Η Τεύτα ήταν σύζυγος του Άγρωνα, βασιλέα της Ιλλυρικής φυλής των Αρδιαίων ο οποίος πέτυχε να ενώσει για πρώτη φορά τις Ιλλυρικές φυλές της Αδριατικής από την Ίστρια (σημερινή Σλοβενία, ανατολικά της Ιταλίας) μέχρι τη Λίσσο (κοντά στο σημείο που ο σημερινός ποταμός Δρίνος εισέρχεται στην Αδριατική στη βόρεια Αλβανία). Η επιτυχία του οφείλεται στις επιδρομές, μέσω των οποίων αποκόμιζε λάφυρα, με τα οποία χρηματοδοτούσε την προσάρτηση των λεηλατημένων εδαφών (τον 3ο αιώνα, οι Ιλλυριοί δεν γνώριζαν την κοινωνική δομή των αστικών περιοχών των νότιων Βαλκανίων και της Ιταλίας. Η Ιλλυρία εκείνη την εποχή ήταν φτωχή και πυκνοκατοικημένη.
Μετά την αναγνώριση της ηγεμονίας του από τους περισσότερους Ιλλυριούς, προέκυψε μεγαλύτερη ανάγκη για λάφυρα προκειμένου να διατηρήσει την πίστη των υπηκόων του, αλλά οι ευκαιρίες πλέον είχαν ελαττωθεί αφού τα υποψήφια θύματα ήταν πλέον σύμμαχοι. Αντί να επιλέξει να επεκταθεί σε ηπειρωτικές περιοχές, ο Άγρων επέλεξε τις θαλάσσιες επιδρομές, μια καινοτομία για τους Ιλλυριούς. Η θάλασσα η οποία παρείχε στους επιδρομείς εμβέλεια και ταχύτητα (ήταν πολύ πιο γρήγορο να ταξιδέψει κάποιος με πλοίο) κατέστησε τον Άγρωνα φόβητρο, ειδικά μεταξύ των Ελλήνων που ζούσαν νότια των εδαφών του.
Οι Έλληνες εκείνη τη εποχή ήταν ιδιαίτερα ευάλωτοι στις επιθέσεις των Ιλλυριών, επειδή οι διαδοχικές συγκρούσεις είχαν αφήσει την Ελλάδα διαλυμένη και στρατιωτικά αδύναμη. Το σημαντικότερο ήταν ότι το 233 π.Χ., λίγο πριν την άνοδο του Άγρωνα, το βασίλειο των Μολοσσών της Ηπείρου (που συνόρευε νότια με το βασίλειο του Άγρωνα) ανατράπηκε και αντικαταστάθηκε από μια χαλαρότερη ομοσπονδία φυλών, η οποία ήταν πολύ πιο αδύναμη. Επιπλέον, το 231 π.Χ. η Μακεδονία (που συνόρευε με το Ιλλυρικό βασίλειο ανατολικά και νοτιοανατολικά) αντιμετώπιζε πολιτικά και στρατιωτικά προβλήματα, μεταξύ των οποίων και την απειλή των Δαρδάνων, ενός λαού που ζούσε στα βόρεια και βορειοδυτικά της Μακεδονίας. Ως εκ τούτου, τα δύο κράτη που αναχαίτιζαν τις επιδρομές των Ιλλυριών προς νότο δεν ήταν σε θέση να το πράξουν όταν η δύναμη του Άγρωνα έφτασε στο αποκορύφωμά της.
Βασίλειο της Τεύτας των Αρδιαίων και γειτονικά βασίλεια.
Το 231 π.Χ., οι Αιτωλοί που εποφθαλμιούσαν τα εδάφη των Ακαρνάνων στην Αδριατική βόρεια του Κορινθιακού Κόλπου, επιτέθηκαν στην πόλη Μεδεών της Ακαρνανίας. Οι Ακαρνάνες προστατεύονταν από τους Μακεδόνες, αλλά όταν επιτέθηκαν οι Αιτωλοί, η Μακεδονία προετοιμαζόταν για πόλεμο με τη Δαρδανία. Ως αποτέλεσμα, ο βασιλιάς της Μακεδονίας, Δημήτριος ο Β’, πλήρωσε τον Άγρωνα να προστατεύσει τους Ακαρνάνες και αυτός έστειλε 5.000 άντρες με 100 πλοία στον Μεδεώνα και νίκησε τους Αιτωλούς. Στη συνέχεια, η δύναμη επέστρεψε στη Σκόδρα έχοντας αποκομίσει σημαντική ποσότητα λαφύρων από την επαρχία της Ακαρνανίας και την εμπειρία της εύκολης κατάκτησης εδαφών στην Ελλάδα. Ο Άγρων ενθουσιάστηκε με τα νέα και κατά τη διάρκεια των εορτασμών που ακολούθησαν την επιστροφή του στρατού του, έφαγε και ήπιε τόσο πολύ που πέθανε.
Ο Πίννης διάδοχος του Άγρωνα, εκείνη την εποχή ήταν ανήλικος και έτσι η Τεύτα διαδέχθηκε τον σύζυγό της ασκώντας καθήκοντα αντιβασιλέα (δεν ήταν μητέρα του Πίννη, αλλά ήταν η κυρίαρχη γυναίκα στην βασιλική αυλή). Η Τεύτα εκμεταλλεύτηκε αμέσως την Ελληνική αδυναμία στέλνοντας στόλο για να λεηλατήσει τα περίχωρα της Ηλείας και Μεσσηνίας, στην δυτική ακτή της Πελοποννήσου. Η επιχείρηση στέφθηκε με επιτυχία και αποτέλεσε κίνητρο για περισσότερες επιδρομές. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα 231-30 π.Χ., η Τεύτα αφού συμβουλεύτηκε τον Σκερδιλαΐδα και έναν Έλληνα τυχοδιώκτη από τον Φάρο (σημερινό Στάρι Γκράντ στην Κροατία) ονόματι Δημήτριο σχεδίασε τις μελλοντικές επιθέσεις.
Προτομή της βασίλισσας Τεύτα (Teuta)
Το 230 π.Χ. ο Ιλλυρικός στρατός προσέγγισε την πόλη Φοινίκη στην Ήπειρο με την δικαιολογία ότι αναζητά προμήθειες για να συνεχίσει την πορεία προς νότο. Στην Φοινίκη υπήρχε μισθοφορικός στρατός Γαλατών με αποστολή να προστατεύει τα συμφέροντα των ντόπιων. Όταν η αντιπροσωπεία των Ιλλυριών εισήλθε στην πόλη, αντί να αγοράσουν προμήθειες, προσέφεραν στους Γαλάτες αμοιβή με αντάλλαγμα να παραδώσουν τη Φοίνικη, κάτι το οποίο έκαναν οι Γαλάτες, αιφνιδιάζοντας τους Έλληνες, επειδή η κατάληψη πόλης (σε αντίθεση με τη λεηλασία της υπαίθρου) αντιπροσώπευε ριζική κλιμάκωση στην απειλή των Ιλλυριών. Οι Ηπειρώτες αντέδρασαν στέλνοντας στρατό για να απελευθερώσει την Φοίνικη, αλλά την ίδια στιγμή ο Σκερδιλαΐδας με μια άλλη δύναμη εισέβαλε στη βόρεια Ήπειρο. Για να αντιμετωπίσει τη νέα απειλή, ο στρατός των Ηπειρωτών χωρίστηκε σε δύο τμήματα στέλνοντας ταυτόχρονα επείγοντα αιτήματα για βοήθεια στους Αιτωλούς και τους Αχαιούς οι οποίοι αντέδρασαν άμεσα στέλνοντας ενισχύσεις, αλλά μέχρι να φτάσουν το στράτευμα της Ηπείρου που είχε παραμείνει στη Φοινίκη ηττήθηκε. Παρόλα αυτά, οι δυνάμεις που απέμειναν μαζί με τους συμμάχους ετοιμάστηκαν να αντιμετωπίσουν τους Ιλλυριούς εισβολείς σε ανοιχτή μάχη. Ωστόσο, λίγο πριν την έναρξη, η Τεύτα διέταξε τον Σκερδιλαΐδα, να επιστρέψει προκειμένου να αντιμετωπίσει μια Ιλλυριακή φυλή που επαναστάτησε και είχε συμμαχήσει με τους Δαρδάνους. Οι Ιλλυριοί αναχώρησαν από την Ήπειρο με την προοπτική να επιστρέψουν στην Φοινίκη, όταν οι συνθήκες θα ήταν ευνοϊκότερες.
Σύγχρονο άγαλμα της Τεύτας με τον θετό γιο της Πίννη στα Τίρανα. Bardhyl222, CC BY-SA 3.0 via Wikimedia Commons
Σημειώνεται ότι κατά τη διάρκεια της Ιλλυρικής κατοχής στη Φοινίκη, σκοτώθηκαν ορισμένοι Ιταλοί έμποροι, γεγονός που μελλοντικά θα προκαλούσε προβλήματα στην Τεύτα, αλλά επί του παρόντος ακόμα και μετά την προσωρινή υποχώρηση από την Ήπειρο, η επιθετικότητα της παρέμενε αμείωτη. Μετά την γρήγορη καταστολή των Ιλλυριών επαναστατών, η βασίλισσα επανέλαβε τις επιθέσεις οδηγώντας προσωπικά στρατό και στόλο στην Ίσσα, μια μικρή Ελληνική αποικία που είχε ιδρυθεί στο ομώνυμο νησί ανοικτά των ακτών της κεντρικής Ιλλυρίας. Δεν επρόκειτο για επιδρομή, διότι οι κάτοικοι ήταν σε επιφυλακή και είχαν προετοιμάσει αμυντικά την πόλη τους σε περίπτωση πολιορκίας. Πριν την Ίσσα, οι επιθέσεις των Ιλλυριών επικεντρώνονταν είτε σε λεηλασίες στην ύπαιθρο είτε όπως στην περίπτωση της Φοινίκης, σε τεχνάσματα προκειμένου να αποφευχθεί η πολιορκία. Η πολιορκία της Ίσσα, η οποία διήρκεσε πολλούς μήνες, συνιστούσε αναβάθμιση της απειλής των Ιλλυριών, διότι έδειχνε ότι είχαν οργανωθεί ώστε να διεξάγουν μακροχρόνιες πολιορκίες.
Ο φόβος ανάγκασε τους Ηπειρώτες να συνάψουν συμμαχία με την Τεύτα, συμφωνώντας να βοηθήσουν τις εκστρατείες της εφόσον τους άφηνε ήσυχους. Για να συμμαχήσουν εγκατέλειψαν τους Αιτωλούς και Αχαιούς και παραχώρησαν στην Τεύτα τον έλεγχο του Ατιντανικού διαδρόμου που συνέδεε την Ιλλυρία με την Ήπειρο, παρέχοντας έτσι στους Ιλλυριούς χερσαία πρόσβαση στην καρδιά της Ηπείρου.
Η βασίλισσα Τεύτα διατάζει την δολοφονία των Ρωμαίων απεσταλμένων_Public domain
Ιλλυρικός πόλεμος
Ενόσω η Τεύτα ήταν στην Ίσσα, την επισκέφθηκαν δύο Ρωμαίοι απεσταλμένοι, τα αδέλφια Γάιος και Λούκιος Κορουνκάνιος, κατόπιν εντολής της Συγκλήτου προκειμένου να ανακαλύψουν τι συνέβαινε ακριβώς στην Αδριατική και να προειδοποιήσουν την Τεύτα για αντίποινα σε περίπτωση συνέχισης των επιδρομών της. Αυτή η κίνηση προκλήθηκε από τον θάνατο των Ιταλών εμπόρων στη Φοινίκη και πιθανώς μετά από αίτημα της πόλης Ίσσας. Οι Ρωμαίοι, εντυπωσιασμένοι από το μέγεθος του βασιλείου της Τεύτας, την προειδοποίησαν ωμά να μην παρεμβαίνει στα Ρωμαϊκά συμφέροντα, ή σε αυτά των φίλων της Ρώμης. Η Τεύτα απάντησε διπλωματικά, διαβεβαιώνοντας ότι στο εξής ουδείς Ρωμαίος θα πάθαινε κακό από οποιονδήποτε που σχετιζόταν με το βασίλειό της, αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει τις επιδρομές από άλλες φυλές. Στην πραγματικότητα, με δεδομένη τη σημασία των επιδρομών στην Ιλλυρική οικονομία, ακόμη και αν η Τεύτα ήταν πρόθυμη να επιβάλλει τάξη στο βασίλειο της, είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν μπορούσε να το κάνει. Μη ικανοποιημένος με την απάντησή της, ο Λούκιος Κορουνκάνιος ανταπάντησε ότι αν δεν μπορούσε να ελέγξει τους υπηκόους της, θα το έκαναν οι Ρωμαίοι. Ορισμένοι Ιλλυριοί, ίσως και η Τεύτα, προσβλήθηκαν τόσο πολύ από την αλαζονεία του Ρωμαίου ώστε σχεδίασαν και εκτέλεσαν τη δολοφονία του καθώς οι δύο αδελφοί επέστρεφαν στη Ρώμη.
Η δολοφονία του Λούκιου Κορουνκάνιου προκάλεσε την επέμβαση της Ρώμης στην Αδριατική πυροδοτώντας τον Α’ Ιλλυρικό πόλεμο. Ωστόσο, παρά την επαπειλούμενη εμπλοκή της Ρώμης, η Τεύτα συνέχισε απτόητη τις επιθέσεις εναντίον των Ελλήνων. Το 229 π.Χ., παράτεινε την επίθεση κατά της Ίσσας και διέταξε την πολιορκία της Επιδάμνου και της Κερκύρας, γεγονός που καταδεικνύει το μέγεθος της αλαζονείας της, καθώς οι τελευταίες ήταν δύο από τις μεγαλύτερες και ισχυρότερες Ελληνικές πόλεις – κράτη στην Αδριατική. Η Κέρκυρα και η Επίδαμνος αντέδρασαν (μαζί με την Απολλωνία) ζητώντας βοήθεια από τους Αιτωλούς και τους Αχαιούς. Οι τελευταίοι ανταποκρίθηκαν και πάλι αλλά ο στόλος που στάλθηκε ηττήθηκε από τους Ιλλυριούς και τους Ακαρνάνες συμμάχους τους στην ναυμαχία των Παξών. Αμέσως μετά, η Κέρκυρα υπέκυψε σε Ιλλυρική δύναμη υπό την ηγεσία του Δημήτριου του Φάρου. Προφανώς, η κατάσταση τέθηκε εκτός ελέγχου, διότι χωρίς κάποια βοήθεια, όλες οι πόλεις – κράτη που δεν είχαν συνάψει σύμφωνο μη επίθεσης με τους Ιλλυριούς σύντομα θα γίνονταν έρμαιο στις διαθέσεις τους.
Η Τεύτα στο πίσω μέρος σύγχρονου Αλβανικού νομίσματος (100 Lek). Numista, CC BY-SA 4.0, via Wikimedia Commons
Εκείνη τη περίοδο επενέβη η Ρώμη με ισχυρό στόλο 200 πλοίων, υπό τον Γναίο Φούλβιο και πολυάριθμο στράτευμα από 20.000 πεζικό και 2.000 ιππικό, υπό τον Λεύκιο Ποστούμιο Αλβίνο που αρχικά επιτέθηκε στην Κέρκυρα, όπου νίκησε την Ιλλυρική φρουρά υπό τον Δημήτριο. Τόσο αποφασιστική ήταν η Ρωμαϊκή επίδειξη δύναμης ώστε ο Δημήτριος (πρώην σύμβουλος της Τεύτας) παρέδωσε την πόλη και κατόπιν συνεργάστηκε με τους Ρωμαίους κατά της Τεύτας. Η εκστρατεία συνεχίστηκε με τους Ρωμαίους να προελαύνουν στην Αδριατική ακτή, απελευθερώνοντας τη μία πόλη μετά την άλλη και να τις θέτουν υπό Ρωμαϊκή προστασία.
Ήταν πλέον εμφανές στους Ιλλυριούς ότι από στρατιωτικής άποψης, οι Ρωμαίοι δεν συγκρίνονταν με κανένα Ελληνικό κράτος. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, οι Ρωμαίοι όχι μόνο απάλλαξαν κάθε περιοχή (συμπεριλαμβανομένης της Ίσσας) που απειλούνταν από την Τεύτα, αλλά διέλυσαν και την συμμαχία των Ιλλυριών που είχε επιτύχει ο Άγρων. Η Τεύτα διέφυγε στην οχυρωμένη πόλη Ρίζων και παρακάλεσε τους Ρωμαίους για ειρήνη, η οποία της δόθηκε με τους όρους να αποδίδει φόρο υποτέλειας στην Ρώμη, να παραδώσει το μεγαλύτερο μέρος του Ιλλυρικού βασιλείου της και να μην εκδράμει πέρα από τη νότια Ιλλυρία οποιαδήποτε στιγμή με περισσότερα από δύο πλοία. Οι Ρωμαίοι σ’ αυτόν τον πόλεμο ενήργησαν ως αστυνομική δύναμη και στο τέλος μετά την άνοιξη του 228 π.Χ. δεν προσαρτήθηκαν εδάφη ούτε διατηρούσαν στρατεύματα στα Βαλκάνια. Είναι σαφές ότι πρόθεση της Ρώμης ήταν να φέρει ειρήνη στην περιοχή μέσω της έμμεσης απειλής μελλοντικής βίας, αν οι ντόπιοι δεν συμπεριφέρονταν σωστά.
Η μερίδα του λέοντος από το βασίλειο της Τεύτας δόθηκε στον Δημήτριο, με τη ρητή προειδοποίηση να μεριμνά ώστε οι υπήκοοί του να κερδίζουν τα προς το ζην από άλλες δραστηριότητες εκτός της πειρατείας και λεηλασίας. Έτσι έληξε η πρώτη Ρωμαϊκή στρατιωτική επέμβαση ανατολικά της Αδριατικής. Ο Β’ Ιλλυρικός πόλεμος θα συμβεί δέκα χρόνια αργότερα κατά του Δημητρίου για την αποτυχία του να δώσει ένα τέλος στις λεηλασίες των Ιλλυριών. Η κατάληξη της Τεύτας μετά το 228 π.Χ. είναι άγνωστη. Προφανώς, κυριάρχησε σε ένα τμήμα του πρώην βασιλείου της από την έδρα της στη Ρίζωνα, αλλά η ημερομηνία θανάτου της είναι άγνωστη.
Σύμφωνα με τη σύγχρονη λαογραφία των κατοίκων του Ρίζωνα στο Μαυροβούνιο, η Τεύτα έδωσε τέλος στη ζωή της πέφτοντας από το όρος Όργεν/Orjen το 228 π.Χ.
Πηγές – βιβλιογραφία
https://www.encyclopedia.com/women/encyclopedias-almanacs-transcripts-and-maps/teuta-c-260-after-228-bce
https://el.wikipedia.org/wiki/Τεύτα
Δεν υπάρχουν σχόλια: