Εικόνα arxaia-ellinika ©
Οι Σειρήνες ήσαν γυναικείες μειξογενείς (δίμορφες) οντότητες, με το κεφάλι και τα πάνω μέρος του σώματος γυναίκας και το κάτω αρπαχτικού πτηνού.
Αρχικά ήταν γυναίκες εξαιρετικής ομορφιάς, κόρες του ποτάμιου θεού Αχελώου και μιας από τις Μούσες- άλλοι αναφέρουν την Μελπομένη κι άλλοι την Τερψιχόρη. Κάποιοι αναφέρουν σαν μητέρα τους την Στερόπη, κόρη του Παρθάονα και της Ευρύτης. Ο Λιβάνιος μας αναφέρει ότι γεννήθηκαν από το αίμα του Αχελώου, όταν τον πλήγωσε ο Ηρακλής, ενώ αλλού αναφέρεται σαν πατέρας τους ο θαλάσσιος θεός Φόρκης, γιος του Πόντου. Σαν κόρες Μουσών έπαιζαν θαυμάσια μουσική και τραγουδούσαν. Ο Ησίοδος αναφέρει πως η φωνή τους ηρεμούσε ακόμη και τους ανέμους.
Στην Οδύσσεια φαίνεται να είναι δύο- από τον δυικό αριθμό «Σειρήνοιϊν»- ενώ σε άλλες πηγές τρεις και ονομάζονται: Θελξιόπη (ή Θελξινό), Μόλπη και Αγλαόφωνος ή Πεισινόη, Αγλαόπη και Θελξιέπεια. Η μία έπαιξε κιθάρα, η άλλη αυλό και η τρίτη τραγουδούσε.
Για να εξηγήσουν την διττή μορφή τους, έλεγαν πως αν και πανέμορφες δεν τιμούσαν τις χαρές του έρωτα και γι’ αυτό η θεά Αφροδίτη τους αφαίρεσε την ομορφιά και τις έκανε από την μέση και κάτω πουλιά. Ο Οβίδιος αναφέρει πως ήταν συνοδοί της Περσεφόνης κι όταν την απήγαγε ο Πλούτωνας παρακάλεσαν τους θεούς να τους δώσουν φτερά για να την αναζητήσουν σε στεριά και θάλασσα. Υπάρχει και η εκδοχή ότι η Δήμητρα τις μεταμόρφωσε οργισμένη που δεν βοήθησαν την κόρη της την στιγμή της αρπαγής. Μετά την μεταμόρφωσή τους αποτραβήχτηκαν και ζούσαν στο νησί Ανθεμόεσσα.
Ο Οβίδιος, λοιπόν, γράφει:
[[ ………………………… Σεις όμως πούθε, Αχελωίδες, έχετε πόδια
και τις φτερούγες των πετουμένων, μα είν’ παρθένων το πρόσωπό σας;
Ή γιατί, όταν άνοιξης άνθη μάζευε η έρμη Περσεφόνη
είστε, Σειρήνες, αναμειγμένες μεσ’ στην ομάδα των συνοδών της;
Αφού ματαίως ψάχνατε τούτη σ’ όλο τον κόσμο, εσείς αμέσως,
δια να νοιώσετε κι η θάλασσα όλη τη μέριμνά σας, είχατε πόθο
να ημπορείτε κωπηλατώντας σεις με φτερούγες στο κύμα πάνω
να κολυμπάτε, και οι θεοί σας κάναν τη χάρη, και τα δικά σας
τα μέλη τότε είδατε ξάφνου φτερά να έχουν και να ξανθίζουν.
Η φωνή κείνη που έχει γίνει για να ευφραίνει την ακοή μας
κι η τόση χάρη του στόματός σας, για να μη χάσουν διόλου τη χρήση
αυτής της γλώσσας, σας έχει μείνει φωνή ανθρώπου κι όψη παρθένου.]] (Οβίδιος, “Μεταμορφώσεις”, βιβλ. V, 552-563)
Η ταλαιπωρία τους συνεχίστηκε κι όταν έγιναν μειξογενή (δίμορφα) όντα. Η Ήρα έβαλε τις καλλίφωνες Σειρήνες να ανταγωνιστούν τις Μούσες στο τραγούδι. Στον διαγωνισμό έχασαν και οι Μούσες τις μάδησαν και με το φτέρωμά τους έφτιαξαν στεφάνια για να στολίσουν τις κεφαλές τους. Γι’ αυτό στην Κορώνεια υπάρχει άγαλμα της θεάς Ήρας που κρατάει στα χέρια της Σειρήνες.
Περί αυτού έχουμε την ακόλουθη μαρτυρία του Παυσανία:
[[ Την Κορώνειας αξιομνημόνευτος είναι ένας βωμός στην αγορά για τον Ερμή επιμήλιο κι άλλος βωμός για τους ανέμους. Λίγο πιο κάτω υπάρχει ιερό της Ήρας με άγαλμα παλιό, έργο του Θηβαίου Πυθόδωρου, που έχει στο χέρι Σειρήνες· κατά την παράδοση η Ήρα είχε πείσει τις κόρες του Αχελώου να ανταγωνιστούν στο άσμα με τις Μούσες· οι Μούσες νίκησαν και έβγαλαν τα φτερά των Σειρήνων, με τα οποία έκαναν στεφάνια για τον εαυτό τους.]] (Παυσανίας, “Ελλάδος περιήγησις”, βιβλ. ΙΧ, Βοιωτικά, 34, 3)
Ο τραγικός μας ποιητής Ευριπίδης παρουσιάζει την ωραία Ελένη στην ομώνυμη τραγωδία του να επικαλείται τις Σειρήνες να της παρασταθούν στην απελπισία της:
[[ Σειρήνες, φτερωτές κόρες της Γης, ελάτε
με φόρμιγγες, φλογέρες λωτοκάμωτες,
με αυλούς συντρόφισσες στον πόνο μου,
ζυγιάζοντας συνταιριαστούς
θρήνους στα μαύρα μου δεινά.
Στις συμφορές μου δάκρυα
να ᾽στελνε η Περσεφόνη,
λυπητερούς, μακρόσυρτους
σκοπούς να συνοδέψουνε
τα κλάιματά μου και από με
να πάρει σαν αντίχαρη
στ᾽ ανήλιαγα παλάτια της
πικρό πικρό τραγούδισμα
για τους βαριόμοιρους νεκρούς.]] (Ευριπίδης, “Ελένη”, 168- 178)
Όταν άλλαξε η μορφή τους, άλλαξε και η συμπεριφορά τους. Έγιναν όντα εκδικητικά που τους άρεσε να παρασύρουν τους ναυτικούς που περνούσαν από το νησί, όπου εγκαταστάθηκαν, με το μαυλιστικό τους τραγούδι και τους παγίδευαν εκεί, ξεχνώντας τον γυρισμό στον προορισμό τους ή κατ’ άλλους τους κατασπάρασσαν. Τις Σειρήνες γνωρίζουμε βασικά από το ταξίδι των Αργοναυτών κι από την Οδύσσεια.
Για να περάσουν ασφαλείς οι Αργοναύτες από τις Σειρήνες επιστράτευσε ο Ορφέα το δικό του γλυκό τραγούδι, ενώ ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του ακολούθησαν τις συμβουλές της μάγισσας Κίρκης, που είπε στον βασιλιά της Ιθάκης:
[[ Θα φτάσεις πρώτα στις Σειρήνες, αυτές που καταθέλγουν
όλους τους θνητούς, όποιος βρεθεί στα μέρη τους.
Αν κάποιος πλησιάσει ανύποπτος κι ακούσει των Σειρήνων
τη φωνή, δεν γίνεται να τον χαρούν ξανά στον γυρισμό του
γυναίκες και μικρά παιδιά· τον θέλγουν οι Σειρήνες
με το οξύφωνο τραγούδι τους,
σ᾽ ένα λιβάδι καθισμένες, γύρω σωρός τα κόκαλα,
σάρκες ανθρώπων σαπισμένες, φαγωμένα δέρματα.
Σε συμβουλεύω να τις προσπεράσεις· όσο για τους συντρόφους σου,
γλυκό κερί σαν μέλι μάλαξε και βούλωσε μ᾽ αυτό τ᾽ αφτιά τους,
ώστε κανείς από τους άλλους να μην το ακούσει το τραγούδι τους.
Μόνος εσύ μπορείς να τις ακούσεις, αν το θελήσεις·
θα πρέπει ωστόσο, εκεί στο πλοίο που θα φεύγει γρήγορα,
χέρια και πόδια να σε δέσουν, όρθιο πάνω στο κατάρτι,
με τα σχοινιά πλεγμένα γύρω του· κι έτσι να ακούσεις, να απολαύσεις
των Σειρήνων τη φωνή.
Κι αν τους συντρόφους σου παρακαλείς, αν τους φωνάζεις να σε λύσουν,
εκείνοι ακόμη πιο σφιχτά, με περισσότερα σχοινιά θα πρέπει να σε δέσουν.]] ( Όμηρος, “Οδύσσεια”, ραψ. μ΄, 39- 54)
Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μοιρόγραφο οι Σειρήνες να ζήσουν όσο καιρό δεν θα βρισκόταν κανένας να τις ξεπεράσει στο τραγούδι ή κατ’ άλλους για όσο καιρό κανένας θνητός δεν θα γλίτωνε από το μαγευτικό τους τραγούδι. Έτσι σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή όταν οι Μούσες τις νίκησαν, έπεσαν στην θάλασσα και πνίγηκαν. Σύμφωνα με την δεύτερη, όπως αναφέρεται στα Ορφικά Αργοναυτικά, όταν πέρασαν οι Αργοναύτες, αφού το τραγούδι του Ορφέα ήταν γλυκύτερο από το δικό τους, θεώρησαν πως νικήθηκαν και πέφτοντας στην θάλασσα μεταμορφώθηκαν σε θαλάσσιους βράχους.
Αυτή την εκδοχή διηγείται ο Ορφέας στον μαθητή του Μουσαίο:
[[ Τότε λοιπόν πλέοντας, όχι από πολύ μακριά από εκεί,
φτάσαμε σε ένα απόκρημνο ακρωτήρι· από πάνω
ο απότομος βράχος κατεβαίνει με λεία κοιλώματα
και αναγκάζει τη θάλασσα να μπει προς τα μέσα,
κι εκεί το γαλάζιο κύμα παφλάζει. Εκεί καθισμένες
τη γλυκιά φωνή τους σκορπίζουν οι κόρες και θέλγουν
με την ακοή τους θνητούς που δεν γυρίζουν πίσω.
Τότε στους Μινύες άρεσε
το άκουσμα του τραγουδιού των Σειρήνων·
και δεν επρόκειτο να προσπεράσουν εκείνο
το καταραμένο τραγούδι, ενώ απ’ τα χέρια τους άφησαν
τα κουπιά· ο αγκαίος θα κατευθυνόταν
προς το ψηλό ακρωτήρι, αν εγώ τεντώνοντας τη λύρα
μες στα χέρια μου δεν έπαιζα τη μελωδία
του τραγουδιού της μάνας μου. Τραγουδούσα γλυκά
κράζοντας με ύμνο θεϊκό πως κάποτε φιλονίκησαν
για γοργοπόδαρα άλογα ο ψηλόβροντος Δίας
και ο θανασσινός Κοσμοσείστης· κι ο Γαλαζομάλλης
θύμωσε με τον πατέρα Δία, και με τη χρυσή του τρίαινα
χτύπησε τη Λυκαονία χώρα και αμέσως τη σκόρπισε
στον απέραντο πόντο, νησιά να γίνει θαλασσινά·
αυτά λοιπόν ονόμασαν Σαρδηνία, Εύβοια και Κύπρο
αναμόδαρτο το τελευταίο. Ενώ τότε έπαιζα τη λύρα μου,
από το χιονισμένο βράχο θαύμασαν οι Σειρήνες
και το δικό μου τραγούδι σταμάτησαν. Κι η μια
τον αυλό κι η άλλη την κιθάρα πέταξε από τα χέρια.
Φριχτά αναστέναξαν, επειδή η θλιβερή μοίρα έφτασε
του γραφτού θανάτου· από την απότομη κορφή
στον βυθό γκρεμίστηκαν της πολύβουης θάλασσας·
το σώμα κι η υπερήφανή τους όψη μεταμορφώθηκε σε βράχια.]] (Οαφικά Αργοναυτικά, 1264- 1290)
Ο Απολλώνιος ο Ρόδιος, που αναφέρεται κι αυτός στους Αργοναύτες δεν κάνει λόγο για θάνατο των Σειρήνων. Και πρέπει να είναι έτσι γιατί αργότερα πέρασαν από το νησί του ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του. Το πέρασμα της Αργώς από το νησί των Σειρήνων δίνεται με τους ακόλουθους στίχους:
[[ Ήπιος αέρας έσπρωχνε το πλοίο· σύντομα είδαν την ωραία νήσο
Ανθεμόεσσα, όπου οι καλλίφωνες Σειρήνες, κόρες του Αχελώου,
αφού μαγεύουνε με τα γλυκά τραγούδια τους όποιον περνάει
από κει, ύστερα τον σκοτώνουν. Τις γέννησε η ωραία Τερψιχόρη,
μια από τις Μούσες, όταν πλάγιασε με τον Αχελώο,
κάποτε ήσαν θεραπαινίδες της ευγενούς κόρης της Δηούς,
όταν ακόμη ήταν ανύπαντρη, και της τραγουδούσαν ομαδικά·
την ώρα εκείνη αν τις έβλεπες, είχαν μορφή μισές πουλί
και μισές κόρες παρθένες. Παρατηρώντας πάντοτε απ’ το καλό
ορμητήριό τους επάνω, πολλές φορές είχαν αφαιρέσει
από πολλούς τον γλυκό νόστο, και τους έκαναν να λιώνουν.
Ξαφνικά άφησαν από τα στόματά τους μια ολόγλυκη φωνή
κατά τη μεριά των αντρών· κι αυτοί από το πλοίο ήσαν έτοιμοι
να δέσουν τα σχοινιά στη στεριά, αν ο Θράκας Ορφέας,
ο γιος του Οίαγρου, δεν χόρδιζε βιστωνική φόρμιγγα
στα χέρια του και δεν έπαιζε το γρήγορο σκοπό
ενός χαρούμενου τραγουδιού, έτσι που τ’ αφτιά τους
γέμισαν από τους ήχους του τραγουδιού τους· η φόρμιγγα
σκέπασε τις κοριτσίστικες φωνές, εν ώ το πλοίο το ‘σπρωχναν
ο ζέφυρος και μαζί το βουερό κύμα που ερχότανε
από την πρύμνη, ενόσω η φωνή των Σειρήνων ερχόταν δυσκίνητη.]] (Απολλώνιος Ρόδος, “Αργοναυτικά”, βιβλ. 4, 891- 911)
Σε μια άλλη εκδοχή του μύθου όταν πέρασε ο Οδυσσέας από το νησί Ανθεμόεσσα χωρίς να τους γοητεύσουν με το τραγούδι τους οι Σειρήνες, αυτές δεν άντεξαν την ταπείνωση κι έπεσαν στην θάλασσα και πνίγηκαν. Ο Οδυσσέας κατόρθωσε να περάσει χωρίς να τους μαγέψουν οι Σειρήνες γιατί έφραξε τα αυτιά των συντρόφων του με κερί, ώστε να μην ακούσουν το τραγούδι τους, ενώ ο ίδιος διέταξε να τον δέσουν γερά από το κατάρτι για να ακούσει το τραγούδι χωρίς να κινδυνέψει.
Για το πώς μπόρεσε να γίνει η διέλευση του καραβιού, ο Όμηρος βάζει τον Οδυσσέα να κάνει την ακόλουθη περιγραφή στους Φαίακες:
[[ Τότε κι εγώ στράφηκα στους συντρόφους, μιλώντας με βαριά καρδιά:
«Καλοί μου φίλοι, ένας δεν φτάνει μήτε δυο να ξέρουν
όσα η Κίρκη λέγοντας μου προφήτεψε, σεμνή θεά.
Γι᾽ αυτό κι εγώ θα σας μιλήσω, ώστε γνωρίζοντας ή να πεθάνουμε
ή να γλιτώσουμε τον θάνατο και να ξεφύγουμε τη μαύρη μοίρα.
Λοιπόν η πρώτη συμβουλή της ήταν πώς θα αποφύγουμε
το θείο τραγούδι των Σειρήνων και το ανθισμένο τους λιβάδι.
Μόνο σ᾽ εμένα επέτρεψε ν᾽ ακούσω τη φωνή τους· αλλά θα πρέπει
να με δέσετε σφιχτά, τόσο που να πονέσω, να μην μπορώ να κουνηθώ,
όρθιο πάνω στο κατάρτι, με τα σχοινιά πλεγμένα γύρω του.
Κι αν σας παρακαλώ, αν σας φωνάζω να με λύσετε,
εσείς θα πρέπει πιο σφιχτά να με τυλίξετε,
μ᾽ ακόμη περισσότερα δεσμά."
Κι ενώ μιλώντας εξηγούσα στους συντρόφους τα καθέκαστα,
πλησίαζε πια το καράβι, γερό σκαρί, στων δύο Σειρήνων
το νησί, γρήγορα όπως το έσπρωχνε πρίμο το αγέρι.
Τότε μεμιάς έπεσε ο άνεμος, η νηνεμία άπλωσε
γαλήνη, κοίμισε ο δαίμονας τα κύματα.
Ευθύς πετάχτηκαν επάνω οι σύντροφοι και μαϊνάρουν τα πανιά,
τα μάζεψαν στο κοίλωμα του πλοίου κι έσκυψαν στα κουπιά·
ξύλα καλοξυσμένα ελάτινα λευκαίνουν τώρα το νερό.
Την ίδια ώρα εγώ, με κοφτερό χαλκό, χωρίζω φέτα από κερί,
μεγάλη, στρόγγυλη, και στα γερά μου χέρια μάλαξα
τα κομμάτια της· γρήγορα το κερί ζεστάθηκε
απ᾽ τη δική μου τη μεγάλη δύναμη, αλλά κι από το πύρωμα του ήλιου,
οπού περνά σαν βασιλιάς τον ουρανό.
Με τούτο το κερί, όλους μου τους συντρόφους, τους βούλωσα τ᾽ αφτιά.
Αλλά κι εκείνοι μ᾽ έδεσαν στο πλοίο χέρια πόδια,
όρθιο πάνω στο κατάρτι, με τα σχοινιά σφιγμένα γύρω του.
Ύστερα καθισμένοι στα ζυγά, με τα κουπιά στο χέρι
χτυπούσαν το νερό της γκρίζας θάλασσας.
Κι όπως, κωπηλατώντας γρήγορα, σίμωσε τόσο το καράβι
στο νησί, που θα μπορούσε να ακουστεί η φωνή του ανθρώπου,
μας πήραν οι Σειρήνες είδηση, πως προσπερνούσε το σκαρί μας γοργοτάξιδο,
κι άρχισαν το ψηλόλιγνο τραγούδι τους:
«Έλα, Οδυσσέα περίφημε, δόξα των Αχαιών, πλησίασε,
άραξε εδώ το πλοίο, ν᾽ ακούσεις τη φωνή μας.
Αφού κανείς ποτέ δεν μας προσπέρασε στο μελανό καράβι του,
προτού να ακούσει από το στόμα μας τη μελιστάλακτη φωνή μας·
πρώτα ευφραίνεται κι ύστερα συνεχίζει το ταξίδι του,
κερδίζοντας καινούργια γνώση.
Γιατί τα πάντα εμείς γνωρίζουμε, όσα τραβήξανε στης Τροίας
τον κάμπο Αργείοι και Τρώες — θέλημα των θεών.
Κι ακόμη ξέρουμε τα όσα συμβαίνουν πάνω σ᾽ ολόκληρη τη γη
με τα πολλά γεννήματα.»
Έτσι μιλώντας, τραγουδούσαν με φωνή περίκαλλη, κι εμένα
μέσα μου η καρδιά μου λαχταρούσε να τις ακούσει, παρακαλούσα
τους συντρόφους να με λύσουν, έκανα νόημα γνέφοντας· αλλά εκείνοι
εκεί, σκυμμένοι στα κουπιά, κωπηλατούσαν.
Κι αυτοστιγμεί πετάχτηκαν ο Ευρύλοχος κι ο Περιμήδης,
μ᾽ έδεσαν μ᾽ άλλα, πρόσθετα σχοινιά, μ᾽ έσφιγγαν πιο γερά.
Τέλος, όταν τις ξεπεράσαμε, και δεν ακούγαμε
μήτε φωνή μήτε και το τραγούδι των Σειρήνων,
τότε οι καλοί μου εταίροι έβγαλαν το κερί, αυτό που εγώ
τους άλειψα στ᾽ αφτιά τους, με λύνουν κι εμένα απ᾽ τα δεσμά μου.]] ( Όμηρος, “Οδύσσεια”, ραψ. μ΄, 153- 200)
Ο Απολλόδωρος περιγράφει το πέρασμα του πλοίου του Οδυσσέα από το νησί των Σειρήνων ως εξής:
[[Αφού επέστρεψε στην Κίρκη, εκείνη τον ξεπροβόδισε και ο Οδυσσέας ανοίχτηκε στο πέλαγος, προσπερνώντας το νησί των Σειρήνων. Οι Σειρήνες ήταν κόρες του Αχελώου και της Μελπομένης, μια από τις Μούσες, η Πεισινόη, η Αγλαόπη και η Θελξιέπεια. Η μια έπαιζε λύρα, η άλλη τραγουδούσε, η Τρίτη έπαιζε αυλό και με αυτό τον τρόπο έπειθαν όσους περνούσαν με τα πλοία να μένουν εκεί. Από τους μηρούς και κάτω είχαν τη μορφή πουλιού. Όταν ο Οδυσσέας περνούσε από δίπλα τους, επειδή ήθελε να ακούσει το τραγούδι τους, με υπόδειξη της Κίρκης βούλωσε τα αυτιά των συντρόφων του με κερί, ενώ τον ίδιο διέταξε να τον δέσουν στο κατάρτι. Καθώς οι Σειρήνες τον έπεισαν να μείνει, ζήτησε να τον λύσουν, αλλά εκείνοι τον έδεναν πιο σφιχτά και έτσι προσπέρασαν. Υπήρχε όμως ο χρησμός ότι οι Σειρήνες θα πέθαιναν, αν προσπερνούσε ένα πλοίο. Έτσι κι έγινε.]] (Απολλόδωρος, “Βιβλιοθήκη”, Επιτoμή, VII, 18-19)
Δεν υπάρχουν σχόλια: