Του Γιώργου Λεκάκη
Η Ελληνική λέξις σοφός προέρχεται από το σεβός = σεβαστός, σοβός (ρ. σέβω) διότι «σέβουσιν τον σοφόν πάντες».
Σοφία (> sophia) = οπός παιδείας, χυμός παιδείας, πάσα τέχνη και πάσα επιστήμη. Σοφία, η σώζουσα το φως… «Σώα φην» (= τα «σωτήρια λαλείν»)… Η σοφία σώζει (> σάος[1], σωτηρία, σωτήριο, κλπ.). Σοφία, η γνώσις / επίγνωσις των θείων και των ανθρωπίνων, η θεωρία λόγων των σωμάτων και των ασωμάτων, ο νους. «Ο Νους και η επιστήμη είναι τα τιμιώτατα στην φύση».
Η σοφία (προσωποποιημένη ως Αθηνά) εξήλθε από κεφαλή θεού. Υπέρμαχος στρατηγός της σοφίας η θεά Αθηνά («τη υπερμάχω στρατηγώ»). Υπήρχε όμως και η Σοφή, απόλυτη προσωποποίηση της σοφίας[2]. Στα ιερά της Σοφίας, υπήρχε (ιερά) Δεξαμενή (έμεινε παροιμιωδώς να λέμε «δεξαμενή γνώσεων» - όπου τα «υπό σοφίας τεθησαυρισμένα»). Η αμβροσία ήταν η όντως σοφία του θεού, η θεία τροφή, στην οποία οι βροτοί δεν μπορούν να μετέχουν (άρρητος σοφία).
Η θεά της Σοφίας, Αθηνά και ο ναός της του θεού Σοφίας, στην Κωνσταντινούπολη...
Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια...
Και όλα μπερδεύονται γλυκά, μα ο νους ορά και νους θυμάται... Σοφόν το σαφές. Σοφός ο σαφής.
Αρχή σοφίας, η των ονομάτων επίσκεψις...
"Αλαζονεία, εμπόδιον σοφίας"
ΒΙΑΣ ο ΠΡΙΗΝΕΥΣ
Σοφία η αγχίνοια, η ευγλωττία, η ευφυΐα, η γνώσις, η δεξιότης, η εμπειρία (τέχνης, η ευτεχνία), η εξυπνάδα, η επιστήμη, η ίδρη, η μήτις, η ορθότης (κρίσεως), η επιστημοσύνη (εντελής / πλήρης γνώσις των επιστημών), η οξύνοια, η μάθησις, η παιδεία, η περίνοια (υπερβολική σοφία), η πυκνότης (νοημάτων, σκέψεων, ιδεών), η σύνεσις, η σχολαστικότης, η σωφροσύνη, η φιλοσοφία, η φρόνησις, κ.ά.
Γι’ αυτό και το λίαν θαυμαστικό ω! ετίθετο μόνον για τον θαυμασμό του βάθους πλούτου, και σοφίας και γνώσεως του θεού… Κατά το βάδισμα, μας άγει ο δαίμων…
…αλλά και η πανουργία > σέσυφος ο πανούργος > Σίσυφος / σιόσυφος. Οι Λάκωνες έλεγαν τους θεούς σισύφους. Αλλά και η απάτη[3], πονηρία, και η κερδοσύνη…
Σοφός ο Κρητικος βασιλιάς Ραδάμανθυς, που γι’ αυτό έγινε κριτής στον Άδη. Σοφός ο βασιλεύς των ΘρακοΜακεδόνων, Μίδας. Γνωστοί και οι 7 σοφοί της αρχαίας Ελλάδος.[4] Οι Πέρσες έλεγαν πως την σοφία την βρήκε ο Ζωροάστρης.
Σοφοί και οι πένητες, διότι παιδεύουν ή έχουν παιδεύσει πολλές τέχνες!
Ο Αρκάς Βαθυκλής (6ος π.Χ. αι.), άφησε με διαθήκη μία φιάλη με την εντολή να δοθεί σε όποιον θα έκανε το μεγαλύτερο καλό με την σοφία του. Εδόθη στον Θαλή τον Μιλήσιο… Η φιάλη επέρασε σε άλλους σοφούς και ξανα-γύρισε στον Θαλή, ο οποίος την αφιέρωσε στον Απόλλωνα…[5] Παροιμιώδης έμεινε η πυθαγόρειος σοφία και η σοφία χρόνου. Για την σοφία του ετιμήθη και ο Θεμιστοκλής και μάλιστα από τους Λακεδαιμονίους[6]. Και ο Δημόκριτος.
Η Ελληνική λέξις σοφία, εγέννησε και άλλες λέξεις σχετικές με αυτήν:
- Ακρόσοφος,
- αληθοσοφία (η αληθής σοφία),
- ασύφηλος (ασεβής),
- δοκισησοφία,
- επισοφία (επιστασία) / επίσοφος (επιστάτης),
- θεοσοφία,
- πανσοφία / πάνσοφος,
- προσφιλοσοφία,
- σόφισμα (σοφό τέχνασμα), σοφιστής (ο καλώς / σοφώς γνωρίζων / κατέχων την τέχνη του)[7],
- σοφοκλέης (ο έχων το κλέος της σοφίας, όπως ο τραγικός Σοφοκλής),
- σοφόνοος / σοφόνους,
- σοφουργός (ο σοφώς εργαζόμενος),
- φιλοσοφία, κλπ.
Επίσης
- σοφίζω (εκπαιδεύω κάποιον να γίνει σοφός, «ασκώ σοφίαν»),
- σοφίζομαι (γίνομαι σοφός),
- μεμούσωμαι (= παιδεύομαι στην σοφία, στις τέχνες των μουσών – σοφόν το κράτος των Μουσών),
- σοφιστεύω (φέρομαι ως σοφός), κλπ.
Σοφιστές, διδάσκαλοι της σοφίας δεν ήταν μόνον άνδρες. Υπήρχαν και γυναίκες διδάσκαλοι της σοφίας, όπως λ.χ. η Δαναΐδα Βεβρύκη, σύζυγος του υιού του Αιγύπτου, Ιππολύτου, η οποία δεν τον εσκότωσε, αλλά επήγε σε μια νέα χώρα[8] κι εκεί δίδαξε την σοφία…
Το αντίθετο της σοφίας είναι η ἀσοφία (‑ας, ἡ) που σημαίνει την μη σοφία, την βλακεία, την ανοησία, την μωρία, την αστοχία. Αμαθής = ο αμύητος στην σοφία.
Προφανώς ετυμολογείται από το στερητικόν α και την λέξη σοφία.
Τον όρο της ασοφίας εισάγει πρώτος ο Ευριπίδης και την αποδίδει στον άσοφο ήρωά του, τον «ασυνετώτερο των ανδρών», ο οποίος «δεν σκέφτηκε το δίκαιο», στην τραγωδία του «Ορέστης».[9]
Έκτοτε η λέξις χάνεται και επανεμφανίζεται 5 αιώνες αργότερα, πάλι σχετιζόμενη με την δικαιοσύνη:
«ὁ Ἥλιος (ο) σοφίζων τὰ ἄσοφα» γράφει ο Επιφάνειος, εννοώντας τον πνευματικό ήλιο της δικαιοσύνης («της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ» - Ελύτης).[10]
Ενώ ο Ιωάννης Χρυσόστομος γράφει πως το πνεύμα της σοφίας μπορεί να κάνει τους άσοφους, σοφούς («πνεῦμα σοφίας ἐστὶ, καθ’ ὃ σοφοὶ οἱ ἄσοφοι ἐγίνοντο»).[11]
Η λέξις ασοφία όμως, αν και εμφανίζεται για πρώτη φορά τον 5ο π.Χ. αιώνα, αναφέρεται μόνον 18 φορές στο σώμα της ελληνικής γραμματείας.
Τέλος, από την ελληνική λέξη σοφία γεννήθηκαν οι όμοιες λέξεις άλλων γλωσσών, παιδιών της ελληνικής: saνant, sapio, savio, sapiente, sapient, souph (εβρ.), sapience εξ ου και οι σούφι, αλλά και το είδος μας, ο γνωστός μας άγνωστος Homo Sapiens…
ΠΗΓΗ: TLG, Μέγα Ετυμολογικόν. Λεξ. Σταματάκου. Ησύχ. Ζωναράς. Πλουτ. Pyrrh.29, Λουκ. Astr.2, Poll. 4.13. Pall. V.Chrys.20 σελ.146. Γ. Λεκάκης «Ταξείδια με τις λέξεις». ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Το όρος Σάος της Σαμοθράκης έσωσε τους ανθρώπους κατά τον κατακλυσμό του Δαρδάνου. Γι’ αυτό εκεί λατρεύονταν οι Σάιοι θεοί > σωτήρες > saint, santa, κλπ. – βλ. Γ. Λεκάκης «Σαμοθράκη, ιερά νήσος».
[2] Βλ. Εμπεδ. απόσπ. 123.
[3] Ασόφιστος = ο μη απατώμενος δια σοφισμάτων, μη σοφιστευόμενος, ειλικρινής, στερούμενος επινοίας.
[4] Οι κυρίως αναφερόμενοι: Θαλής ο Μιλήσιος, Βίας ο Πριηνεύς, Πιττακός ο Μυτιληναίος, Σόλων ο Αθηναίος, Χίλων ο Λακεδαιμόνιος, Κλεόβουλος ο Ρόδιος, και Περίανδρος ο Κορίνθιος. Κατά καιρούς και κατά συγγραφείς κάποιος / κάποιοι εξ αυτών παραλείπονται και στην θέση του / τους αναφέρεται / - ονται κάποιος / -οι εκ των: Λίνος, Ορφεύς, Μουσαίος, Ζωροάστρης / Ζαρατούστρα) ο Πέρσης, Επιμενίδης ο Κρης (εκ Φαιστού ή Κνωσού), Μύσων εκ Χήνης (Οίτης;), Λεώφαντος (από την Λέβεδο ή την Έφεσο), Ανάχαρσις ο Σκύθης, Επίχαρμος ο Κώος, Ακουσίλαος εξ Άργους, Πάμφυλος, Αριστόδημος / Αριστόδαμος εκ Σπάρτης, Πεισίστρατος εξ Αθηνών, Φερεκύδης εκ Σύρου, Λάσος / Λας εξ Ερμιόνης, Πυθαγόρας εκ Σάμου, Αναξαγόρας.
[5] Βλ. Διογ. Λ. 1.28-2,9.
[6] Βλ. Ηρόδ. 8.124, Πλούτ. Θεμ. 17.1.
[7] Ιδίως την ποιητική και την μουσική. Αρχικώς σοφιστές έλεγαν τους μουσικούς και τους κιθαρωδούς. Σοφιστικόν γένος = η τάξις των σοφιστών, σοφιστική η τέχνη της διδασκαλίας τεχνών. Εν Αθήναις, σοφιστής ήταν α επαγγελλόμενος το ποιείν τους ανθρώπους σοφούς, ο επί πληρωμή διδάσκων Γραμματική, Ρητορική, Μαθηματικά. Αλλά με την πάροδο του χρόνου, οι σοφιστές περιέπεσα σε ανυποληψία, και τους άσκησαν δριμεία κριτική έναντίον τους ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοφάνης κ.ά. Ήδη την εποχή τους η λέξις ήταν συνώνυμο του απατεώνος.
[8] Η χώρα αυτή ονομάσθηκε από την σοφή Αργίτισσα, Βεβρύκη ή Βεβρυκία (βλ. Αρρ. Βιθ. απόσπ. 38 ή Ευστ. Σχόλ. Διον. Περ. 805, Στέφ. Βυζ.), κλπ.
[9] Βλ. {0006.016}, 491.
[10] Βλ. «Homilia in Christi resurrectionem» [Sp.] {2021.014}, 43.465.37.
[11] Βλ. «In epistulam ad Romanos» (Ομιλίαι 1-32) {2062.155} 60.527.19.
Πηγή: Αρχείον πολιτισμού
Δεν υπάρχουν σχόλια: