Ο Αυτοκράτορας Ασόκα και η επέκταση του βουδισμού στα Ελληνο-Ινδικά Βασίλεια

Του Δρ. Δημήτριου Βασιλειάδη*

Ο Μεγασθένης (αρχές 3ου αιώνα π.Χ.), ο οποίος υπηρέτησε ως πρεσβευτής του βασιλιά Σέλευκου Νικάτορα στην αυλή του Τσαντραγκούπτα Μάουρια για 10 χρόνια, περιγράφει εκτενώς στα ΙΝΔΙΚΑ του τις υπάρχουσες Βραχμανικές και Σραμανικές παραδόσεις της Ινδίας χωρίς να κάνει κάποια ιδιαίτερη αναφορά στον Βούδα και τους οπαδούς του. Το γεγονός αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο βουδισμός στην εποχή του Μεγασθένη ήταν ακόμη μια σχετικά άγνωστη και γεωγραφικά περιορισμένη θρησκεία.

Ο βουδισμός ξεκίνησε τη μεταμόρφωσή του σε παγκόσμια θρησκεία δύο γενιές αργότερα υπό τη σθεναρή αιγίδα του αυτοκράτορα Ασόκα (περ. 304–232 π.Χ.) που τον καθιέρωσε ως επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας των Μάουριαν. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του η διάδοση του βουδισμού φαίνεται να έφθασε μέχρι τις νότιες περιοχές του Αφγανιστάν που έγιναν μέρος της αυτοκρατορίας του. Αυτή η θέση επιβεβαιώνεται από τη μαρτυρία Κινέζων προσκυνητών που κατέγραψαν την ύπαρξη των πρώτων βουδιστικών μνημείων (stūpa-s) στην περιοχή Jalalabad του Αφγανιστάν.

Η Αυτοκρατορία των Μάουρια στην εποχή του Ασόκα.

Ο Ασόκα μεγάλωσε σε μια κοινωνία που είχε στενές επαφές με τους Έλληνες («Γιάβανα» στα σανσκριτικά και «Γιόνα» στη γλώσσα πάλι). Οι Βρετανοί ιστορικοί Sir William Tarn και George Woodcock φτάνουν στο σημείο να υποθέσουν ότι μπορεί να ήταν κατά το ήμισυ ή κατά το ένα τέταρτο Έλληνας καθώς η κόρη του Σέλευκου Νικάτορα, Ελένη, δόθηκε για γάμο στον οίκο του παππού του Ασόκα, Τσαντραγκούπτα, και δεν θα μπορούσε να είχε παντρευτεί κάποιον άλλον από τον ίδιο τον αυτοκράτορα ή τον γιό του και πατέρα του Ασόκα, Μπιντουσάρα.

Ο Μεγασθένης στα ανάκτορα του Τσαντραγκούπτα, όπου απεικονίζεται η κόρη του Σέλευκου, Ελένη, να κάθεται δίπλα στον Ινδό αυτοκράτορα.


Στην πορεία των ιστορικών εξελίξεων, αρκετοί Έλληνες έγιναν υποτελείς της διευρυμένης αυτοκρατορίας των Μάουρια, ιδιαίτερα μετά την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης μεταξύ του Σέλευκου και του Τσαντραγκούπτα, με την οποία παραχωρήθηκαν αρκετά ανατολικά εδάφη της αυτοκρατορίας των Σελευκιδών στους Ινδούς.

Έλληνες μισθοφόροι φαίνεται να χρησιμοποιήθηκαν από Ινδούς βασιλιάδες κατά τη διάρκεια αυτής της εποχής, όπως υποδηλώνεται από τις αναφορές στα Ινδικά έπη για τους στρατούς των Γιάβανα που συμμετείχαν στους εμφύλιους πολέμους τους. Αρκετοί Έλληνες τεχνίτες, γιατροί, αστρολόγοι και έμποροι εγκαταστάθηκαν σε μεγάλα εμπορικά κέντρα της Ινδίας και οι Μάουριαν αυτοκράτορες φιλοξενούσαν Έλληνες πρέσβεις στα ανάκτορά τους.

Η επίδραση της ελληνικής γλυπτικής θα γίνει ιδιαίτερα εμφανής τρεις αιώνες αργότερα στα ελληνοβουδιστικά γλυπτά της Γανδάρα και της Μαθούρα, αλλά δεν υπάρχει τίποτα που να μας εμποδίζει να υποθέσουμε ότι Έλληνες γλύπτες και αρχιτέκτονες είχαν απασχοληθεί πολύ νωρίτερα στην Ινδία. Η ανάπτυξη των πέτρινων γλυπτών, που χρησιμοποιήθηκαν ελάχιστα στην Ινδία πριν από την εποχή του Ασόκα, μπορεί να αποδοθεί σε ένα βαθμό στους Έλληνες. Τα λιοντάρια στις στήλες του Ασόκα, για παράδειγμα, είναι παρόμοια με τα λιοντάρια που έστηναν οι Μακεδόνες ως μνημεία νίκης. Η ελληνική τέχνη ήταν αρκετά γνωστή στους Ινδούς καθώς ελληνικά αγάλματα που κρατούσαν λάμπες χρησιμοποιούνταν ως διακόσμηση από τους Σάκια στην Καπιλαβαστού, την πατρίδα του Γκαουτάμα Βούδα.

Στήλη του Ασόκα και ο Λέων της Αμφίπολης.


Η στενή σχέση των Ελλήνων με τους Μάουριαν μαρτυρείται περαιτέρω στις βραχογραφίες του Ασόκα. Μια δίγλωσση επιγραφή στα ελληνικά και τα αραμαϊκά, που ήρθε στο φως το 1958 κατά τις ανασκαφές στο Κανταχάρ (Αφγανιστάν) υποδηλώνει ότι οι Έλληνες που εγκαταστάθηκαν εκεί γνώριζαν καλά τις νταρμικές (ηθικές και θρησκευτικές) οδηγίες του Ασόκα. Το ελληνικό τμήμα της επιγραφής περιλαμβάνει το διάταγμα που αποδίδεται στον Ασόκα, με το οποίο απαγορεύεται στους υπηκόους του να βλάπτουν όλα τα έμβια όντα.

Δίγλωσση επιγραφή του Ασόκα στα ελληνικά και Αραμαϊκά


Παρόμοιες διακηρύξεις, που καταδεικνύουν τη συμπονετική στάση του Ασόκα και τη σχέση του με τους Έλληνες, βρίσκονται και σε άλλες επιγραφές του. Στη δεύτερη επιγραφή, ο Γιόνα Βασιλιάς Αντίοχος (Aṅtiyako Yonarājā) αναφέρεται με το όνομά του. Η πέμπτη και η ένατη επιγραφή αναφέρουν τους Γιόνα ως υπηκόους του βασιλιά που ήταν αφοσιωμένοι στο Ντάρμα (βουδισμό). Η 13η επιγραφή βράχου διακηρύσσει ότι δεν υπάρχει κανένα μέρος, εκτός από αυτό των Γιόνα, όπου δεν υπάρχουν οι τάξεις των Βραχμάνων και των Σραμάνων. Στο τέλος της ίδιας επιγραφής, διαβάζουμε ότι η κυριαρχία του βασιλιά επεκτάθηκε για να συμπεριλάβει διαφορετικές ομάδες ανθρώπων, καθώς και τους Γιόνα.

Παντού κυριαρχούσαν οι διδαχές του Ντάρμα. Ακόμη και στις χώρες όπου δεν πήγαν απεσταλμένοι του Ασόκα, οι άνθρωποι έχοντας ακούσει για τις πρακτικές και τις διδαχές του Ντάρμα, το ακολουθούσαν και θα συνέχιζαν να το ακολουθούν στο μέλλον. Τα ονόματα των Ελλήνων βασιλιάδων αναφέρονται στο πλαίσιο της επέκτασης του Ντάρμα μέσα στην επικράτεια του βασιλιά Ασόκα και σε όλα τα σύνορά της, που εκτείνονταν μέχρι εξακόσια γιότζανα (ένα γιότζανα ισούται με 12-15 χιλιόμετρα), όπου ο Έλληνας βασιλιάς Yonarāja Aṅtiyoko (Αντίοχος Β' Θεός της Συρίας, 260-246 π.Χ. ) κυβερνά και πέρα ​​από αυτόν, όπου άλλοι τέσσερις βασιλείς εξουσιάζουν ‒ ο Tulamaye (Πτολεμαίος Β΄ Φιλάδελφος της Αιγύπτου, 283-246 π.Χ.), ο Aṅtekine (Αντίγονος Γονατάς της Μακεδονίας 278-239 π.Χ.), ο Makā (Μάγας της Κυρήνης, 300-250 π.Χ.), και ο Alikyașudale (Αλέξανδρος της Ηπείρου ή Κορίνθου, 272-258 π.Χ.).

Επιγραφή του Ασόκα στα Ελληνικά (Κανταχάρ, Αφγανιστάν)


Από τις παραπάνω περιγραφές, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο Ασόκα, όπως και οι προκάτοχοί του, είχε δεχθεί πρεσβευτές από τα ελληνικά βασίλεια στην αυλή του και ότι έστειλε τους δικούς του σ' αυτά. Ωστόσο, δεν υπάρχει ελληνική βιβλιογραφία εκείνης της περιόδου που να επαληθεύει την άφιξη αυτών των πρεσβευτών-ιεραποστόλων. Ο Βούδας και ο βουδισμός είναι άγνωστοι στα ελληνικά κείμενα μέχρι την πρωτοχριστιανική εποχή. Το όνομα του Βούδα θα αναφερθεί για πρώτη φορά στην ελληνική γραμματεία από τον χριστιανό συγγραφέα Κλήμη της Αλεξάνδρειας (154-222 μ.Χ.).

Οι αναφορές για ιεραποστόλους που στάλθηκαν για να διαδώσουν τις αρχές του Ντάρμα σε ξένα έθνη, συμπεριλαμβανομένων των Γιόνα, υπάρχουν μόνο σε ινδικές επιγραφές και αρχαία βουδιστικά κείμενα όπως η Dīpavaṁsa και η Mahāvaṁsa στη Σρι Λάνκα. Αυτό υποδηλώνει ότι η προσέλκυση ενός σημαντικού αριθμού Ελλήνων στον βουδισμό έλαβε χώρα εντός της Ινδικής υποήπειρου και δεν επεκτάθηκε πέρα από αυτήν. Οι περισσότεροι Έλληνες που έζησαν υπό την ινδική επιρροή ασπάστηκαν τον βουδισμό και σε κάποιο βαθμό η συμβολή τους στη δογματική, τελετουργική και αισθητική μετουσίωση του βουδισμού από την ανθρωποκεντρική Θεραβάντα στην μεταφυσική Μαχαγιάνα υπήρξε σημαντική.

Ο Βούδας και ο Ζευς κρατώντας κεραυνό (Βαζραπάνι) στην Ελληνο-βουδιστική τέχνη της Γανδάρα.


Τα Ελληνο-Ινδικά βασίλεια συνέχισαν να εκδίδουν νομίσματα με απεικονίσεις από το ελληνικό πάνθεο καθ’ όλη τη διάρκεια της κυριαρχίας τους. Θα υπάρξουν όμως έμμεσες και άμεσες επιρροές μέσω του εμπορίου, των στρατιωτικών εκστρατειών και των ταξιδιωτών, οι οποίες θα επεκταθούν αργότερα στα μεγάλα κοσμοπολίτικα κέντρα της Δαμασκού και της Αλεξάνδρειας επηρεάζοντας την κοσμοθεωρία του Νέο-Πλατωνισμού και την ασκητική των εβραϊκών και πρωτοχριστιανικών θρησκευτικών κοινοτήτων.

*Ο Δρ. Δημήτριος Βασιλειάδης είναι διευθυντής και καθηγητής σανσκριτικών, ινδικής φιλοσοφίας, ιστορίας και πολιτισμού στο Κέντρο Ινδικών και Ελληνο-Ινδικών Σπουδών Αθηνών και καθηγητής των χίντι στο Διδασκαλείο Ξένων Γλωσσών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει συγγράψει αρκετές μελέτες πάνω σε ινδολογικά και ελληνο-ινδικά θέματα μεταξύ των οποίων και τα βιβλία «Έλληνες και Βουδισμός – Μια Διαπολιτισμική Συνάντηση» (Αθήνα, 2016) και «Οι Έλληνες στην Ινδία – Μία Αναδρομή στην Φιλοσοφική Κατανόηση» (Νέο Δελχί, 2000) που κυκλοφορούν στην αγγλική γλώσσα.

Πηγή: efsyn

Ο Αυτοκράτορας Ασόκα και η επέκταση του βουδισμού στα Ελληνο-Ινδικά Βασίλεια Ο Αυτοκράτορας Ασόκα και η επέκταση του βουδισμού στα Ελληνο-Ινδικά Βασίλεια Reviewed by Αρχαία Ελληνικά on Τρίτη, Σεπτεμβρίου 27, 2022 Rating: 5

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.