Ο Απολλόδωρος αναφέρει ότι μετά την Τιτανομαχία οι Ολύμπιοι θεοί αντιμετώπισαν και νίκησαν με μεγάλη δυσκολία ένα φοβερό γένος ανθρωπο-ερπετικών όντων, τους πανισχύρους Γίγαντες:
«Η Γή δε, αγανακτούσα για τους Τιτάνες, γεννά από τον Ουρανό τους Γίγαντες, ανυπερβλήτους στο μέγεθος των σωμάτων και ασυναγωνίστους στην δύναμη, οι οποίοι φαίνονταν φοβεροί στην όψη, με μακρά κόμη και γένεια κρεμάμενα εκ της κεφαλής τους, και είχαν στο κάτω μέρος τους φολίδες δρακόντων.Γεννήθηκαν δε, όπως λέγουν κάποιοι στις Φλέγρες (της Χαλκιδικής), κατ’άλλους δε, στην Παλλήνη (της Χαλκιδικής).
Εξακόντιζαν δε στον ουρανό βράχους και φλεγόμενες δρύς.Υπερείχαν δε εκ πάντων αυτών ο Πορφυρίων και ο Αλκυονεύς, ο οποίος μάλιστα, εφ’όσον μαχόταν στην γή όπου είχε γεννηθεί, ήταν αθάνατος.Επίσης, αυτός άρπαξε από την Ερύθεια τις αγελάδες του Ηλίου.Είχε δοθεί δε χρησμός στους θεούς ότι ουδείς των Γιγάντων μπορούσε να φονευθή απ’αυτούς, αλλά αν συμμαχούσε μαζό τους κάποιος θνητός, εκείνοι θα πέθαιναν.
Αφού δε η Γή πληροφορήθηκε τούτο, αναζητούσε ένα βότανο, για να μη μπορούν, δι’αυτού, οι Γίγαντες να φονευθούν ούτε από θνητό.Αλλά ο Ζεύς, αφού απαγόρευσε στην Ηώ, την Σελήνη και τον Ήλιο να φανούν, πρόλαβε να κόψη ο ίδιος αυτός το βότανο και κάλεσε δια της Αθηνάς ως σύμμαχο τον Ηρακλή.Και εκείνος πρώτα μεν τόξευσε τον Αλκυονέα, ο οποίος όμως, όσο έπεφτε στην γή, τόσο και ανέκαμπτε.Αλλά κατόπιν συμβουλής της Αθηνάς ο Ηρακλής τον έσυρε έξωθεν της Παλλήνης.
Και εκείνος μεν πέθανε ούτως, ενώ ο Πορφυρίων όρμησε κατά την μάχη εναντίον του Ηρακλέους και της Ήρας.Αλλά ο Ζεύς του ενέβαλε πόθο για την Ήρα, η οποία, ενώ αυτός έσχιζε τα πέπλα της, θέλοντας να την βιάση, ζητούσε βοήθεια.Και αφού ο Ζεύς κεραυνοβόλησε αυτόν, ο Ηρακλής τον τόξευσε και τον φόνευσε.Όσον αφορά δε τους υπολοίπους Γίγαντες, ο Απόλλων τόξευσε τον αριστερό οφθαλμό του Εφιάλτη και ο Ηρακλής τον δεξιό.Τον Εύρυτο δε φόνευσε ο Διόνυσος δια θύρσου, τον Κλυτίο η Εκάτη δια δαδών και τον Μίμαντα ο Ήφαιστος ρίχνοντάς του μύδρους (=διάπυρα σίδερα).Η Αθηνά δε έριξε επάνω στον Εγκέλαδο, ο οποίος είχε τραπεί εις φυγή, την νήσο Σικελία και αφού έγδαρε το δέρμα του Πάλλαντος, κάλυψε δι’αυτού κατά την μάχη το ίδιο το σώμα της. Ο Πολυβώτης δε, καταδιωκόμενος δια θαλάσσης από τον Ποσειδώνα, έφθασε στην Κώ.
Τότε δε, ο Ποσειδών απέσπασε ένα μέρος της νήσου, το ονομαζόμενο Νίσυρο, και το έριξε επάνω του.Ο Ερμής δε, φορώντας κατά την μάχη την κυνή του Άδη, φόνευσε τον Ιππόλυτο, η Άρτεμις τον Γρατίωνα και οι Μοίρες, μαχόμενες δια χαλκίνων ροπάλων, τον Άγριο και τον Θόωνα.
Τους άλλους δε Γίγαντες φόνευσε ο Ζεύς, ρίχνοντάς τους κεραυνούς.Και όλους, ενώ πέθαιναν, τους τόξευσε ο Ηρακλής».(Βιβλιοθήκη, Α.6.1-2).
Ο Ησίοδος αναφέρει ότι οι Γίγαντες γεννήθηκαν από το αίμα του Ουρανού που χύθηκε στην Γαία όταν ο Κρόνος απέκοψε τα αιδοία αυτού, αλλά δεν μνημονεύει καθόλου την Γιγαντομαχία (όπως είναι γνωστή η σύγκρουσις των Ολυμπίων θεών με τους Γίγαντες:
«Και αυτά (τα αιδοία του Ουρανού) δεν έφυγαν μάταια από το χέρι (του Κρόνου). Διότι όσες αιμάτινες σταγόνες χύθηκαν τις δέχθηκε όλες η Γαία. Και κατά το κυκλικό πέρασμα των ενιαυτών (=μακρών χρονικών περιόδων) γέννησε τις κρατερές (=κραταιές) Ερινύες, τους μεγάλους Γίγαντες -οι οποίοι έλαμπαν στα όπλα τους, μακρά δόρατα έχοντας στα χέρια τους- και τις Νύμφες που Μελίες ονομάζουν στην άπειρη γαία».(Θεογονία, 182-187).
Ο Έλλην ποιητής του 3ου αιώνος π.Χ. Απολλώνιος ο Ρόδιος αναφέρει ότι ο Μίμας φονεύθηκε όχι από τον Ήφαιστο, αλλά από τον Άρη (Αργοναυτκά, Γ.1226).Τούτο συμφωνεί με μία Αθηναϊκή αγγειογραφία της Κλασσικής εποχής, στην οποία όμως ο Μίμας αναφέρεται ως Μίμων και απεικονίζεται όχι ως ημιερπετοειδής, αλλά ως ανθρωπόμορφος οπλίτης.
Ο Έλλην ιστορικός του 1ου αιώνος π.Χ. Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει ότι κατά τους Αιγυπτίους ο Ηρακλής που πολέμησε στην Γιγαντομαχία δεν ήταν ο υιός του Διός και της Αλκμήνης (ο οποίος είναι γνωστός ως Αμφιτρυωνιάδης Ηρακλής), αλλά ένας άλλος, πολύ αρχαιότερος Ηρακλής: «Διότι, καθώς ομολογούν όλοι ότι ο Ηρακλής αγωνίσθηκε μαζί με τους Ολυμπίους θεούς κατά τον πόλεμό τους εναντίον των γιγάντων, λέγουν (οι Αιγύπτιοι) ότι ουδόλως αρμόζει στην γή να έχει γεννήσει τους γίγαντες κατά την εποχή που λέγουν οι Έλληνες ότι γεννήθηκε ο Ηρακλής, μία γενεά, δηλαδή, πρό των Τρωϊκών (του Τρωϊκού πολέμου), αλλά μάλλον, όπως λέγουν αυτοί, κατά την εποχή της γενέσεως των ανθρώπων.Διότι απ’εκείνη έως σήμερα οι Αιγύπτιοι μετρούν περισσότερα από 10.000 έτη, ενώ από τα Τρωϊκά λιγότερα από 1.200…».(Βιβλιοθήκη Ιστορική, Α.24).
Τούτο είναι αδιαμφισβητήτως ορθό, αφού η Γιγαντομαχία διεξήχθη λίγο μετά την Τιτανομαχία-η οποία ήταν πολύ αρχαιότερη του Τρωϊκού πολέμου-ενώ ο Αμφιτρυωνιάδης Ηρακλής φόνευσε δύο τερατώδη τέκνα του μεταγενεστέρου της Γιγαντομαχίας Τυφώνος, την Λερναία Ύδρα και τον Όρθο. Προφανώς δε, ο Αμφιτρυωνιάδης Ηρακλής ήταν μετενσάρκωση του αρχαιότερου Ηρακλέους, και ακριβώς δια τούτο τους συγχέουν οι Ελληνικοί μύθοι.
Ο Έλλην γεωγράφος και ιστορικός των 1ου π.Χ-1ου μ.Χ αιώνων Στράβων αναφέρει ότι κατά κάποιους (προφανώς, κυρίως κατοίκους της Ιταλίας) η Γιγαντομαχία διεξήχθη όχι στην Χαλκιδική, αλλά στο Φλεγραίο πεδίο (ή Φλέγρα) της Καμπανίας της Ιταλίας, την πεδιάδα πέριξ της μετέπειτα πόλεως Κύμης.(Γεωγραφικά, Ε.5.4.4-5.4.6-ΣΤ.3.5). Κατ’αυτή δε την εκδοχή, κάποιοι Γίγαντες διεσώθησαν στην νοτιοανατολική Ιταλία, στην περιοχή της μετέπειτα μικρής πόλεως Λευκά: «Είναι και αυτή (τα Λευκά) πολίχνη, όπου δείχνεται πηγή δυσώδους ύδατος.
Μυθολογούν δε ότι τους Γίγαντες που επέζησαν στην Φλέγρα της Καμπανίας, οι οποίοι ονομάζονταν Λευτέρνιοι, τους εξεδίωξε ο Ηρακλής, και κατέφυγαν εκεί, όπου καλύφθηκαν από την γή.
Εκ των ιχώρων τους δε έχει τέτοιο ρεύμα η εν λόγω πηγή.Και δια τούτο ονομάζουν αυτή την παραλία Λευτερνία…». (Στράβων, Γεωγραφικά, ΣΤ.3.5).
Επίσης, ο Στράβων αναφέρει -κατά την κρατούσα, Χαλκιδική εκδοχή της Γιγαντομαχίας- ότι κάποιοι Γίγαντες διέφυγαν στην Μύκονο, αλλά εξοντώθηκαν και αυτοί από τον Ηρακλή: «Η Μύκονος δε είναι αυτή υπό την οποία μυθολογούν ότι κείνται οι ύστατοι των Γιγάντων, οι οποίοι εξοντώθηκαν από τον Ηρακλή…». (Γεωγραφικά, Ι.5.9).
Επίσης, ο Στράβων αναφέρει για τον Πολυβώτη τα ίδια με τον Απολλόδωρο: «Λέγουν δε ότι η Νίσυρος είναι αποσπασθέν μέρος της Κώ, προσθέτοντας και τον μύθο ότι ο Ποσειδών, καταδιώκοντας έναν εκ των Γιγάντων, τον Πολυβώτη, απέσπασε δια της τρίαινάς του ένα τεμάχιο της Κώ και το έριξε επάνω αυτόν. Και το βληθέν έγινε η Νίσυρος, η οποία έχει κείμενο κάτωθέν της αυτόν τον γίγαντα. Κάποιοι όμως λέγουν ότι αυτός κείται κάτωθεν της Κώ».(Γεωγραφικά, Ι.5.16).
Ο Ρωμαίος ποιητής του 1ου αιώνος μ.Χ. Στάτιος αναφέρει ότι «όταν ο Εγκέλαδος προσπαθεί να αλλάξη πλευρό, άνωθεν του το φλογερό όρος (η Αίτνα) βροντά από τα έγκατά του και οι κορυφές του πλημμυρίζουν (από λάβα)».(Θηβαϊς, 3.594).
Δηλαδή, θεωρεί ότι ο Εγκέλαδος είναι καταπλακωμένος από την Αίτνα, αλλά δεν έχει πεθάνει και προκαλεί δια των κινήσεών του τις ηφαιστειακές εκρήξεις της. Το ίδιο δε αναφέρει και ο Έλλην ποιητής του 4ου αιώνος μ.Χ. Κόϊντος Σμυρναίος, αποκαλώντας μάλιστα τον Εγκέλαδο «αθάνατο».(Τα μεθ’Όμηρον, ΙΔ.581).
Ο Έλλην μυθογράφος των 1ου-2ου αιώνων μ.Χ. Πτολεμαίος Ηφαιστίων αναφέρει ότι ο Γίγας που φονεύθηκε από τον Ηρακλή όταν επιτέθηκε στην Ήρα, δηλαδή ο Πορφυρίων, ήταν «πυρίπνοος (=είχε πύρινη αναπνοή)».(Φώτιος,.Επιτομή της Καινής Ιστορίας του Πτολεμαίου Ηφαιστίωνος, 12).
Επίσης, ο Πτολεμαίος Ηφαιστίων αναφέρει έναν Γίγαντα ονόματι Λέοντα: «Ο Ηρακλής φορούσε την δορά όχι του λέοντος του Νεμέας, αλλά του Λέοντος, ενός εκ των Γιγάντων, ο οποίος φονεύθηκε από τον Ηρακλή αφού τον προκάλεσε εις μονομαχία».(Φώτιος,.Επιτομή της Καινής Ιστορίας του Πτολεμαίου Ηφαιστίωνος, 37).Αυτός ο Γίγας ταυτίζεται με έναν λεοντοκέφαλο, και κατά τα λοιπά ανδρόμορφο, Γίγαντα που απεικονίζεται στα ανάγλυφα του βωμού της Περγάμου. Προφανώς λοιπόν, ήταν ημιλεοντόμορφος, ενώ ο Ηρακλής που φορούσε την δορά του ήταν βεβαίως όχι ο Αμφιτρυωνιάδης, αλλά ο πρεσβύτερος Ηρακλής.
Επίσης, ο Πτολεμαίος Ηφαιστίων αναφέρει έναν Γίγαντα ονόματι Δάμυσο: «Εκείνος (ο κένταυρος Χείρων) ξέθαψε το σώμα του Γίγαντος Δαμύσου, το οποίο έκειτο στην Παλλήνη (ο Δάμυσος ήταν ο ταχύτερος εξ όλων των Γιγάντων), και αφαίρεσε τον αστράγαλό του, τον οποίον προσάρμοσε και ενσωμάτωσε δια φαρμάκων στο (αριστερό) πόδι του Αχιλλέως…».(Φώτιος,.Επiτομή της Καινής Ιστορίας του Πτολεμαίου Ηφαιστίωνος, 45).
Ο Ρωμαίος μυθογράφος του 2ου αιώνος μ.Χ. Υγίνος αναφέρει ότι η Γαία γέννησε τους Γίγαντες όχι από τον Ουρανό, αλλά με τον Τάρταρο: «Από την Γαία και τον Τάρταρο γεννήθηκαν οι Γίγαντες: Ο Εγκέλαδος, ο Κοίος, ο Ελέντης, ο Μόρφιος, ο Αστραίος, ο Πέλωρος, ο Πάλλας, ο Έμφυτος, ο Ροίκος, ο Ιένιος, ο Άγριος, ο Αλέμων, ο Εφιάλτης, ο Εύρυτος, ο Εφφρακόρδων, ο Θεομίσης, ο Θεοδάμας, ο Ώτος, ο Τυφών, ο Πολυβώτης, ο Μεεφριάρος, ο Άβησος, ο Κολοφώνος και ο Ιαπετός». (Μύθοι, Προοίμιο).Αυτή η εκδοχή όμως είναι αδιαμφισβητήτως εσφαλμένη, αφού ο Ησίοδος-στον οποίον και βασίζεται ο Απολλόδωρος ως πρός την καταγωγή των Γιγάντων-και είναι πολύ αρχαιότερος του Υγίνου, ήτοι εγγύτερος πρός τα μυθολογικά γεγονότα, και-όπως ο ίδιος δηλώνει-διδάχθηκε την Θεογονία από τις θεές Μούσες (Θεογονία, 22-34).
Επίσης, ο Υγίνος σφάλλει ως πρός πέντε από τα 24 ονόματα Γιγάντων που αναφέρει: Ο Κοίος και ο Ιαπετός είναι Τιτάνες και ο Αστραίος υιός του Τιτάνος Κριού και της Ευρυβίας, θυγατρός του Πόντου, ο Ώτος ήταν μεν γίγας, αλλά υιός του Ποσειδώνος και της Ιφιμέδειας, και ο Τυφών είναι μεν γίγας και υιός του Ταρτάρου και της Γαίας, αλλά δεν ανήκει στους Φλεγραίους (ή Παλληνίους) Γίγαντες.
Επίσης, ο Υγίνος αναφέρει ότι κατά κάποιους η Γιγαντομαχία συνδέεται με τον αστερισμό του Δράκοντος: «Κάποιοι δε λέγουν ότι αυτός ο δράκων (ο αστερισμός του Δράκοντος) ρίφθηκε από τους Γίγαντες κατά της Αθηνάς, όταν αυτή μαχόταν εναντίον τους. Αλλά η Αθηνά άρπαξε τον περιελισσόμενο δράκοντα, τον εκσφενδόνισε στα άστρα και τον τοποθέτησε ακριβώς στον πόλο του ουρανό.Ούτως, μέχρι και σήμερα αυτός φαίνεται με το σώμα του περιελιγμένο, σαν να έχη μόλις μεταφερθεί στα άστρα».(Αστρονομικά, 2.3).
Ο Έλλην σοφιστής των 2ου-3ου αιώνος μ.Χ Φιλόστρατος παραθέτει την άποψη που είχε περί των Γιγάντων ο θείος Έλλην φιλοσόφος του 1ου αιώνος μ.Χ. Απολλώνιος ο Τυανεύς: «Διότι εκείνοι (οι ποιητές) λέγουν ότι έχει δεθεί υπό του όρους (της Αίτνας) κάποιος Τυφών ή Εγκέλαδος και ότι αργοπεθαίνοντας αποπνέει ασθμαίνοντας τούτο το πύρ (της Αίτνας). Εγώ δε παραδέχομαι ότι έχουν υπάρξει γίγαντες και ότι αποκαλύπτονται τέτοια σώματα εις πολλά σημεία της γής, όταν διαρρηγνύονται τάφοι, όχι όμως ότι αυτοί συγκρούσθηκαν με τους θεούς, αλλά ότι πιθανώς προσέβαλαν τους ναούς και τα τεμένη τους.Το ότι δε οι Γίγαντες πήδησαν πάνω στον ουρανό και προσπάθησαν να εκδιώξουν από εκεί τους θεούς είναι παρανοϊκό τόσο να το λέγη κανείς, όσο και να το πιστεύη…».(Τα ες τον Τυανέα Απολλώνιον, Ε.16).
Επίσης, ο Φιλόστρατος αναφέρει ότι μερικό καιρό πρό της εποχής του ανακαλύφηκε στην Κώ o σκελετός ενός Φλεγραίου Γίγαντος: «Και μάλιστα, πρό τεσσάρων ετών ο Ύμναιος ο Πεπαρήθιος, ο οποίος είναι φίλος μου, έστειλε έναν εκ των υιών του για να ερωτήση δια εμού τον Πρωτεσίλαο περί ομοίου θαύματος.Διότι όταν έτυχε να σκάβη αμπέλια στην νήσο Κώ-η οποία είναι ολόκληρη ιδιοκτησία του-η γή αντήχησε στους σκάβοντες σαν κενή.Όταν λοιπόν διάνοιξαν εκείνο το σημείο, ευρήκαν κείμενο έναν δωδεκάπηχο νεκρό (ύψους 5,5 μέτρων), στο κρανίο του οποίου κατοικούσε ένας (οφιοειδής) δράκων.Ο εν λόγω νεαρός λοιπόν ήλθε να μας ερωτήση τι έπρεπε να πράξουν με αυτόν, και ο Πρωτεσίλαος απάντησε “Ας καλύψουμε εντελώς τον ξένο”, προτρέποντας προφανώς να ξαναθάψουν τον νεκρό και να μην τον αφήσουν εκουσίως ακάλυπτο.Είπε επίσης ότι αυτός ήταν ένας εκ των ριγμένων (από τους Ολυμπίους θεούς) Γιγάντων…». (Ηρωϊκός, 670).
Επίσης, ο Φιλόστρατος αναφέρει ότι πολλοί εκ των Γιγάντων ρίφθηκαν από τους Ολυμπίους θεούς κάτωθεν του ηφαιστειακού όρους Βεζουβίου (το οποίο ευρίσκεται στο νότιο άκρο της Καμπανικής Φλέγρας): «Οι Νεαπολίτες δε που κατοικούν στην Ιταλία (στην Νεάπολη της Καμπανίας) θεωρούν θαυμαστά τα οστά του Αλκυονέως.Λέγουν μάλιστα ότι έχουν ριφθεί εκεί (από τους Ολυμπίους θεούς) πολλοί εκ των Γιγάντων και ότι το όρος Βέσβιο (ο Βεζούβιος) καπνίζει επ’αυτών…». (Ηρωϊκός, 671).Επίσης, αναφέρει ότι ένας εκ των καταπλακωμένων από τον Βεζούβιο Γιγάντων είναι και ο Εγκέλαδος, ο οποίος δεν έχει πεθάνει, αλλά αργοπεθαίνει διαρκώς, αποπνέοντας το πύρ του Βεζουβίου.(Εικόνες, 2.17).
Επίσης, ο Φιλόστρατος αναφέρει ότι στην Παλλήνη διατηρούνταν μέχρι την εποχή του πολλοί σκελετοί Γιγάντων: «Και μάλιστα, στην Παλλήνη, την οποία οι ποιητές ονομάζουν Φλέγρα, η γή περιέχει πολλά τέτοια σώματα Γιγάντων, οι οποίοι είχαν στρατοπεδεύσει εκεί, και οι βροχές και οι σεισμοί αποκαλύπτουν πολλά εξ αυτών.Δεν εμπιστεύεται δε εκείνη την περιοχή ούτε ποιμήν κατά το μεσημέρι, λόγω του πατάγου που κάνουν τα φαντάσματα (των Γιγάντων) που μαίνονται εντός της γής…». (Ηρωϊκός, 671).
Ο Νόννος αποκαλεί τους Γίγαντες «δρακοντοκόμους» (Διονυσιακά, Α.18-ΚΕ.87) ή «εχιδνοκόμους» (Διονυσιακά, ΜΗ.49)-ότι, δηλαδή, αντί μαλλιών είχαν σπείρες οφιοειδών δρακόντων-«Γηγενείς (=γεννημένους από την γή)» (Διονυσιακά, ΚΕ.92-ΜΗ.32), «ελισσόμενο λαό της γής» (Διονυσιακά, ΚΕ.93) και «οφιώδεις υιούς της γής» (Διονυσιακά, ΚΕ.206).Επίσης, αναφέρει ότι οι Γίγαντες είχαν συνολικά «διακόσια χέρια»-ήσαν, δηλαδή, συνολικά εκατό-και «πίεζαν δια των πολυλαίμων κεφαλών τους τον αστερόεντα κύκλο (τον ουράνιο θόλο)» (Διονυσιακά, ΚΕ.93-94), και ότι εκατέρωθεν των ώμων τους «εξορμούσαν ύδρες, πολύ μεγαλύτερες της Ιναχίας ύδρας (της Λερναίας Ύδρας)», οι οποίες «σύριζαν ακατάπαυστα στον αιθέρα, στην γειτονιά των άστρων».(Διονυσιακά, ΚΕ.207-210).Κατανομάζει δε άλλον έναν Γίγαντα, τον Χθόνιο (Διονυσιακά, ΜΗ.21), ενώ αναφέρει τον Πέλωρο ως Πελωρέα (Διονυσιακά, ΜΗ.39).
Στο Βυζαντινό Λεξικό του Σουίδα (το οποίο γράφθηκε κατά τον 10ο αιώνα και βασίζεται κυρίως εις αρχαίες Ελληνικές πηγές) αναφέρεται άλλος ένας Γίγας, ο Αρισταίος: «Αρισταίος: Ένας εκ των Γιγάντων, ο οποίος διεσώθη (από την Γιγαντομαχία)…Λέγουν ότι διεσώθη (από την Γιγαντομαχία) μόνο ο Γίγας Αρισταίος, στο όρος της Σικελίας που ονομάζεται Αίτνα.Και ούτε ουράνιο πύρ ήλθε εναντίον του, ούτε τον πιέζει η Αίτνα»…«Αιτναίος κάνθαρος (είδος σκαθαριού): O μέγας.Διότι και το όρος (Αίτνα) είναι μέγα.Λέγουν ότι διεσώθη (από την Γιγαντομαχία) μόνο ο Γίγας Αρισταίος, και ούτε ουρανιο πύρ ήλθε εναντίον του, ούτε τον πιέζει η Αίτνα».Εξ αυτών των λημμάτων υποδηλώνεται ότι ο Αρισταίος διεσώθη μεταμορφωθείς από την Γαία εις Αίτναίο κάνθαρο.
Από την προαναφερθείσα Αθηναϊκή αγγειογραφία μαθαίνουμε άλλον έναν Γίγαντα, τον Φοίτιο, ενώ από άλλες τρείς Αθηναϊκές αγγειογραφίες της Κλασσικής εποχής μαθαίνουμε άλλους επτά Γίγαντες: Τον Παγκράτη, τον Ουρανίωνα, τον Εύφορβο, τον Εύβοιο, τον Υπέρβιο, τον Αγασθένη και τον Ευρύαλο.Πάντως, εις αυτά τα αγγεία οι Γίγαντες απεικονίζονται όχι ως ημιερπετοειδείς, αλλά ως ανθρωπόμορφοι οπλίτες.Το ίδιο δε συμβαίνει και εις όλες τις άλλες ευρεθείσες αγγειογραφίες Φλεγραίων Γιγάντων.
Από τα ανάγλυφα του βωμού της Περγάμου μαθαίνουμε τι εννοούσε ο Απολλόδωρος λέγοντας ότι οι Γίγαντες «είχαν στο κάτω μέρος τους φολίδες δρακόντων»: Εις αυτά λοιπόν, με εξαίρεση τον Λέοντα, οι Γίγαντες απεικονίζονται ως ανδρόμορφοι μέχρι και τους γλουτούς, αλλά με δύο σπείρες οφιοειδών δρακόντων αντί ποδιών. Στα μωσαϊκά δε μίας Σικελικής έπαυλης του 4ου αιώνος μ.Χ. οι Γίγαντες απεικονίζονται ελαφρώς διαφορετικά: Είναι ανδρόμορφοι μέχρι και τα γόνατα και κάτωθεν αυτών έχουν δύο σπείρες όφεων.
Πηγή: fourakis-kea.com , siriusanews
Δεν υπάρχουν σχόλια: