Φερσεφόνη, θύγατερ μεγάλου Διός, ἐλθέ, μάκαιρα,
μουνογένεια θεά, κεχαρισμένα δ' ἱερὰ δέξαι,
Πλούτωνος πολύτιμε δάμαρ, κεδνή, βιοδῶτι,
ἣ κατέχεις Ἀίδαο πύλας ὑπὸ κεύθεα γαίης,
Πραξιδίκη, ἐρατοπλόκαμε, Δηοῦς θάλος ἁγνόν,
Εὐμενίδων γενέτειρα, ὑποχθονίων βασίλεια,
ἣν Ζεὺς ἀρρήτοισι γοναῖς τεκνώσατο κούρην,
μῆτερ ἐριβρεμέτου πολυμόρφου Εὐβουλῆος,
Ὡρῶν συμπαίκτειρα, φαεσφόρε, ἀγλαόμορφε,
σεμνή, παντοκράτειρα, κόρη καρποῖσι βρύουσα,
εὐφεγγής, κερόεσσα, μόνη θνητοῖσι ποθεινή,
εἰαρινή, λειμωνιάσιν χαίρουσα πνοῆισιν,
ἱερὸν ἐκφαίνουσα δέμας βλαστοῖς χλοοκάρποις,
ἁρπαγιμαῖα λέχη μετοπωρινὰ νυμφευθεῖσα,
ζωὴ καὶ θάνατος μούνη θνητοῖς πολυμόχθοις,
Φερσεφόνη∙ φέρβεις γὰρ ἀεὶ καὶ πάντα φονεύεις.
κλῦθι, μάκαιρα θεά, καρποὺς δ' ἀνάπεμπ' ἀπὸ γαίης
εἰρήνηι θάλλουσα καὶ ἠπιοχείρωι ὑγείαι
καὶ βίωι εὐόλβωι λιπαρὸν γῆρας κατάγοντι
πρὸς σὸν χῶρον, ἄνασσα, καὶ εὐδύνατον Πλούτωνα.
Απόδοση Μαρία Αν. Βέργου:
Περσεφόνη, θύγατερ μεγάλου Διός[1], έλα, μακάρια,
μονογενής[2] θεά, δέξου τις προσφερόμενες θυσίες,
πολύτιμε σύζυγε του Πλούτωνος, σοφή, βιοδώτη,
που κατέχεις τις πύλες του Άδου στα βάθη της γης,
πραξιδίκη[3], ερατοπλόκαμη[4], αγνόν τέκνον της Δηούς,
γενέτειρα των Ευμενίδων, βασίλισσα των υποχθονίων,
κόρη που ο Ζευς γέννησε με άρρητες[5] γονές[6],
μητέρα του βροντώδους[7] πολυμόρφου Ευβουλήος,
συμπαίκτρια των Ωρών[8], φωτοφόρε, πανέμορφη,
σεμνή, παντοκράτειρα, κόρη κατάμεστη από καρπούς,
ευφεγγής, κερόεσσα[8α], μόνη ποθεινή[9] στους θνητούς,
εαρινή, που χαίρεσαι με πνοές των λιβαδιών,
που φανερώνεις το ιερόν δέμας[10] με χλοόκαρπους βλαστούς,
αρπαγμένη νύφη που νυμφεύθηκες το φθινόπωρο,
ζωή και θάνατος μόνη στους πολύμοχθους θνητούς,
Φερσεφόνη. Γιατί τρέφεις πάντα και τα πάντα φονεύεις.
Άκου, μακάρια θεά, στέλνε καρπούς από την γη
θάλλουσα[11] με ειρήνη και ηπιόχειρη[12] υγιεία
και ευτυχισμένο βίο που οδηγεί σε πλούσιο γήρας,
στην χώρα σου, άνασσα, και στον ευδύνατο Πλούτωνα.
Πηγή: arxeion-politismou
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Κατά το ΛΕΞΙΚΟ ΣΟΥΔΑΣ: Δῖα: η ένδοξος και Δῖος: ο ένδοξος. ΠΗΓΗ: H. LIDDELL – R. SCOTT.
[2] Μονογενής: ο γεννηθείς από έναν μόνο γονέα. H. LIDDELL – R. SCOTT: εν και το αυτό αίμα. Γίνεται μονογενώς: αυτοφυώς το λιβάνι. Το επίθετο αυτό το συναντούμε αργότερα για τον Χριστό. Σήμερα γνωρίζουμε τις μονογονεϊκές οικογένειες.
[3] Πραξιδίκη: θεότης που παριστάνεται με γυμνή κεφαλή H. LIDDELL – R. SCOTT.
[4] Πλόκαμος: πλεξίδα / πλεξούδα μαλλιών, ερατοπλόκαμος = ερασιπλόκαμος, αυτός που έχει επεράστους, αξιεράστους πλοκάμους, H. LIDDELL – R. SCOTT.
[5] Άρρητος = περί πραγμάτων περί ων δεν πρέπει να γίνεται λόγος, λόγος ο οποίος δεν πρέπει να λεχθεί H. LIDDELL – R. SCOTT.
[6] Γονή: γέννηση, γένεση, γέννα, τοκετός, H. LIDDELL – R. SCOTT.
[7] Εριβρεμέτης: ισχυρώς βροντών, H. LIDDELL – R. SCOTT.
[8] Ώρα: Η ακμή του έτους, η ώρα του έαρος. Το θέρος. Στους ιστοριογράφους, η ώρα του έτους η καταλληλότερη προς πολεμικές και άλλες εργασίες, το καλοκαίρι.
Ο καιρός, ο προσήκων χρόνος, η κατάλληλη ώρα ή εποχή για κάποιο πράγμα.
Η ακμή της νεότητος, η νεότης, η ανδρική ηλικία.
Ο Πίνδαρος προσωποποιεί την ώραν ως την Ήβη.
Μυθολογικώς οι Ώρες φυλάσσουν τις εκ νεφελών πύλες του ουρανού. Είναι τρεις: Η Ευνομία, η Δίκη και η Ειρήνη, θυγατέρες του Διός και της Θέμιδος. Φυλάσσουν και εποπτεύουν τα έργα των ανθρώπων. Κυρίως δε είναι προστάτιδες των ωρών του έτους και των καρπών εκάστης αυτών. Εντεύθεν θεωρούνται ως αιτίες της ωριμότητος και τελειότητος πάντων των φυσικών προϊόντων, μάλιστα δε της ακμής και καλλονής του ανθρώπου στον βίο. Συχνά τίθενται δίπλα στις Χάριτες. ΠΗΓΗ: H. LIDDELL – R. SCOTT.
Στις Ώρες είναι αφιερωμένος Ορφικός Ύμνος. Για δε την Δίκη υπάρχει ειδικότερος Ορφικός Ύμνος.
[8α] Κερασφόρε.
[9] Ποθητή.
[10] Δέμας : σώμα.
[11] Θάλλω : ακμάζω H. LIDDELL – R. SCOTT.
[12] Ηπιόχειρος : αυτός που έχει ήπιο, πράο, καταπραΰνον χέρι, H. LIDDELL – R. SCOTT.
Δεν υπάρχουν σχόλια: