Μία εκρηκτική κατάσταση- οικονομικά και πολιτικά- βιώνει γειτονική Τουρκία. Η κατάρρευση της λίρας απειλεί να διαβρώσει την εξουσία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, αφού εκτινάσσει στα ύψη το κόστος της ζωής για τους πολίτες και πολλαπλασιάζει τα βάρη για τις επιχειρήσεις που δανείζονται σε δολάριο. Ο αυτοποκαλόυμενος «εχθρός των επιτοκίων» Τούρκος πρόεδρος επιμένει στα Erdoganomics, γεγονός που προκαλεί όχι μόνο ανησυχία σε ειδκούς και αγορές, αλλά και ολοένα και μεγαλύτερη δυσφορία της κοινής γνώμης.
«Η τελευταία αναταραχή θα ωθήσει τους αναποφάσιστους ψηφοφόρους που είναι αναστατωμένοι από τις οικονομικές προοπτικές στις τάξεις της αντιπολίτευσης», δήλωσε στο Bloomberg ο Can Selcuki της Turkiye Raporu. «Οι πιθανότητες το κυβερνών κόμμα να υπολείπεται του ποσοστού υποστήριξης 30% έχουν αυξηθεί», πρόσθεσε.
Η επιμονή στην πιστωτική ανάπτυξη πριν από τις εκλογές λειτούργησε για τον Ερντογάν στο παρελθόν. Αλλά ο συσσωρευμένος αντίκτυπος αυτής της πολιτικής, οι αυξανόμενες εισοδηματικές ανισότητες και η ζημιά που προκάλεσε ο Covid, σημαίνει ότι το πιθανό κοινωνικό κόστος είναι πολύ μεγαλύτερο αυτή τη φορά.
Ο πρόεδρος της Τουρκίας υπερασπίστηκε εκ νέου χθες τα χαμηλά επιτόκια, κηρύσσοντας παράλληλα ένα «οικονομικό πόλεμο ανεξαρτησίας», γεγονός που οδήγησε τη λίρα σε ιλιγγιώδη πτώση, με την ισοτιμία κοντά στις 13,45 λίρες έναντι του δολαρίου. Σήμερα το τουρκικό νόμισμα ανακάμπτει, με την ισοτιμία στο 12,6224. Aλλά και πάλι καταγράφει απώλειες της τάξης του 40% από τις αρχές του έτους. Οι αναλυτές περιμένουν πλέον να δουν πόσο ακόμη είναι διατεθειμένος ο Ερντογάν να επιτρέψει στο νόμισμα να πέσει.
Ο Ερντογάν, πιστός στην ανορθόδοξη πολιτική του, επέμεινε ότι θα συνεχίσει στον δρόμο των χαμηλών επιτοκίων σε μια προσπάθεια τόνωσης της ανάπτυξης και των επενδύσεων.
Στο μεταξύ, οι προβλέψεις για την τουρκική οικονομία «βλέπουν» αύξηση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος κατά 9% φέτος. Πρόκειται για έναν από τους ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης στον κόσμο. Όμως η αστάθεια της λίρας, η οποία χθες υποχώρησε κατά περίπου 15%, θα μπορούσε να περιορίσει σοβαρά τη μελλοντική ανάπτυξη της οικονομίας, όπως προειδοποιούν οι αναλυτές.Η προσέγγιση του Ερντογάν, υποστηρίζουν, εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την υγεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος της χώρας και την ευρύτερη οικονομία, πέρα από τη γενική δυσαρέσκεια που ήδη βλέπουμε να εκδηλώνεται.
Έτσι οι αναλυτές των Financial Times εντοπίζουν τέσσερα βασικά σημεία πίεσης:
Θα στραφούν περισσότεροι Τούρκοι στις αποταμιεύσεις σε δολάρια;
Οι τουρκικές τράπεζες επιτρέπουν στους πελάτες τους να διατηρούν καταθέσεις σε ξένα νομίσματα καθώς και σε λίρες. Τα τελευταία χρόνια, οι Τούρκοι επιλέγουν όλο και περισσότερο να διατηρούν τα χρήματά τους σε δολάρια και ευρώ, καθώς ο υψηλός πληθωρισμός και τα χαμηλά επιτόκια έχουν μειώσει τις αποδόσεις των αποταμιεύσεων σε λίρες.
Έτσι, οι καταθέσεις σε ξένο νόμισμα αποτελούν πλέον το 55% του συνόλου των καταθέσεων στον τραπεζικό τομέα της χώρας (πρόκειται για περίπου 260 δισ. δολάρια ) συγκριτικά με το 49% που ήταν το 2018.
Οι αναλυτές ανησυχούν ότι οι αποταμιεύσεις σε δολάρια θα μπορούσαν να αυξηθούν περαιτέρω, ασκώντας μεγαλύτερη πίεση στη λίρα και δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο.
Ο απόλυτος φόβος τους είναι ότι οι Τούρκοι θα χάσουν την εμπιστοσύνη τους στο σύστημα και θα επιδιώξουν να βγάλουν τα μετρητά από τους τραπεζικούς λογαριασμούς. Δεν είναι αβάσιμη η ανησυχία, καθώς κάτι ανάλογο συνέβη σε μικρή κλίμακα κατά τη διάρκεια της τελευταίας νομισματικής κρίσης το καλοκαίρι του 2018 και σε πλήρη κλίμακα το 2001.
Αν συμβεί κάτι τέτοιο, η κυβέρνηση θα μπορούσε να επιβάλει capital controls, αν και στο παρελθόν έχει επιμείνει ότι δεν θα το έκανε.
Πόσο θα ανέβουν οι τιμές;
Το ζήτημα της αύξησης των τιμών βρίσκεται ήδη στην κορυφή της πολιτικής ατζέντας στην Τουρκία. Ο ετήσιος πληθωρισμός διαμορφώθηκε σχεδόν στο 20% τον Οκτώβριο, ενώ οι πληθωριστικές πιέσεις στις τιμές των τροφίμων, που ήταν πάνω από 27% ετησίως τον ίδιο μήνα, έχει πλήξει ιδιαίτερα τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα.
Η εξάρτηση της Τουρκίας από εισαγόμενα αγαθά (κυρίως ενέργεια και πρώτες ύλες), σημαίνει ότι η κατάρρευση του νομίσματος μεταφράζεται γρήγορα σε υψηλότερες τιμές. Ο Jason Tuvey της Capital Economics, προβλέπει ότι ο πληθωρισμός «είναι πλέον πιθανό να αυξηθεί στο 25 με 30% τους επόμενους ή δύο μήνες».
Με τον υψηλό πληθωρισμό και το πλήγμα στην εμπιστοσύνη των καταναλωτών, υπάρχει ο κίνδυνος να αποδυναμωθεί περαιτέρω η λίρα και να ανακοπεί η ανάπτυξη της οικονομίας. Θα μπορούσε επίσης να υπονομευθεί περαιτέρω η δημόσια υποστήριξη προς τον Ερντογάν. Η αντιπολίτευση, η οποία κέρδισε τον έλεγχο των δύο μεγαλύτερων πόλεων της χώρας στις δημοτικές εκλογές μετά την κρίση του 2018, θέλει πρόωρες εκλογές για να μπορέσει να αξιοποιήσει την αυξανόμενη ανησυχία για την οικονομία.
Τα αποθέματα σε καθαρό συνάλλαγμα της κεντρικής τράπεζας εξαντλούνται, πράγμα που σημαίνει ότι είναι περιορισμένη η ικανότητά της να παρέμβει για την υπεράσπιση του νομίσματος.
Σε αντίστοιχες περιστάσεις στο παρελθόν, η Τουρκία ανακοίνωσε τελικά έκτακτες αυξήσεις των επιτοκίων που σταμάτησαν την «αιμοραγία» της λίρας, φράζοντας παράλληλα την ανοδική τάση του πληθωρισμού. Όμως, δεδομένου του δάκτυλου του Ερντογάν στην κεντρική τράπεζα και της επιμονής του για περισσότερες μειώσεις επιτοκίων, ορισμένοι αναλυτές διερωτώνται αν αυτή τη φορά είναι διαφορετική.
Οι τράπεζες θα αναζητήσουν πρόσβαση σε ξένη χρηματοδότηση;
Οι τράπεζες στην Τουρκία εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τον εξωτερικό δανεισμό για να χρηματοδοτήσουν τα δάνειά τους στο εσωτερικό.
Παρόλο που η ξένη χρηματοδότηση παρέμεινε ανθεκτική ακόμα και σε προηγούμενα επεισόδια ακραίου συναλλαγματικού στρες, όπως το 2018, μια ξαφνική αλλαγή στο κλίμα μεταξύ των ξένων δανειστών θα μπορούσε να θέσει υπό πίεση το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Οι τράπεζες «έχουν σημαντικά αποθέματα ρευστότητας σε ξένο συνάλλαγμα για να καλύψουν ένα σύντομο κλείσιμο της αγοράς περίπου ενός έτους», είπε ο Huseyin Sevinc του οίκου αξιολόγησης Fitch. Προειδοποίησε όμως ότι «ένα παρατεταμένο κλείσιμο της αγοράς θα μπορούσε να εγκυμονεί σημαντικούς κινδύνους».
Μπορεί η Άγκυρα να πληρώσει τα χρέη της;
Κατά τη διάρκεια της νομισματικής κρίσης του 2018, όταν η λίρα έπεσε έως και 18,5% μέσα σε μια μέρα μετά από μια διαμάχη με τις ΗΠΑ που πυροδότησε ευρύτερες ανησυχίες των επενδυτών για την οικονομία, μία από τις μεγαλύτερες ανησυχίες ήταν η ικανότητα του υπερχρεωμένου εταιρικού τομέα της χώρας να αποπληρώσει δάνεια σε δολάρια και ευρώ.
Τρία χρόνια μετά, οι εταιρείες βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση, έχοντας μειώσει τη συνολική χρηματοοικονομική μόχλευση του εξωτερικού χρέους τους κατά 74 δισ. δολάρια, σύμφωνα με την Barclays.
Αντίθετα, μέρος αυτού του εξωτερικού χρέους έχει μεταφερθεί στον δημόσιο τομέα αφού το υπουργείο Οικονομικών άρχισε να εκδίδει χρεόγραφα σε ξένο νόμισμα υπό την εποπτεία του πρώην υπουργού Οικονομικών Μπεράτ Αλμπαϊράκ.
Παράλληλα, καθώς το νόμισμα διολισθαίνει, γίνεται πιο ακριβό για το υπουργείο Οικονομικών να εξυπηρετήσει το χρέος του.
Η συνολική αναλογία χρέους προς ΑΕΠ εξακολουθεί να είναι χαμηλή σε σύγκριση με άλλες αναδυόμενες αγορές, περίπου στο 40% του ΑΕΠ. Ωστόσο, οι αναλυτές λένε ότι το αυξανόμενο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους θα μπορούσε να περιορίσει τον δημοσιονομικό χώρο της κυβέρνησης σε μια περίοδο που σχεδιάζει να αυξήσει τις παροχές καθώς πλησιάζουν οι εκλογές.
Επιμέλεια: Βαρδαλαχάκη Ιωάννα
Πηγή: naftemporiki
Δεν υπάρχουν σχόλια: