Ο Μακεδονικός στρατός ξεκίνησε να αποκτά την ιδιοπροσωπία του επί Φιλίππου Β΄, ο οποίος είχε μυηθεί στην στρατηγική σκέψη του Θηβαίου Επαμεινώνδα. Η λειτουργία του κινούμενου φρουρίου που διεκπεραίωνε η αδιάρρηκτη φάλαγξ της πρώιμης κλασικής αρχαιότητας πλέον δεν αρκούσε από μόνη της για την αναχαίτιση ευέλικτων μονάδων τοξοτών και ιππέων. Μέχρι το σημείο αυτό, οι Έλληνες θεωρούσαν ακόμη και την έννοια του στρατηγήματος ατιμία, ικανή να στερήσει την δόξα από τον περισσότερο αξιόμαχο. Ωστόσο, μετά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, ανέτειλε μία νέα εποχή στρατιωτικών επιχειρήσεων, που κορυφώθηκε με τις εμπνευσμένες τακτικές του αρειμανίου Αλεξάνδρου.
Οι Μακεδόνες διετήρησαν τον αρχέγονο Ελληνικό θεσμό της φάλαγγος, στον οποίον ο Φίλιππος Β΄ επέφερε ριζικές αναμορφώσεις. Οι «πεζέταιροι» της φάλαγγος ήταν εξοπλισμένοι με περικνημίδες, μικρή ασπίδα δεμένη στον βραχίονα, κράνος θρακικού τύπου που διεύρυνε το οπτικό τους πεδίο και την «σάρισσα», το περίφημο δόρυ μήκους 4,5-6,5 μέτρων που απαιτούσε αμφοτερόχειρο κράτημα. Η διεύθυνση των σαρισσών της πρώτης γραμμής της φάλαγγος ήταν παράλληλη με το έδαφος, ενώ των τελευταίων σειρών κάθετη σε αυτό. Η κλίση των σαρισσών στις ενδιάμεσες σειρές κυμαινόταν σε ενδιάμεσες γωνίες (οι σάρισσες μίας σειράς ήταν παράλληλες μεταξύ τους, ευρισκόμενες στο ίδιο επίπεδο).
Συνολικά, κάθε σειρά στελεχωνόταν από 16 πεζεταίρους και η φάλαγξ σχηματιζόταν από 8, 10 ή 16 σειρές. Οι μακεδονικές φάλαγγες μακρόθεν ομοίαζαν με πραγματικά κινητά φρούρια και συνήθως καταλάμβαναν τα κεντρικά σημεία, την αιχμή της παρατάξεως. Υπήρξαν και φάλαγγες επιλέκτων και βαρέως οπλισμένων πεζών, των «υπασπιστών», οι οποίες έπαιρναν το όνομά τους από το χρώμα των ασπίδων τους (χρυσάσπιδες, αργυράσπιδες κ.τ.λ.). Βάσει των προτύπων που είχε καθιερώσει ο Αθηναίος Ιφικράτης, τα άκρα της μακεδονικής παρατάξεως υπεστηρίζοντο από ευέλικτο ελαφρύ πεζικό, Θράκες πελταστές, Αγριάνους ακοντιστές και Κρητικούς τοξότες.
Παρά ταύτα, η μεγαλύτερη τακτική ισχύς του Μακεδονικού στρατού απέρρεε από το ιππικό του, το οποίο καθοδηγούσε ο ίδιος ο Αλέξανδρος την ώρα της μάχης και αρχικά λάμβανε θέσεις επίσης στα πλάγια της παράταξης. Στο βαρύ ιππικό, οι -συνήθως αριστοκρατικής καταγωγής- «εταίροι» διέθεταν θώρακα, κοπίδα, δόρυ (ξυστό) και ενδεχομένως μία μικρή ασπίδα. Στο ελαφρύ ιππικό, οι «πρόδρομοι» διέθεταν περικεφαλαία, δερμάτινο θώρακα και μία βραχεία σάρισσα μήκους 3 μέτρων.
Ο Φίλιππος Β΄, όντας επηρεασμένος από τον Επαμεινώνδα, εξέλιξε την τακτική της «λοξής φάλαγγος». Επετύγχανε μία όχι παράλληλη διάταξη του στρατού του σε σχέση με τον αντίπαλο, προκειμένου να μην εμπλέκονται στην μάχη όλες οι μονάδες του ταυτόχρονα. Στην συνέχεια, δια του ιππικού επιχειρούσε αφενός να παρασύρει την αντίπαλη παράταξη σε ευνοϊκό για αυτόν έδαφος και αφετέρου να καταφέρει το πρώτο πλήγμα σε αυτήν, ώστε να της δημιουργήσει ρήγμα.
Το 334 π.Χ., αφότου ο αήττητος υιός του Αλέξανδρος ο Μέγας συνένωσε και τους υπολοίπους Έλληνες υπό της σπάθης του, με 30.000 πεζούς και 5000 ιππείς ξεκίνησε το ευκλεέστερο ταξείδι της ανθρώπινης ιστορίας. Αντιμετωπίσας πολλαπλάσια και ογκωδέστερα στίφη, πραγμάτωσε μία αταβιστική ελληνική εκδίκηση εναντίον των αλαζόνων Αχαιμενιδών, κατέκτησε σχεδόν όλον τον τότε γνωστό κόσμο και λατρεύθηκε ωσεί θεός από πολλά υποτελή έθνη, αποδεικνύοντας τον εξευγενιστικό χαρακτήρα του ελληνικού πολιτισμού. Δικαίως και αναντιρρήτως χαρακτηρίζεται από πολλούς ως ο μεγαλύτερος στρατηγός και ο σπουδαιότερος άνδρας της ιστορίας.
Όντας αυτοπροσώπως μπροστάρης στις μάχες, ενεψύχωνε με αξιοσημείωτη αποτελεσματικότητα τους Έλληνες, ενώ συγχρόνως διεγίγνωσκε τις αδυναμίες που παρουσίαζαν ανά πάσα στιγμή οι αντίπαλες -κατά κανόνα πολύ ογκωδέστερες- παρατάξεις. Αρκεί να αναφέρουμε ολίγα μόνον παραδείγματα. Στην μάχη του Γρανικού (334 π.Χ.), παρέσυρε τον κύριο όγκο των Περσών στο αριστερό κέρας της διατάξεώς των και ακολούθως οι φάλαγγές του εισεχώρησαν το αποδιοργανωμένο κέντρο των. Στην μάχη της Ισσού (333 π.Χ.), ο Αλέξανδρος μετά την εξουδετέρωση μίας περσικής εφεδρείας σε παρακείμενο λόφο, εξάντλησε με το ιππικό τα άκρα των Περσών και στο τέλος σφυροκόπησε με τις φάλαγγες το περσικό κέντρο, τρέποντας σε άτακτη φυγή τον Πέρση βασιλέα και συλλαμβάνοντας την οικογένειά του.
Στην μάχη των Γαυγαμήλων (331 π.Χ.), οι Έλληνες κλήθηκαν να νικήσουν έναν υπερδιπλάσιο στρατό από Πέρσες και όλα τα υποτελή τους έθνη, Αρμενίους, Σκύθες, Βακτρίους, Ινδούς κ.τ.λ. Και αυτήν την φορά, το δεξιό κέρας των Ελλήνων υπό τον Αλέξανδρο ταλαιπώρησε και κέντρισε την προσοχή των Περσών, οι οποίοι συγκέντρωσαν εκεί στρατεύματα προς αποτροπή υπερφαλαγγίσεως.
Τα 200 σκυθικά άρματα του Δαρείου επετέθησαν κατά μέτωπον στις φάλαγγες των πεζεταίρων, που την τελευταία στιγμή σχημάτισαν παραλλήλους καθέτους διαδρόμους, στους οποίους οδηγήθηκαν τα άρματα, προτού εξοντωθούν από τις αμφοτερόπλευρα τεταμένες σάρισσες. Κατόπιν απόπειρας νέας καταδιώξεως του Δαρείου, ο Αλέξανδρος ενέκυψε στο αριστερό κέρας του, όπου ο Παρμενίων δυσκολευόταν να αποκρούσει το περσικό ιππικό. Μετά την φυγή του Δαρείου, ο στρατός του διαλύθηκε, όπως και ολάκερη η αχανής αυτοκρατορία του.
Στην μάχη του Υδάσπη (326 π.Χ.), ο Αλέξανδρος ανάγκασε δια των ελιγμών του το ιππικό του Ινδού βασιλέα Πόρου να αναδιαταχθεί, για να στραφεί προς δύο μέτωπα. Πριν την περαίωση της αναδιατάξεως, οι Έλληνες ιππείς εφόρμησαν στο αποδιοργανωμένο ιππικό τους και το εξουδετέρωσαν. Στην συνέχεια, το ελληνικό ελαφρύ πεζικό περικύκλωσε τμηματικά τους 200 πολεμικούς ελέφαντες του Πόρου, κατά τρόπον ώστε να τους περιορίσει σε κλειστούς χώρους και τους κτυπούσε μακρόθεν με βέλη και δόρατα. Οι ελέφαντες τρόμαζαν και, μη μπορώντας εύκολα να διαφύγουν, ποδοπατούσαν και Ινδούς πεζούς. Εν τέλει, οι πεζέταιροι περικύκλωσαν σύσσωμη την εχθρική παράταξη και την εξόντωσαν.
Ο Αριστόβουλος ο Κασσανδρεύς, ο Καλλισθένης, ο Κλείταρχος, ο Αρριανός, ο Πολύαινος, ο Διόδωρος ο Σικελιώτης και πολλοί άλλοι σύγχρονοι του Αλεξάνδρου ή μεταγενέστεροι ιστορικοί έχουν καταγράψει με τους λαμπρότερους λόγους τα απαράμιλλα επιτεύγματα του μακεδονικού στρατού και του μεγίστου ηγέτη του. Εντός ολίγων ετών, οι έννοιες της στρατηγικής και ο ρους της παγκοσμίου ιστορίας άλλαξαν δια παντός, υπεδέχθησαν μία σφραγίδα εμβληματική και ανεξίτηλη στο πέρας των χιλιετιών. Το ελληνικό πνεύμα διαχύθηκε στα πέρατα της οικουμένης, την οποία φωταγωγεί ακόμη...
Πηγές
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Δ΄ (Μέγας Αλέξανδρος - Ελληνιστικοί Χρόνοι), Εκδοτική Αθηνών 2000.
Αρριανός, Αλεξάνδρου Ανάβασις, Ζήτρος 2009.
Hans Delbruck, Warfare in antiquity, Vol I, Nebraska Press 1990.
Δεν υπάρχουν σχόλια: