Ο Παντίτης (πέθανε περίπου την δεκαετία του 480 π.Χ) ήταν Σπαρτιάτης πολεμιστής, ένας από τους 300 που στάλθηκαν στη μάχη των Θερμοπυλών. Ο Βασιλιάς Λεωνίδας τον έστειλε ως πρέσβη στη Θεσσαλία, πιθανώς για να ζητήσει βοήθεια για τη μάχη. Ωστόσο, ο Παντίτης δεν μπόρεσε να επιστρέψει στις Θερμοπύλες την ώρα της μάχης, και όταν έφθασε είδε τους συντρόφους του νεκρούς. Όταν επέστρεψε στη Σπάρτη, κατηγορήθηκε για δειλία. Μη υποφέροντας να ζει με αυτή τη κατηγορία, κρεμάστηκε.
ΗΡΟΔΟΤΟΣ: Ἱστορίαι
[7.229.1] Δύο δὲ τούτων τῶν τριηκοσίων λέγεται Εὔρυτόν τε καὶ Ἀριστόδημον, παρεὸν αὐτοῖσι ἀμφοτέροισι κοινῷ λόγῳ χρησαμένοισι ἢ ἀποσωθῆναι ὁμοῦ ἐς Σπάρτην, ὡς μεμετιμένοι τε ἦσαν ἐκ τοῦ στρατοπέδου ὑπὸ Λεωνίδεω καὶ κατεκέατο ἐν Ἀλπηνοῖσι ὀφθαλμιῶντες ἐς τὸ ἔσχατον, ἢ εἴ γε μὴ ἐβούλοντο νοστῆσαι, ἀποθανεῖν ἅμα τοῖσι ἄλλοισι, παρεόν σφι τούτων τὰ ἕτερα ποιέειν οὐκ ἐθελῆσαι ὁμοφρονέειν, ἀλλὰ γνώμῃ διενειχθέντας Εὔρυτον μὲν πυθόμενον τῶν Περσέων τὴν περίοδον αἰτήσαντά τε τὰ ὅπλα καὶ ἐνδύντα ἄγειν αὐτὸν κελεῦσαι τὸν εἵλωτα ἐς τοὺς μαχομένους, ὅκως δὲ αὐτὸν ἤγαγε, τὸν μὲν ἀγαγόντα οἴχεσθαι φεύγοντα, τὸν δὲ ἐσπεσόντα ἐς τὸν ὅμιλον διαφθαρῆναι, Ἀριστόδημον δὲ λιποψυχέοντα λειφθῆναι. [7.229.2] εἰ μέν νυν ἢ μοῦνον Ἀριστόδημον ἀλγήσαντα ἀπονοστῆσαι ἐς Σπάρτην ἢ καὶ ὁμοῦ σφεων ἀμφοτέρων τὴν κομιδὴν γενέσθαι, δοκέειν ἐμοὶ οὐκ ἄν σφι Σπαρτιήτας μῆνιν οὐδεμίαν προσθέσθαι· νῦν δὲ τοῦ μὲν αὐτῶν ἀπολομένου, τοῦ δὲ τῆς μὲν αὐτῆς ἐχομένου προφάσιος, οὐκ ἐθελήσαντος δὲ ἀποθνῄσκειν, ἀναγκαίως σφι ἔχειν μηνῖσαι μεγάλως Ἀριστοδήμῳ. [7.230.1] οἱ μέν νυν οὕτω σωθῆναι λέγουσι Ἀριστόδημον ἐς Σπάρτην καὶ διὰ πρόφασιν τοιήνδε, οἱ δὲ ἄγγελον πεμφθέντα ἐκ τοῦ στρατοπέδου, ἐξεὸν αὐτῷ καταλαβεῖν τὴν μάχην γινομένην οὐκ ἐθελῆσαι, ἀλλ᾽ ὑπομείναντα ἐν τῇ ὁδῷ περιγενέσθαι, τὸν δὲ συνάγγελον αὐτοῦ ἀπικόμενον ἐς τὴν μάχην ἀποθανεῖν. [7.231.1] ἀπονοστήσας δὲ ἐς Λακεδαίμονα ὁ Ἀριστόδημος ὄνειδός τε εἶχε καὶ ἀτιμίην· πάσχων δὲ τοιάδε ἠτίμωτο· οὔτε οἱ πῦρ οὐδεὶς ἔναυε Σπαρτιητέων οὔτε διελέγετο, ὄνειδός τε εἶχε ὁ τρέσας Ἀριστόδημος καλεόμενος. ἀλλ᾽ ὁ μὲν ἐν τῇ ἐν Πλαταιῇσι μάχῃ ἀνέλαβε πᾶσαν τὴν ἐπενειχθεῖσαν αἰτίην. [7.232.1] λέγεται δὲ καὶ ἄλλον ἀποπεμφθέντα ἄγγελον ἐς Θεσσαλίην τῶν τριηκοσίων τούτων περιγενέσθαι, τῷ οὔνομα εἶναι Παντίτην· νοστήσαντα δὲ τοῦτον ἐς Σπάρτην, ὡς ἠτίμωτο, ἀπάγξασθαι.
Απόδοση στα Νέα Ελληνικά
[7.229.1] Λέγεται επίσης πως δυο απ᾽ αυτούς τους τριακοσίους, ο Εύρυτος κι ο Αριστόδημος, ενώ μπορούσαν κρατώντας την ίδια στάση ή να σωθούν γυρίζοντας μαζί στη Σπάρτη, καθώς ο Λεωνίδας τούς έδωσε άδεια να φύγουν απ᾽ το στρατόπεδο κι ήταν κατάκοιτοι στους Αλπηνούς με πονόματο αβάσταχτο, ή, αν δεν ήθελαν να γυρίσουν στην πατρίδα, να πεθάνουν μαζί με τους υπόλοιπους, ενώ λοιπόν μπορούσαν να κάνουν το ένα ή το άλλο απ᾽ αυτά, δε θέλησαν να ᾿χουν την ίδια γνώμη, αλλά πήραν διαφορετικές αποφάσεις: ο Εύρυτος απ᾽ τη μεριά του, μαθαίνοντας την κυκλωτική κίνηση των Περσών, ζήτησε την πανοπλία του, τη φόρεσε και διέταξε τον είλωτά του να τον οδηγήσει στους μαχόμενους, και μόλις τον οδήγησε, ο οδηγός του σηκώθηκε κι έφυγε βιαστικά, αυτός όμως ρίχτηκε μες στο σωρό και σκοτώθηκε· αντίθετα ο Αριστόδημος, καθώς του έλειψε το κουράγιο, έσωσε τη ζωή του. [7.229.2] Τώρα, και στην περίπτωση που μόνο ο Αριστόδημος θα ᾿νιωθε πονόματο και θα γύριζε πίσω στη Σπάρτη, και στην περίπτωση που και οι δυο τους θα μεταφέρονταν εκεί, έχω τη γνώμη πως οι Σπαρτιάτες δε θα εκδήλωναν καμιά οργή εναντίον τους· τώρα όμως που ο ένας τους σκοτώθηκε, ενώ ο άλλος, έχοντας τον ίδιο λόγο απαλλαγής, δεν προτίμησε να πεθάνει, δε γινόταν παρά ν᾽ αφήσουν να ξεσπάσει σφοδρή η οργή τους στον Αριστόδημο.
[7.230.1] Αυτοί λοιπόν λένε πως ο Αριστόδημος σώθηκε κι έφτασε στη Σπάρτη μ᾽ αυτό τον τρόπο και μ᾽ αυτή τη δικαιολογία, άλλοι όμως πως τον είχαν στείλει αγγελιοφόρο από το στρατόπεδο, κι αυτός, ενώ μπορούσε να προλάβει τη μάχη όσο αυτή κρατούσε ακόμα, δεν το επιδίωξε, αλλά καθυστερώντας στο δρόμο σώθηκε, ενώ ο συνάδελφός του αγγελιοφόρος πήγε στη μάχη και σκοτώθηκε.
[7.231.1] Με το που γύρισε στη Σπάρτη ο Αριστόδημος ζούσε μες στην ντροπή και την περιφρόνηση· νά πώς εκδηλωνόταν η περιφρόνηση: κανένας Σπαρτιάτης δεν του έδινε ν᾽ ανάψει απ᾽ τη φωτιά του ούτε κουβέντιαζε μαζί του· και τον ακολουθούσε ο εμπαιγμός καθώς του έβγαλαν τ᾽ όνομα «Αριστόδημος ο Κιοτής». Αλλά βέβαια στις Πλαταιές ξέπλυνε από πάνω τη μομφή που του φόρτωσαν και ξανακέρδισε την τιμή του.
[7.232.1] Λεν επίσης πως κι ένας άλλος απ᾽ αυτούς τους τριακοσίους που στάλθηκε αγγελιοφόρος στη Θεσσαλία επέζησε — το όνομά του Παντίτης· και πως, με το που γύρισε κι αυτός στη Σπάρτη, έπεσε σ᾽ ανυποληψία και γι᾽ αυτό κρεμάστηκε.
Βιβλιογραφία:
Ηρόδοτος 7.232
Μτφρ. Δ.Ν. Μαρωνίτης 1964Ηροδότου “Ιστορίαι”. ΚΛΕΙΩ Αθήνα: Γκοβόστη
Μτφρ. Λ. Ζενάκος 1992 Ηροδότου “Ιστορίαι”. ΕΥΤΕΡΠΗ-ΘΑΛΕΙΑ Αθήνα: Γκοβόστη
Μτφρ. Η. Σπυρόπουλος 1992Ηροδότου “Ιστορίαι”. ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ-ΤΕΡΨΙΧΟΡΗ Αθήνα: Γκοβόστη
Μτφρ. Η. Σπυρόπουλος 1993Ηροδότου “Ιστορίαι”. ΕΡΑΤΩ-ΠΟΛΥΜΝΙΑ Αθήνα: Γκοβόστη
Μτφρ. Η. Σπυρόπουλος 1995Ηροδότου “Ιστορίαι”. ΟΥΡΑΝΙΑ-ΚΑΛΛΙΟΠΗ Αθήνα: Γκοβόστη © 1964, 1992, 1993, 1995 Εκδόσεις Γκοβόστη
Πηγή: elhalflashbacks, el.wikipedia, greek-language
Δεν υπάρχουν σχόλια: