Το παλάτι του βασιλιά Ίναχου αφέντευε στο πιο ψηλό σημείο του Άργους. Πολυτελές και στολισμένο με πολύτιμα υλικά έλαμπε στο φως του ήλιου και των άστρων και θύμιζε στον λαό πως εκεί κατοικούσε άντρας επιφανής, ξεχωριστός, με αρετές και ικανότητες ανάλογες με αυτές των θεών. Στο παλάτι του άνακτα μεγάλωναν πέντε παιδιά, που αυτός είχε αποκτήσει από την Μελία. Δύο κόρες και τρεις γιους. Μόλις η πρωτότοκη κόρη του βασιλιά, η όμορφη Ιώ συμπλήρωσε τα δώδεκα χρόνια της, σύμφωνα με τον θείο νόμο, οδηγήθηκε από τον ίδιο τον πατέρα της στον ναό της Ήρας, της πολιούχου θεάς του Άργους. Εκεί στο Ηραίο θα υπηρετούσε την σύζυγο του Δία ώσπου να παντρευτεί. Στον ναό η Ιώ ακολουθώντας παλιά παράδοση φορούσε την άσπρη μάσκα της ιερής αγελάδας της θεάς, την οποία την έβγαζε όταν επέστρεφε στο παλάτι του πατέρα της.
Εδώ και αρκετά βράδια όμως η όμορφη κόρη δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ένα όνειρο ερχόταν και ξαναρχόταν στον βαθύ της ύπνο που την αναστάτωνε και την ξυπνούσε. Κάπου ανάμεσα στα σύννεφα του ουρανού μέσα από αστραπές και βροντές ξεπρόβαλλε ο Δίας με τα μαύρα σαν το κάρβουνο πυκνά γένια του και τα ευέλικτα φρύδια του να σαλεύουν σαν τα φίδια πάνω από τα καταγάλανα μάτια του που συγκέντρωναν στα βάθη τους όλο το φως της οικουμένης. «Ιώ, Ιώ», της φώναζε με βροντερή φωνή, και την καλούσε να αφήσει τα πάντα, να ξεχάσει το σπίτι του πατέρα της, να εγκαταλείψει το Ηραίο και να τρέξει έξω στα λιβάδια και τις πεδιάδες. «Εκεί, θα σε περιμένω εγώ», την διαβεβαίωνε, «ο Κύριος όσων φαίνονται και όσων δεν φαίνονται. Στο λιβάδι, πάνω στο καταπράσινο χορτάρι, κάτω από το άγρυπνο μάτι του ουρανού, θα ενωθείς μαζί μου, θα γίνεις γυναίκα μου. Από την ένωσή μας θα προκύψει κάτι πολύ σπουδαίο». Αυτό το όνειρο τάραζε τον ύπνο της κόρης για πολλά βράδια, αλλά από ντροπή δεν έλεγε τίποτα. Ώσπου δεν άντεξε και ένα πρωινό στάθηκε μπροστά στον βασιλιά πατέρα της, γονάτισε, του εξομολογήθηκε με απόλυτη ειλικρίνεια το πρόβλημά της και ζήτησε την βοήθειά του.
Ο Ίναχος κινητοποιήθηκε αμέσως. Ήταν από την φύση του πρόθυμος να σπεύδει σε βοήθεια όσων τον είχαν ανάγκη. Αυτήν την στιγμή ανάγκη τον είχε η θυγατέρα του. Κάλεσε λοιπόν ανθρώπους και ετοίμασε δυο αποστολές, η μία για το Μαντείο των Δελφών και η άλλη για το Μαντείο της Δωδώνης. Σκοπός να δώσουν απάντηση στο όνειρο της Ιώς. Οι εκπρόσωποι και των δύο αποστολών γύρισαν άπρακτοι. Οι απαντήσεις που είχαν πάρει ήσαν τελείως ασαφείς και δεν έδιναν καμία λύση στο όνειρο της όμορφης βασιλοπούλας. Ο Ίναχος άρχισε να ετοιμάζει νέα αποστολή με περισσότερα δώρα και περισσότερους αντιπροσώπους. Αλλά τον πρόλαβε ο Ζευς. Παρουσιάστηκε μπροστά του ολόλαμπρος κρατώντας στο αριστερό του χέρι τον κεραυνό και του έδωσε ξεκάθαρες εντολές.
«Ίναχε, γιε του Τιτάνα Ωκεανού και της Τιτανίδας Τιθύος, που βασιλεύεις στο Άργος, στην φωτεινή γη της Ήρας» του βροντοφώναξε. «Στους γυναικωνίτες του παλατιού σου μεγαλώνεις μια πεντάμορφη θυγατέρα, λυγερή σαν το στάχυ, που έχει μαύρα μακριά μαλλιά και το χρώμα της είναι σαν το ψημένο στάρι από τον ήλιο το κατακαλόκαιρο. Μάθε λοιπόν πως αυτή η κόρη, η πρωτότοκη κόρης σου, μού ανήκει, θα γίνει γυναίκα μου. Κανείς δεν θα εμποδίσει την ένωση αυτήν, ούτε η Ήρα παρά τις προσπάθειες που θα κάνει. Από μένα η κόρη σου θα αποκτήσει γιο που θα δοξάσει το όνομα το δικό μου και της Ελλάδας. Γι’ αυτό διώξε την από το παλάτι και στείλε την μακριά, στην λίμνη της Λέρνης. Μη νοιαστείς για την τύχη της, γιατί εκεί θα την βρω εγώ. Και μην τολμήσεις να αγνοήσεις την εντολή μου, γιατί στο παλάτι σου μεγαλώνεις τρία αγόρια και ένα ακόμη κορίτσι. Αν θέλεις να παραμείνει η γενιά σου στην ζωή, αύριο κιόλας θα κάνεις ό,τι σε διέταξα. Και πρόσεξε, την εντολή μου θα της την μεταφέρεις εσύ ο ίδιος».
Ο βασιλιάς πετάχτηκε από τον ύπνο του τρομαγμένος και κάθιδρος. Όλη την υπόλοιπη νύχτα την πέρασε να περπατά πάνω κάτω στο δωμάτιό του και να παραμιλάει. Ό,τι όμως και αν έλεγε, πάντα κατέληγε στην ίδια σκέψη πως έπρεπε να υπακούσει στον Δία. Αντίθετα με τον Ίναχο εκείνο το βράδυ η Ιώ κοιμήθηκε βαθειά και ήρεμα χωρίς να την ενοχλήσει κανείς. Όταν το άλλο πρωί η επιστάτισσα του οίκου της ζήτησε να συναντήσει τον πατέρα της, η όμορφη κόρη μπήκε χαρούμενη στην αίθουσα του θρόνου, βέβαιη πως είχαν τελειώσει τα βάσανά της. Έτρεξε κοντά στον βασιλιά της και γονάτισε μπροστά του. Ο Ίναχος της έπιασε το χέρι τρυφερά και το κράτησε στα δικά του σαν να ήταν πουλί.
«Κόρη μου, γνωρίζεις πόσο καλός πατέρας υπήρξα για σας. Εσύ και τα αδέλφια σου είστε για μένα ο πολυτιμότερος θησαυρός. Όμως πάνω από την αγάπη του πατέρα, πάνω από κάθε άνθρωπο, πλούσιο ή φτωχό, βασιλιά ή λαϊκό, υπάρχει ο Δίας. Οι εντολές του είναι τελεσίδικες και όποιος δεν τις εκτελεί η τιμωρία που τον περιμένει είναι σκληρή. Γι αυτό τώρα εγώ είμαι υποχρεωμένος, όσο και αν η καρδιά μου πονά, να σε διώξω από το σπίτι. Αυτήν την διαταγή μου έδωσε ο Δίας, αδιαφορώντας για την πίκρα που με πότισε. Απείλησε μάλιστα πως αν τον παρακούσω και δεν σε διώξω από τον οίκο, θα ρίξει τον κεραυνό του και θα μας κάψει όλους. Πες μου λοιπόν, με το χέρι στην καρδιά, θα ήθελες να ξεκληριστούμε όλοι μαζί ή θα δεχτείς να θυσιαστείς εσύ για χάρη μας».
Η όμορφη βασιλοπούλα έμεινε άναυδη για αρκετή ώρα να κοιτάζει γύρω της χωρίς να βλέπει τίποτα και χωρίς να μπορεί να σκεφτεί τίποτα. Κάποια στιγμή άκουσε τον εαυτό της να μονολογεί.
«Ώστε αυτό ζητούσε από μένα ο Δίας στα όνειρα που μου έστελνε τα βράδια. Θέλει να με εξοντώσει». Σήκωσε τα μάτια της σκούρα σαν το κάστανο ψηλά στον ουρανό και αναστέναξε βαθειά. «Αχ, Δία πατέρα, τι ετοιμάζεις τάχα για μένα; Πόσα μου μέλλεται να υποστώ για χάρης σου;»
Σηκώθηκε όρθια. Κοίταξε τον πατέρα της που δεν έκρυβε τα δάκρυά του, την μάνα της που οι λυγμοί τράνταζαν το κορμί της. Κοίταξε το σπίτι που γεννήθηκε και μεγάλωσε, που το συνέδεσε με τις αναμνήσεις της, κοίταξε τα αδέλφια της που την παρατηρούσαν σιωπηλά και άρχισε να κάνει βήματα προς τα πίσω. Γρήγορα μετά γύρισε την πλάτη της και άρχισε να τρέχει, χωρίς και η ίδια να ξέρει πού πηγαίνει. Το μόνο που ήθελε εκείνη την στιγμή ήταν να φύγει μακριά, να εξαφανιστεί.
Όσο ξεμάκραινε από τον οίκο της, τόσο και η μορφή της άλλαζε και όταν έφτασε στην λίμνη της Λέρνης είχε πάψει να είναι η όμορφη κόρη του Ίναχου. Και όταν έσκυψε να κοιταχτεί στα κρυστάλλινα γαλάζια νερά της, είδε πως είχε μεταμορφωθεί σε μιαν άσπρη αγελάδα. Κάθισε στην άκρη της λίμνης η όμορφη Ιώ και ξεκίνησε τον θρήνο. Ο σπαραγμός της τράβηξε την προσοχή της Ήρας. Μόλις την είδε η θεά, αμέσως κατάλαβε πως ο άπιστος σύζυγος της κάτι ετοίμαζε. Η ζήλεια ξεσήκωσε στην ψυχή της άγρια φουρτούνα και θόλωσε το μυαλό της. Πέρασε ώρα μέχρι να κυριαρχήσει στην θύελλα της ψυχής της και αμέσως σκέφτηκε. Κάτι πρέπει να ετοιμάσω και εγώ τώρα σε αυτόν τον άπιστο άντρα. Χωρίς χρονοτριβή παρουσιάζεται μπροστά του και με πολύ γλυκό τρόπο απαιτεί η όμορφη αγελάδα να της δοθεί δώρο.
«Ζευ, πατέρα θεών και ανθρώπων, πες μου λοιπόν τι σκαρώνεις πάλι; Γιατί διέταξες τον Ίναχο να διώξει την κόρη του μακριά; Ερωτοδουλειά μου μυρίζεται. Παραδέξου το».
Ο Δίας, μεγάλος ψεύτης μπροστά στην Ήρα, έσπευσε να βεβαιώσει με κάθε τρόπο την θεά πως δεν είναι αυτό που νομίζει, πως δεν συμβαίνει τίποτα τέτοιο, πως δεν ξέρει τίποτα για το γεγονός. Αλλά η Ήρα δεν ήταν κουτή, γνώριζε καλά τον άντρα της.
«Αν, όπως λες, δεν συντρέχει τίποτα, αν δεν περνούν πονηρές σκέψεις από το μυαλό σου, τότε η αγελάδα μου ανήκει, σου ζητώ λοιπόν να μου την παραχωρήσεις».
Ο Ζευς μπροστά στην επιμονή της Ήρας αναγκάστηκε να υποχωρήσει, για να μην προκαλέσει περισσότερο την οργή της και βασανίσει πιο σκληρά την άτυχη κόρη. Της έδωσε την λευκή αγελάδα.
Η Ήρα αμέσως κάλεσε τον Άργο τον Πανόπτη, τον γίγαντα, και τον διέταξε να την προσέχει νυχθημερόν. Ο Άργος με τα χίλια μάτια σε ολόκληρο το κορμί του που έλαμπαν και τον έκαναν να μοιάζει με κινούμενο πολύφωτο άφηνε λυτή την αγελάδα την ημέρα να βοσκήσει και το βράδυ την έδενε σε έναν πάσσαλο σε κάποιο λειβάδι στις Μυκήνες. Αυτό κράτησε αρκετό καιρό. Ο Δίας που παρακολουθούσε την Ιώ έβλεπε πως το σχέδιό του θα ναυαγούσε, αν δεν έκανε κάτι δραστικό, ώστε και την Ιώ να σώσει από την εκδικητική μανία της Ήρας, αλλά και να κατακτήσει την όμορφη κόρη, όπως ονειρευόταν, και να αποκτήσει έναν γιο από αυτήν. Κάλεσε λοιπόν τον Ερμή, τον γιο που είχε αποκτήσει από την Μαία, την κόρη του Τιτάνα Άτλαντα. Αυτός παρουσιάστηκε αμέσως και στάθηκε μπροστά του με σεβασμό και υποταγή έτοιμος όπως πάντα να εκτελέσει τις διαταγές του πατέρα του.
«Ο Πανόπτης Άργος που φυλάει την Ιώ», ακούστηκε βροντερή η φωνή του άρχοντα των Ολύμπιων δωμάτων, «ανατρέπει τα σχέδιά μου. Εξαφάνισέ τον. Η όμορφη κόρη πρέπει να ελευθερωθεί, να ενωθεί μαζί μου και να γεννήσει από μένα γιο, που θα οδηγήσει τους Έλληνες στην άλλη μεριά του Αιγαίου, να αποικίσουν την γη που αρδεύεται από τον Νείλο ποταμό και να απλώσουν την λατρεία μου και εκεί».
Ο παμπόνηρος Ερμής μπορεί να μην κατάλαβε αμέσως το βαθύ όραμα του Δία, βρήκε όμως γρήγορα την λύση. Πήρε τον μαγικό του αυλό και πλησίασε τον γίγαντα βοσκό, ενώ κοιμόταν με τα μισά του μάτια κλειστά και με τα άλλα του μισά ανοιχτά να βλέπει την Ιώ. Ο πονηρός θεός κρύφτηκε πίσω από έναν πυκνό θάμνο και άρχισε να παίζει τον μαγεμένο του αυλό. Κελαηδούσε τόσο γλυκά που ο Άργος δεν μπόρεσε να αντισταθεί και παρά τις προσπάθειες που έκανε, τελικά αποκοιμήθηκε βαθειά με όλα του τα μάτια σφραγισμένα. Αυτό περίμενε και ο Ερμής. Χωρίς να σταματήσει να παίζει, πλησίασε αργά και προσεχτικά τον κοιμισμένο γίγαντα, σήκωσε το δρεπάνι του και έκοψε πέρα για πέρα το κεφάλι του. Αμέσως μετά πλησίασε τον πάσαλο, έκοψε το σκοινί που κρατούσε την Ιώ δεμένη και της δήλωσε πως στο εξής είναι ελεύθερη να πάει όπου θέλει. «Φύγε, τρέξε πανέμορφη κόρη του Ίναχου, άσε την μοίρα να σε οδηγήσει. Έχει σχέδια για σένα ο Δίας». Η Ιώ, κοίταξε μια τον αποκεφαλισμένο Άργο, μια τον Ερμή με τα χρυσά φτερωτά σανδάλια και στάθηκε αναποφάσιστη για λίγο. Γρήγορα όμως συνήλθε και άρχισε να μουγκανίζει φωνάζοντας «ελεύθερη, ελεύθερη επί τέλους». Σιγά στην αρχή, όλο και πιο γρήγορα αργότερα ξεκίνησε να τρέχει στην ανοιχτή πεδιάδα, χωρίς προορισμό, χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει. Έτρεξε έτσι στον κάμπο των Μυκηνών και με το ξημέρωμα πέρασε στην Εύβοια.
Η Ήρα την είδε ελεύθερη να τρέχει και, όπως ήταν επόμενο, κατάλαβε πως πάλι ο άπιστος σύζυγός της το φρόντισε. Ένοιωσε για άλλη μια φορά το σαράκι της ζήλειας να της κατατρώει τα σωθικά και την εκδίκηση να φωλιάζει στο μυαλό της. Ας είναι, σκέφτηκε, με τον Δία δεν μπορώ να τα βάλω, μπορώ όμως να τον βασανίσω, βασανίζοντας την αγαπημένη του αγελάδα. Πάντως με αυτήν δεν θα κοιμηθεί».
Αμέσως, κάλεσε έναν οίστρο και τον διέταξε να κολλήσει στα πλευρά της άσπρης αγελάδας και να την τσιμπάει μέχρι να την τρελάνει και να μην καταλαβαίνει πού βρίσκεται και πού πατεί. Έτσι και έγινε. Πέρα στην πεδιάδα του Λήλαντα ποταμού η αγελάδα Ιώ αισθάνθηκε το πρώτο επώδυνο τσίμπημα του οίστρου. Προσπάθησε να τον διώξει με το τρέξιμο, με τα χοροπηδήματα, με την ουρά της να την ανεμίζει πέρα δώθε και να χτυπά στα πλευρά της με δύναμη. Τίποτα. Το έντομο δολοφόνος είχε κολλήσει για τα καλά στα πλευρά της και, όπως φάνηκε αμέσως, δεν είχε σκοπό να φύγει από κει. Δάκρυα καυτά κύλησαν από τα μεγάλα της μάτια. Δεν ήταν μόνον δάκρυα πόνου, αλλά και δάκρυα που πήγαζαν από μεγάλο παράπονο και καημό.
«Μα τι σου έκανα, Δία πατέρα, και με βασανίζεις έτσι; Αν σου έκανα άθελά μου κάποιο κακό, δώσε μου τουλάχιστον θάνατο, να μην βασανίζομαι έτσι, στείλε με στον Άδη, ρίξε με στα Τάρταρα, αρκεί να μην υποφέρω άλλο πια». Με τέτοια λόγια η Ιώ θρηνούσε την μοίρα της και τα λόγια της έφταναν ως τον Όλυμπο, ως τα αυτιά του Δία. Ο Ύψιστος όμως δεν έδειχνε να λυγίζει από το μαρτύριο της κόρης του Ίναχου. Αντίθετα. Από την αρχή είχε παρακολουθήσει τις κινήσεις της Ήρας, είδε τον οίστρο που έστειλε στην κόρη και χάρηκε πολύ, γιατί έτσι βεβαιώθηκε πως το σχέδιό του θα πραγματοποιηθεί. Ήθελε η Ιώ να ανοίξει πρώτη το μονοπάτι που αργότερα θα ακολουθούσαν οι Έλληνες για να φτάσουν και να αποικίσουν την Αίγυπτο. Αλλά όχι μόνον την χώρα του Νείλου. Ως το τέρμα του ταξιδιού της υπήρχε ενδιάμεσα απέραντη καλλιεργήσιμη γη, ποτάμια και λίμνες, τόπος κατάλληλος να γίνει μια ακόμη πατρίδα των Ελλήνων, για να μεταφέρουν τον πολιτισμό τους στην γη της Σκυθίας, να εκπολιτίσουν τους λαούς που βρίσκονταν ήδη εκεί που ενώνεται η Ευρώπη με την Ασία στον βορρά και δεν ήξεραν ακόμη ούτε την γη να καλλιεργούν. Αυτοί οι άνθρωποι έπρεπε να μπουν σε μια νέα φάση της ιστορίας τους και αυτό μόνον οι Έλληνες μπορούσαν να τους το διδάξουν. Γιατί πρώτα στους Έλληνες είχαν φροντίσει να ανοίξουν τον δρόμο του πολιτισμού οι θεοί του Ολύμπου, όπως ο Προμηθέας, η Αθηνά, ο Απόλλωνας. Αυτός ο σκοπός, ο εκπολιτισμός και άλλων λαών, αποτελούσε για τον Ολύμπιο θεό ύψιστο αγαθό και είχε μεγαλύτερη αξία από τα βάσανα της Ιώς. Λοιπόν όχι, δεν επρόκειτο να την λυπηθεί. Αντίθετα, για πρώτη φορά του έδωσε μεγάλη χαρά η απόφαση της Ήρας να στείλει στην άσπρη αγελάδα τον οίστρο που θα την κάνει να τρέχει μέχρι να φτάσει εκεί που ο άρχοντας των αιθέριων δωμάτων είχε προγραμματίσει. Η εκδικητική μανία της Ήρας αυτήν την φορά εξυπηρετούσε τα σχέδιά του.
Και πράγματι, η Ιώ άρχισε να τρέχει αλλόφρων, χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει και γιατί. Έτρεχε ελπίζοντας να γλιτώσει από την βοϊδόμυγα. Έτσι από την Εύβοια ξαναγύρισε στην Αττική, την διέσχισε ως την δυτική πλευρά της, διέτρεξε την ακτή του Ιονίου πελάγους βόρεια μέχρι που έφθασε στην Ιλλυρία. Δεν σταμάτησε ούτε εκεί αλλά τρέχοντας ανατολικά μπήκε στην γη της Σκυθίας και έκανε μια στάση στον Καύκασο, που ήταν καθηλωμένος ο Προμηθέας, ο γιος του Τιτάνα Ιαπετού. Κοντοστάθηκε και ανακατεύτηκε με τους κατοίκους της Ευρασιατικής γης που έβλεπαν με δέος και βαθύ προβληματισμό στον ψηλό Καύκασο, εκεί που βρισκόταν σταυρωμένος ο φιλάνθρωπος Προμηθέας και αγνοούσαν ότι ο θεός αυτός σταυρώθηκε για την σωτηρία των ανθρώπων. Τελικά, η Ιώ πλησίασε τον γιο του Ιαπετού, γονάτισε μπροστά στα πόδια του και του ζήτησε να της πει πότε τα βάσανά της θα πάρουν τέλος.
«Στην γη του Νείλου», της είπε ο Προμηθέας, «ο Δίας, που παρακολουθεί την πορεία σου, μακριά από τα ζηλόφθονα μάτια της Ήρας, θα σε απαλλάξει από τους πόνους και τα βάσανα και θα σου ξαναδώσει την αλλοτινή σου μορφή και ομορφιά με ένα απλό χάδι. Με το χάδι αυτό εσύ θα μείνεις έγκυος και θα γεννήσεις έναν γιο, μελαμψό, τον Έπαφο. Θα είναι ο πρώτος Έλληνας που θα γεννηθεί στην Αίγυπτο, κατόπιν θα ακολουθήσουν κι άλλοι. Έτσι θα πραγματοποιηθεί το σχέδιο του Δία. Ήθελε εσύ, όμορφη κόρη του Ίναχου, μια βασιλοπούλα, να ανοίξεις τον δρόμο για τον ελληνικό αποικισμό της καυκασίας γης και της Αιγύπτου και τον εκπολιτισμό αυτών των λαών. Εκεί στην Αίγυπτο θα χτίσουν οι Έλληνες άποικοι και τον πρώτο ναό του Δία, του Άμμωνα Δία, για να φτάσει η δόξα του ως εκεί κι ακόμη παραπέρα».
Αυτά προφήτευσε ο γιος του Ιαπετού στην Ιώ, αλλά δεν κατάφερε να την παρηγορήσει, γιατί οι πόνοι που της προξενούσε ο οίστρος ήσαν ανυπόφοροι και δεν την άφηναν να σκεφτεί κάτι άλλο. Έτσι τρελαμένη η όμορφη αγελάδα διέτρεξε την ακτή του Ευξείνου Πόντου, που για χάρη της ηρέμησε τα νερά του, για να περάσει. Διήλθε τον Βόσπορο, που εξαιτίας της πήρε το όνομά του, και τελικά κατέληξε στην Μέμφιδα της Αιγύπτου. Εκεί έγινε ό,τι της προφήτευσε ο Προμηθέας. Ο πατέρας θεών και ανθρώπων την περίμενε στην εκβολή του Νείλου. Αμέσως την πήρε τρυφερά στην αγκαλιά του, την κράτησε όσο αυτή σταδιακά να ξαναπάρει την πρώτη της μορφή. Ο οίστρος εξαφανίστηκε, οι πόνοι πέρασαν. Και μετά από εννέα μήνες εγέννησε η Ιώ, η πρωτότοκη κόρη του Ίναχου και της Μελίας από το Άργος για χάρη του Δία ένα γιο, τον Έπαφο, ο οποίος θα γινόταν γενάρχης της φυλής των Δαναών. Γιατί έτσι το θέλησε ο Ζευς.
Και όλα αυτά συνέβησαν σε αυτόν τον πλανήτη πριν από τριάντα πέντε περίπου χιλιάδες χρόνια. Έτσι λένε οι γραφές.
Πηγή: chryssablog
Δεν υπάρχουν σχόλια: