Το ιερό του Δία στη Στράτο ήταν λατρευτικό και πολιτικό κέντρο όλων των Ακαρνάνων.
Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο εντός της ακρόπολης. Ο ναός του Στρατίου Διός (προστάτη Θεό των Στρατίων) είναι περίφημος δωρικός διαστάσεων 34,47 μ. X 15,41 μ., με 6 κίονες στη στενή και 11 στη μακριά πλευρά του. Κτίστηκε μεταξύ 321-312 π.Χ, εξ΄ ολοκλήρου από ντόπιο σκληρό ασβεστόλιθο έμεινε όμως ημιτελές λόγω πολεμικών συγκρούσεων με τους Αιτωλούς.
Διαιρούνταν σε σηκό, πρόναο και οπισθόδομο. Οι κίονες του σηκού ήταν τοποθετημένοι κοντά στον τοίχο του. Πιθανότατα ένα μέρος του σηκού ήταν υπαίθριο, ενώ η οροφή στηριζόταν από οκτώ εσωτερικούς κίονες.
Όλοι του οι κίονες παρέμειναν αράβδωτοι, γεγονός που πιθανότατα υποδηλώνει πως ο ναός έμεινε ημιτελής. Οι μετόπες του θα πρέπει να ήταν ζωγραφιστές.
Χρησιμοποιήθηκε για κέντρο μιας ομοσπονδιακής λατρείας, μιας ισχυρής Συμπολιτείας της Ακαρνανικής. Ήταν άλλωστε η ακαταμάχητη και οχυρή Ακαρνανική πρωτεύουσα, που έπρεπε να προβάλλεται με ένα περίφημο Ναό. Και πράγματι ο Ναός του Στρατίου Διός είναι από τα πλέον ωραία δείγματα αρχιτεκτονικής του 4ου π.Χ.αιώνα.
Εκεί επιβεβαιώνεται ιστορικά μια ομοσπονδιακή λατρεία του Δία –Αχελώου, που δεν είναι φανταστική. Ήταν ένας ιερός τόπος εικονικών πωλήσεων δούλων, για να γίνουν απελεύθεροι, σύμφωνα με τα επιγραφικά δεδομένα. Αυτό σημαίνει ότι εκεί ήταν ο τόπος συγκεντρώσεων, λατρείας, αγοράς, πανηγύρεων. Οι Πανακαρνάνες συγκεντρώνονται εκεί, όχι μόνο για θρησκευτικούς λόγους, αλλά και για συμπολιτειακές αποφάσεις και ανάγκες.
Το δομικό υλικό του ναού, για τα μέρη του που είναι ορατά, είναι ο γκρίζος σκληρός ασβεστόλιθος, προερχόμενος από τα λατομεία της Λεπενούς, χωριό που βρίσκεται 6 χλμ. περίπου βορειοδυτικά της Στράτου. Εκεί βρέθηκαν αρχιτεκτονικά μέρη του Ναού που ποτέ δεν έφτασαν στον προορισμό τους, όπως κυλινδρικοί μισοτελειωμένοι κίονες, τύμπανο του ναού κ.ά.
Στα ΝΑ του ναού δεσπόζει ο βωμός και βάσεις αναθημάτων. Οι πρώτες ανασκαφές του ναού διεξήχθησαν τα χρονικά διαστήματα 1892-1913 και το 1924 από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, οπότε και τότε δημοσιεύτηκε, μαζί με τις επιγραφές που βρέθηκαν εκεί. Η σημαντικότερη μελέτη του μνημείου ωστόσο (και η σωστότερη αποκατάστασή του) δημοσιεύτηκε το 1925 από τον Α. Ορλάνδο.
Δεν υπάρχουν σχόλια: