Του Γιώργου Λεκάκη
Ο τερετισμός, το τερέτισμα, το τερέτριον στην Ελληνική γλώσσα είναι είδος φωνής / βοής, κυματισμού, δόνησης. Οι αρχαίοι μιλούσαν, και άρα εγνώριζαν, την κυματική / κρουματική διάλεκτο, δηλ. την κυματομορφή των δονήσεων που προκύπτει από τα μουσικά όργανα - και δη από τα κρουστά.
Άλλωστε το όργανο με το οποίο αντιλαμβανόμαστε τον ήχο στο αυτί μας, το λέμε «τύμπανο», διότι ομοιάζει με μεμβράνη τυμπάνου. Άρα αυτομάτως γνωρίζουμε πως ακούμε δια μέσου κρουσμάτων / κρούσεων / παλμικών κινήσεων / κυματισμών κρουστού οργάνου.
Τερέτισμα σημαίνει βοή, βουητό, κυματισμός. Γενικότερα δε τα «περίεργα κρούσματα».[1] Εάν δε, η λέξις τεθεί για κυματομορφή ήχου, σημαίνει κυρίως το κελάηδημα / τιτίβισμα κυρίως των τεττίγων / τζιτζικιών, αλλά και των χελιδονιών[2], των σπίνων, των περδίκων, των περιστεριών, ίσως και των γλάρων[3], αλλά και των αυλών, των φορμίγγων και των δίχορδων οργάνων. Ως γνωστόν ο άνθρωπος είναι δίχορδο όν, καθ’ όσον έχει δυο φωνητικές χορδές.[4]
…«τερετιῶ τι πτιστικόν πρὸς τὸ δίχορδον τερέτισμα»[5]…
Αλλά, εάν η λέξις δεν τεθεί για κυματομορφή ήχου, αλλά εικόνος; Γεύσεως; Οσμής… Θέλουμε πολλά χρόνια ακόμη για να καταλάβουμε τον αριθμό και τα σύμβολα…
Οι Τέττιγες, ως άδοντες, συνοδεύουν ενίοτε τον θεό της Μουσικής, Απόλλωνα[6] ή την θεά Αφροδίτη στο λουτρό της.[7] Υπάρχουν σε αρχαία χρυσά στεφάνια.[8] Και σε αρχαία ελληνικά νομίσματα των Αθηνών, της Μένδης Χαλκιδικής, της Αμφιπόλεως Μακεδονίας, Νεαπόλεως Καμπανίας, Ταυρομενίου Σικελίας[9], του Πόντου, κ.α. Ίσως το σύμβολον του τέττιγος στα νομίσματα, να σήμαινε και την ευγενή καταγωγή εκ του λαού των φιλομούσων Τεττίγων…
Ο τέττιξ είναι λιγυπτέρυγος (λιγυπτέρυγο έντομο, λιγύς[10] + πτέρξ) επειδή ηχεί δια των πτερύγων του… Στην Σινασό της Καππαδοκίας τα τζιτζίκια και τα τρυγόνια τα λένε τσιλιχτήρια / τζιλιχτήρια. Στην Βόρειο Ήπειρο, τα λέν τσιντζίρια. Στην Αγιάσω Λέσβου ένα είδος εντόμου, που ομοιάζει με το τζιτζίκι το λένε και χαμπαρολόγο[11]. Πιστεύουν πως αν μπει μέσα στο σπίτι ή πετά γύρω τους, είναι προάγγελος κάποιας είδησης, ευχάριστης ή μη.
Σήμερα τα αρχαία Λείβηθρα εντοπίζονται στην Πιερία, στην περιοχή του θεϊκού Ολύμπου. Τα μυθικά όμως Λείβηθρα, δηλαδή τα ακόμη αρχαιότερα, τα ορφικά Λείβηθρα, ευρίσκονται στην Πιερία της Θράκης.
Τα τερετίσματα, λοιπόν, αυτά, εξαπάτησαν τον Ορφέα, στα Λείβηθρα της Πιερίας, και εξακολουθούν να εξαπατούν όποιον τα ακούει. Γι’ αυτό και έμεινε «τερετίσματα» τα λέγονται οι «ὠδαὶ ἀπατηλαί» και αργότερα τα «ἔκλυτα ἄσματα».[12] Και αλήθεια, ποιος δεν έχει «χαθεί» μέσα στα τραγούδια των αμέριμνων τεττίγων και των χελιδονιών… στα τραγούδια των αμέριμνων και των ελεύθερων; Και πόσες εξουσίες δεν αισθάνθηκαν απειλή από αυτά…
Εκ μεταφοράς τερέτισμα σημαίνει τον κάθε απλό ήχο, την παρωδία, κλπ. Αλλά «τερετίσματα» έλεγαν και τις πλατωνικές ιδέες, που σε ξεμυαλίζουν…
«τὸ πόημα οὐχ ὡς τερέτισμα καὶ κροῦμα νοοῦμεν»…[13]
Το ρήμα τερετιῶ / τερετίζω, σημαίνει αείδω / άδω απαλά ( τέρεν = απαλό[14], τερενόχρως, τερενόχρους = ο έχων απαλό δέρμα, «τερενόχρωτες μαζῶν ὄψεις»[15] - τέρυ = ασθενές, λεπτό[16] - εξ ου ίσως και το τεριρέμ;), βοώ / κάνω βουητό με μελωδία, γογγύζω, γρύζω, εντρυλλίζω, κακκαβίζω / κακκαρίζω[17] / κουκουρίζω, κελαδώ[18], κουβεντιάζω / σιγοκουβεντιάζω, κρώζω[19], λαλαγέω[20] (= φλυαρώ, πολυλογώ, θορυβώ, ηχώ) / λαλέω[21], λαλάζω[22], μελίζω (δωρ. μελίσδω), μιλώ απλά, μιμούμαι το κελάδημα / τιτίβισμα τέττιγος ή χελιδόνος, μινυρίζω[23], μουρμουρίζω[24], πιππίζω (> peep)[25], σπίζω[26], συνοδεύω με την φωνή μου (κάνω ταυτοφωνία «τὸ αὐτὸ μέλος ᾄδειν»), τιτίζω[27], τιττυβίζω (> tweet, twitter) [28], τονθορίζω, τουρτουρίζω[29], τριλίζω / τρυλίζω[30], τρίζω / τρύζω[31], χελιδονίζω[32], χορδίζω[33], ψάλλω, ψιθυρίζω, κλπ.
Τερετίζων είναι ο ηχέτης[34] (-ον, επ. ηχετά) ο καθαρώς ηχών, ο εύηχος, ο οξύφωνος.
Η δε σχετική λέξις τέρετρον (τό, τετραίνω = διατρυπώ) / τέρεμνον (το) / τέραμνον, σημαίνει τρυπητής, τρυπάνι ( τρυπάνιον[35]), κάτι που μας κάνει να υποθέσουμε ότι είχαν τρυπάνια ήχου, ή ήξεραν να ανοίγουν τρύπες με εκπομπή / πομπή ήχου, ή σε κάθε περίπτωση πως ο ήχος τρυπά… Διότι το ότι ο ήχος κτίζει ή γκρεμίζει το ήξεραν σίγουρα – βλ. σχ. μύθους Αμφίωνος για τα τείχη των Θηβών, και τειχών Ιεριχούς ( ιερά ηχώ), αντιστοίχως. Αλλά και για κάθε δυνατή φωνή / βουή λέμε «μου τρύπησε τα αυτιά»! Άρα ενδόμυχα γνωρίζουμε ότι ο ήχος τρυπά! Και η ελληνική αυτή λέξις έδωσε παρόμοιες λέξεις στις άλλες γλώσσες-παιδιά της ελληνικής: taratrum, tariere, taraud, taladro, taladrar, trapano, trepano, trepan, terebra, terebrant, terebrante, trepaniererl, terebration, terebratula, trepanation, αφού τείρω (= φθείρω > tero, κλπ.). Γνωστή και η τερηδών, σκώληξ ξυλοτρώκτης (λατ. taredo), αλλά και η τερηδών που τρυπά τα δόντια, κλπ.
Τέλος, το ρήμα συντερετίζω σημαίνει σφυρίζω συνοδευτικά, συνοδεία άλλων, συμψάλλω μουσική συναυλία… Αυτό το ρήμα εμφανίζεται για πρώτη φορά τον 4ο αιώνα π.Χ. και μόνο μια φορά στο σώμα της ελληνικής γραμματείας![36]
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Βλ. Λεξ. Φώτιου.
[2] Τα χελιδόνια είναι από τα λίγα ζώα, που έχουν… μουσεία: Τις φωλιές τους, ένθα τερετίζουν…
[3] Διότι τους τερετισμούς τους έλεγαν νιγλάρους (> νιγλαρεύων = ο τερετίζων).
[4] Βλ. Diog. ap. D.L.6.104, E.Fr.200, Luc.Nigr.15, AP7.612, cf. 11.352, Agath., Hsch. Poll. 4.83, cf. Anon. Bellerm.p.26. Thphr. HP5.7.8.
[5] Thphr. Char. 27.15: - Pass., Phld. Mus. p.99 K. Phryn. Com. 14, cf. Teles p.7 H., Arist. Pr. 918a30, Babr. 9.4, Alciphr. 3.55, Euphro 1.34. Λεξ. Φωτίου, ΣΟΥΔΑ, Zeno Stoic. 1.23: cf.
[6] Βλ. Αγγειογραφία της Ρόδου.
[7] Βλ. αρχαίες παραστάσεις από έργα του Τάραντος Απουλίας Μεγάλης Ελλάδος / Κάτω Ιταλίας.
[8] Λ.χ. το χρυσό στεφάνι βελανιδιάς με μια μέλισσα και δύο τζιτζίκια, που ευρέθη στα Δαρδανέλλια. Τέτοια στεφάνια ήταν μακεδονική παράδοση.
[9] Ειδικώς στην σικελική εικονογραφία-πλαστική έχουν ξεχωριστή θέση.
[10] ή/και λυγύς (ρ. λιγαίνω): Επί ήχου: Οξύς, καθαρός, διαπεραστικός, συριστικός, καλλίφωνος, γλυκύφωνος, ό έχων καθαρή φωνή. Επί λύπης, ο νοερώς θρηνών εκ των πόνων, κλπ.
[11] Στην ντοπιολαλιά: χαμπαρουλόγους (ο).
[12] Βλ. Φώτιος.
[13] Βλ. Phld. Po. 2p.228H. Arist. APo. 83a33, Procop. Gaz. Ep.33.
[14] ατεράμων = σκληρός.
[15] Anaxandr. 41.37, Opp. H.2.56, nom. pl. Orph.L.33.
[16] > πτέρη, πτερό, κλπ. βλ. Ησύχ.
[17] Ηχοποίητος. Κάνω συνεχή ήχο κα-κα-κα.
[18] Κελαηδώ, κελάηδημα, κλπ.
[19] > κρωγμός.
[20] Λόγω των «λ» χρησιμοποιείται κυρίως επί ύδατος > λάλον ύδωρ το μαντικό νερό της Κασταλίας πηγής των Δελφών, λαλάγημα, κλπ.
[21] > λαλιά, λάλη, λάλος, λαλαγή. Και αυτή η ελληνική λέξις έδωσε παρόμοιες λέξεις στις άλλες γλώσσες-παιδιά της ελληνικής: > lallo, lallen, lull, lullaby, Lollard, κλπ.
[22] Βγάζω, εκπέμπω άναρθρους ήχους > αλαλάζω, αλαλαγμός > ο λάλαξ = ο φωνακλάς (βάτραχος). Εν αντιθέσει προς τον έναρθρον λόγον, ο οποίος προσδιορίζεται από τα ρήματα ομιλώ, λέγω, διηγούμαι, κλπ.
[23] υποτερτερίζω, σιγοκλαίω, σιγοτραγουδώ > μινύρισμα = κλαυθμήρισμα, κλαψούρισμα, κελάδημα σιγηλό / σιγανό… Σιγανοτραγουδήστε το παραδοσιακό «σιγανά πατώ στη γη, σιγανά και ταπεινά»…
υποτερτερίζω = υποκρέκω, επί εγχόρδων οργάνων, υπηχώ ήρεμα, κρούω χορδή ήρεμα, κάμνω το όργανο να ηχεί υπό την χείρα μου, εκβάλλω χαμηλό ήχο, συντροφεύω, ηχώ εν αρμονία.
[24] > μουρμούρα, κάνω συνεχή ήχο μουρ-μουρ-μουρ.
[25] Ο διαπεραστικός ήχος των νεοσσών (νεοσσός = πιτσούνι, πιππίνι) > λατ. pipio > pigeon, πίπιζα, κλπ. βλ. Αριστοφ. «ΟΡΝΙΘΕΣ», στ. 307: «πιππίζουσι καί τρέχουσι».
[26] Η φωνή του σπίνου. Κελαδώ όπως ο σπίνος. Όπως έχω ξαναγράψει, κάθε ζώο στην ελληνική έχει την ιδική του λέξη για την φωνή του.
[27] < τιτίς, η = βραχύ ορνίθιον (> γερμ. Taube = περιστερά), τιτυριστής = αυλητής, τιτίζης (ο, τιτίζα / τίζλα, τίσλα) = αυτός που γκρινιάζει, που μουρμουράει και η γκρίνια του ηχεί σαν βουή…
[28] Κάνω συνεχή ήχο τιτύ, τι-τι-τι. Και αυτή η ελληνική λέξις έδωσε παρόμοιες λέξεις για νεροπούλια και μπεκάτσες στις άλλες γλώσσες-παιδιά της ελληνικής: tittlbhah, titllbis, tilvikas, κλπ.
[29] > τουρτούρα, κάνω συνεχώς (από το κρύο) ήχο τουρ-τουρ-τουρ, κτυπώντας τα χείλη ή τα δόντια.
[30] Εκ του τριλίζω, η λέξις τρίλια. Οι τρίλιες είναι και μουσικός όρος, τρόπος παιξίματος εγχόρδου οργάνου. Και αυτή η ελληνική λέξις έδωσε παρόμοιες λέξεις στις άλλες γλώσσες-παιδιά της ελληνικής: > trill, trille, trillo, triIIer, triIIern, triIIare, trino, trinar, tarareaer, tarunah, κλπ.
[31] > τρυζόνι. Επιτρύζω (= επιγογγύζω, μετέπειτα μουρμουρίζω, ψιθυρίζω), υποτρίζω / υποτρύζω (= τρίζω ελαφρώς, τσυρίζω / τσιρίζω σιγανά, σιγοτερετίζω).
[32] τερετίζω ως χελιδών, μιμούμαι τα χελιδόνια στην πολυλογία / φλυαρία, λαλώ ακαταλήπτως, ακαταπαύστως, ομιλώ ξένη γλώσσα…
[33] Το τιτίβισμα των τζιτζικιών, έδινε μια τονική βάση, με την οποία μπορούσαν να χορδίζουν / κουρδίζουν τα όργανά τους.
[34] επίθετον του τέττιγγος.
[35] Od. 5.246, 23.198, IG 12.313.127, LXX Is. 44.12, AP 6.103 (Phil.), Plu. 2.997d, Aret.CD1.4, Λεξ. Φωτίου.
[36] Βλ. Thphr.Char.19.10.
Πηγή: TLG. Λεξ. Σταματάκου. Γ. Λεκάκης «Ταξείδια με τις λέξεις». arxeion-politismou
Δεν υπάρχουν σχόλια: