξόδου από την υποτέλεια, την ώρα που σε διάφορες στιγμές μια ορισμένη εικόνα των «ερειπίων του Έθνους» θα χρησιμοποιηθεί ως νομιμοποίηση πολιτικών που στρέφονταν ενάντια σε διάφορους «εσωτερικούς εχθρούς». Την ίδια ώρα οι αντιφατικές δυναμικές της σύγχρονης Ελλάδας, από τα κατά καιρούς ξεσπάσματα εθνικισμού μέχρι τα προτάγματα εκσυγχρονισμού, και από τις επιταγές της ανάπτυξης μέχρι τη βιομηχανία του τουρισμού και εσχάτως του αστικού «εξευγενισμού», αποτυπώνονται σε μια αντίστοιχα αντιφατική σχέση με τα ίδια τα μνημεία της αρχαιότητας. Το αποτέλεσμα είναι άλλοτε η ανάδειξη τους να θεωρείται έκφραση του σύγχρονου δυναμισμού της χώρας και άλλοτε η προστασία τους (όπως έδειξαν οι αντιπαραθέσεις για το Σταθμό Βενιζέλου του Μετρό Θεσσαλονίκης) σε εμπόδιο που φαλκιδεύει την ανάπτυξη, την ώρα που μια πιο κριτική σχέση με το παρελθόν και τις επάλληλες πτυχώσεις του παραμένει ένα ζητούμενο.
Το πάντα δύσκολο παρελθόν
Η τοποθέτηση απέναντι στο παρελθόν είναι πάντα και μια λήψη θέσης στις πολιτικές και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις για το παρόν, έστω και ασύνειδα. Τα αφηγήματα ιστορικής συνέχειας (και συχνά αποσιώπησης) συνήθως παραπέμπουν σε στρατηγικές νομιμοποίησης του υπάρχοντος, παρότι κάποιες φορές εντάσσονται και στο φαντασιακό όσων το αντιπαλεύουν. Μια κριτική επίγνωση των ασυνεχειών και των συγκρούσεων που διέπουν τόσο το παρελθόν όσο και την πρόσληψή του, διευκολύνει και τις προσπάθειες αμφισβήτησης και μετασχηματισμού του παρόντος.
Πηγή: in
Δεν υπάρχουν σχόλια: