Άρραφος Χιτών

γράφει ο Πάνος Μανιατόπουλος

Ο χιτώνας του Ιησού (επίσης γνωστός ως Ιερός Χιτώνας, Άρραφος Χιτώνας και Χιτώνας του Κυρίου) είναι ο χιτώνας που φορούσε κατά τη διάρκεια ή λίγο πριν τη σταύρωσή του.

Ανταγωνιστικές παραδόσεις υποστηρίζουν ότι το ένδυμα έχει διατηρηθεί μέχρι τις μέρες μας. Μια παράδοση το τοποθετεί στον Καθεδρικό ναό του Τριέρ/Trier, μια άλλη στη Βασιλική του Αγίου Διονυσίου στην Αρζεντέιγ/Saint-Denys d’ Argenteuil και άλλες παραδόσεις υποστηρίζουν ότι βρίσκεται σε διάφορες ανατολικές Ορθόδοξες εκκλησίες, ιδιαίτερα στον καθεδρικό ναό Σβετιτσχοβέλι Μτσχέτα/Svetitskhoveli Mtskheta της Γεωργίας.

Σύμφωνα με τις γραφές, οι Ρωμαίοι στρατιώτες που σταύρωσαν τον Χριστό μοίρασαν μεταξύ τους τα ρούχα Του, εκτός του χιτώνα για τον οποίον έβαλαν κλήρο. Ο εν λόγω χιτώνας ήταν άρραφος (tunica inconsultilis).

Οἱ οὖν στρατιῶται, ὅτε ἐσταύρωσαν τὸν Ἰησοῦν, ἔλαβον τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ ἐποίησαν τέσσαρα μέρη, ἑκάστῳ στρατιώτῃ μέρος καὶ τὸν χιτῶνα. ἦν δὲ ὁ χιτὼν ἄραφος, ἐκ τῶν ἄνωθεν ὑφαντὸς δι’ ὅλου. εἶπαν οὖν πρὸς ἀλλήλους· μὴ σχίσωμεν αὐτόν, ἀλλὰ λάχωμεν περὶ αὐτοῦ τίνος ἔσται· ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ [ἡ λέγουσα]· διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον. (κατά Ιωάννη Ευαγγέλιον 19:23-24)

Τεμάχια του Άρραφου Χιτώνα του Χριστού, έχουν εντοπιστεί σε σταυροθήκη Τιμίου Ξύλου της Ιεράς Μονής Παντοκράτορος Αγίου Όρους, αλλά και σε λειψανοθήκη του θησαυρού της Βασιλικής του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης στην Ιταλία. Ο άρραφος χιτώνας του Χριστού φαίνεται ότι βρισκόταν στην Παλατινή εκκλησία Θεοτόκος του Φάρου στην Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη κι έπειτα ίσως κατέληξε στο Παρίσι, αλλά υπάρχουν και αρκετές παραδόσεις που φέρουν να βρίσκεται στη Γεωργία ή στη Ρωσία.

Σύγχρονη εικόνα στον Καθολικό Ναό της Τριέρ αγιογραφημένη με Βυζαντινή τεχνοτροπία. Απεικονίζει διάφορα ενδύματα του Ιησού Χριστού σύμφωνα με Ευαγγελικές διηγήσεις της Καινής Διαθήκης.

Σύμφωνα με την Ρωμαιοκαθολική παράδοση, η Αγία Ελένη, μητέρα του Μεγ. Κωνσταντίνου, ανακάλυψε τον άρραφο χιτώνα στους Αγίους Τόπους το έτος 327 ή 328, μαζί με διάφορα άλλα κειμήλια, συμπεριλαμβανομένου του Τιμίου Σταυρού. Σύμφωνα με αυτήν την παράδοση, κληροδότησε τον χιτώνα στην πόλη της Τριέρης (Trier) όπου ο Μέγας Κωνσταντίνος έζησε για μερικά χρόνια πριν γίνει αυτοκράτορας και έχτισε πολλά δημόσια οικοδομήματα που σώζονται μέχρι σήμερα.

Η ιστορία του χιτώνα του Χριστού της Τριέρ βεβαιώνεται ιστορικά μετά τον 12ο αιώνα. Την 1η Μαΐου του 1196, ο Ρωμαιοκαθολικός Αρχιεπίσκοπος Ιωάννης Α΄ της Τριέρ εγκαινίασε ένα μεγάλο και πλούσια διακοσμημένο παρεκκλήσι στον Καθεδρικό Ναό της Τριέρ στο οποίο τοποθετήθηκε ο άρραφος χιτώνας του Χριστού. Πριν από τον 12ο αιώνα δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί η ακριβής ιστορική διαδρομή του άρραφου χιτώνα από τα Ιεροσόλυμα ως την Τριέρ, έτσι πολλοί θεωρούν ότι ο χιτώνας δεν είναι αυθεντικός και πρόκειται για μεσαιωνική απάτη.

Από τον 12ο αιώνα το λείψανο διατηρούνταν διπλωμένο σε λειψανοθήκη και δεν ήταν ορατό στους προσκυνητές. Το 1512, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του, ο αυτοκράτορας Μαξιμιλιανός Α’ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας απαίτησε να δει τον άρραφο χιτώνα του Χριστού. Πράγματι ο Ρωμαιοκαθολικός Αρχιεπίσκοπος της Τριέρ Ρίχαρντ φον Γκράιφενκλαου/Richard von Greiffenklau διέταξε το άνοιγμα της λειψανοθήκης και την παρουσίαση του υπερπολύτιμου λειψάνου στον αυτοκράτορα. Μαθαίνοντάς το, οι κάτοικοι της Τριέρ, απαίτησαν να δουν και εκείνοι τον άρραφο χιτώνα. Στη συνέχεια και κατά τακτά χρονικά διαστήματα, ο άρραφος χιτώνας παρουσιαζόταν στους προσκυνητές.

Προσκυνητές παρατηρούν τον Άρραφο Χιτώνα (Τριέρ, Απρίλιος 2012). U.S. Air Force photo by 2nd Lt. Stephani Schafer, Public domain, via Wikimedia Commons

Το 1996, η έκθεση του άρραφου χιτώνα προσείλκυσε περισσότερους από ένα εκατομμύριο προσκυνητές και η Ρωμαιοκαθολική Αρχιεπισκοπή της Τριέρ, εκθέτει κάθε χρόνο και για δέκα ημέρες τον άρραφο χιτώνα στους προσκυνητές κατά τη διάρκεια θρησκευτικής εκδήλωσης που φέρει τον τίτλο Έκθεση Ιερού Χιτώνα/Heilig Rock Tage.

Αυθεντικότητα

Στα μέσα του 19ου αιώνα, ο κληρικός της Τριέρ Γιόχαν Βιλμόφσκι/Johann Nikolaus von Wilmowsky (1801-1880) μετά από πρόχειρη παρατήρηση του χιτώνα, εξέφρασε την άποψη ότι επρόκειτο για βυζαντινό μεταξωτό ύφασμα του 5ου ή 6ου αιώνα που χρησίμευε ως θήκη για υφάσματα, αλλά δεν ήταν ο άρραφος χιτώνας του Χριστού. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να θεωρηθεί από πολλούς το λείψανο ψευδές και ο κληρικός να υποστεί διώξεις.

Γιόχαν Βιλμόφσκι zeitgenössischer Fotograf, 1850, Public domain, via Wikimedia Commons

Το 1890 συστάθηκε 12μελής ερευνητική επιτροπή, η οποία μετά από νέα εξέταση του άρραφου χιτώνα, κατέληξε στα ακόλουθα συμπεράσματα: το λείψανο δεν είναι κάποιο κομμάτι από ύφασμα ή κάποια υφασμάτινη θήκη, αλλά ένδυμα. Αποτελείται από λείο βαμβακερό ή λινό ύφασμα καστανού χρώματος με σφικτή και πυκνή πλέξη. Στο εσωτερικό του ενδύματος βρέθηκε ένα κομμάτι ενιαίου μεταξένιου υφάσματος πολύ καλά διατηρημένου. Η πίσω πλευρά του ενδύματος είναι κάποιο είδος γάζας, ενώ στην μπροστινή πλευρά, έχει μπαλώματα από φίνο δαμασκηνό μετάξι, επάνω στο οποίο εντοπίζονται σχέδια πουλιών σε κίτρινο και κόκκινο χρώμα.

Αυτά τα μπαλώματα ταίριαζαν με την περιγραφή που είχε κάνει ο Βιλμόφσκι. Σύμφωνα με την επιτροπή οι Βυζαντινοί ταφτάδες και το υπόλοιπο μετάξι προστέθηκαν στο ένδυμα για να το προφυλάξουν. Η επιτροπή δεν κατέληξε σε κάποιο συμπέρασμα όσον αφορά στις ραφές του ενδύματος και έτσι δεν επιβεβαίωσε κατά πόσον ήταν άρραφο ή όχι.

Τον 19ο αιώνα, ο άρραφος χιτώνας του Χριστού της Τριέρ εμβαπτίστηκε σε υγρό καουτσούκ σε μία προσπάθεια διατήρησής του, ενώ τα ελάχιστα εναπομείναντα πρωτότυπα τμήματα δεν είναι κατάλληλα για χρονολόγηση μέσω ραδιενεργού άνθρακα 14.

Άρραφος Χιτώνας της Τριέρ https://leipsanothiki.blogspot.com/2015/01/389.html

Ο χιτώνας της Τριέρ

Η Τριέρ με 2.000 χρόνια ιστορίας, είναι η παλαιότερη πόλη της Γερμανίας και επί αιώνες διατηρεί ισχυρούς δεσμούς με την Καθολική Εκκλησία. Το 1996 ο καθεδρικός ναός της πόλης έθεσε σε κοινή θέα ένα κειμήλιο το οποίο εικάζεται πως είναι σχεδόν τόσο παλιό όσο και η ίδια η πόλη. Το εν λόγω κειμήλιο αποκαλείται Ιερός Χιτώνας της Τριέρ.

Ο χιτώνας έχει μάκρος γύρω στο 1,5 μέτρο, φάρδος περίπου 1 μέτρο, είναι κοντομάνικος, βαμβακερός και κατά τον Χανς Γιόακιμ Καν στο βιβλίο του Οδηγός για Προσκύνημα στην Τριέρ και στα Περίχωρα (Wallfahrtsführer Trier und Umgebung) προφανώς χρησίμευε ως εξωτερικό ένδυμα. Σύμφωνα με υπολογισμούς, το αυθεντικό ένδυμα – το οποίο στο πέρασμα των αιώνων, επιδιορθώθηκε και ενισχύθηκε σε πολλά σημεία με άλλα υφάσματα – χρονολογείται από τον 2ο ή ακόμη και από τον 1ο αιώνα. Αν αυτό αληθεύει, τότε πρόκειται για σπάνιο ρούχο και ενδιαφέρον μουσειακό έκθεμα.

Δεν γνωρίζουμε ακριβώς πώς βρέθηκε ο χιτώνας στην Τριέρ. Μία παράδοση ισχυρίζεται ότι το δώρισε στην πόλη η αυτοκράτειρα Ελένη, η μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο Καν υπογραμμίζει ότι η πρώτη αξιόπιστη αναφορά σχετικά με την ύπαρξη του χιτώνα στην Τριέρ χρονολογείται από το 1196.

Το ταξίδι της αγίας Ελένης στους Αγίους Τόπους είναι ιστορικά διακριβωμένο. Το 327 ή το 328, η τότε ηλικιωμένη μητέρα του αυτοκράτορα ταξίδεψε στους Αγίους Τόπους. Ωστόσο, εκείνο το ταξίδι δεν ήταν προσκυνηματικού χαρακτήρα, αλλά είχε και πολιτικούς στόχους, καθότι ο αυτοκράτορας ήθελε να υπάρξει παρουσία στις επαρχίες που μόλις πρόσφατα είχε αποσπάσει από τους αντιπάλους του. Το γεγονός ότι βρήκε τον σταυρό του Χριστού εκεί στα συντρίμμια του Γολγοθά ανάγεται στις αναφορές των επισκόπων Γελασίου της Καισαρείας και Αμβροσίου των Μεδιολάνων. Δεν υπάρχει καμία αναφορά για τον Ιερό Βράχο σε αυτές τις πρόσφατες εκθέσεις αντίκες.

Η πρώτη σαφής αναφορά στον Ιερό Χιτώνα εντοπίζεται τον 12ο αιώνα στο χρονικό Gesta Treverorum της μονής Τριέρ των Αγίων Ευχαρίου & Ματθία όπου ονομάζεται για πρώτη φορά με συγκεκριμένους όρους το έτος 1196. Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι ο Αρχιεπίσκοπος του Τριέρ Γιόχαν Ι την 1η Μαΐου εγκαινίασε τον βωμό της νεόδμητης ανατολικής πτέρυγας και τοποθέτησε τον χιτώνα στον καθαγιασμένο βωμό. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι στο παρελθόν ο χιτώνας εκτίθετο στον καθεδρικό ναό της Τριέρ, αλλά οι ελλιπείς πηγές δεν επιτρέπουν να εντοπίσουμε την ιστορική του διαδρομή πριν το 1196.

Τμήματα από ταφτά και μετάξι στο δεξί μανίκι του χιτώνα (Τριέρ, 14 Απριλίου 2012) Ghazwan Mattoka, CC BY-SA 3.0

Η ταραχώδης ιστορία και οι ακατάλληλες μέθοδοι διατήρησης στο παρελθόν, συνέβαλλαν να διαφοροποιηθεί σημαντικά η αρχική κατάσταση του Ιερού Χιτώνα. Έτσι κάθε εποχή επ’ ευκαιρία των προσκυνημάτων, πραγματοποιήθηκαν επισκευές και εφαρμόστηκαν στο ύφασμα προστατευτικά μέτρα. Λεπτομερής αξιολόγηση της κατάστασης του λείψανου υπήρξε το 1973 μετά τις ενδελεχείς έρευνες ειδικών του Ελβετικού Ιδρύματος Αμπέγκ στο Ρίγκεσμπεργκ κοντά στη Βέρνη.

Έκθεση του αρράφου χιτώνα το 1933. https://leipsanothiki.blogspot.com/2015/01/389.html

Εν συντομία οι διαπιστώσεις είναι οι ακόλουθες: Τα παλαιότερα τμήματα του χιτώνα, των οποίων η ηλικία μπορεί κάλλιστα να χρονολογηθεί στον 1ο αιώνα, περιέχονται σε ένα σύνολο υφασμάτινων στρωμάτων που είναι δομημένα σαν ένα «σάντουιτς». Το παλαιότερο και πιο πολύτιμο ύφασμα βρίσκεται στη μέση και τα υποστηρικτικά υλικά κάτω και επάνω. Το παλαιότερο ύφασμα στη μέση είναι ένα ματ μάλλινο ύφασμα. Αυτό που φαίνεται δεν είναι το ίδιο το λείψανο, αλλά υφάσματα που το περιβάλλουν ή με άλλα λόγια, ένα υφαντό το οποίο παραπέμπει σε κειμήλιο που περικλείεται σε μεταλλική λειψανοθήκη.

Ο χιτώνας, ο οποίος φυλάσσεται στον καθεδρικό ναό, εκτίθετο σε κοινή θέα ανά περιόδους από τον 16ο αιώνα και εντεύθεν όπως επί παραδείγματι το 1655, λίγο μετά τον Τριακονταετή Πόλεμο.

25 Μαρτίου 2016: Ο Ιερός Χιτώνας του Χριστού στη λειψανοθήκη της Βασιλικής του Saint Denys d’Argenteuil. Argenteuil, 95. Γαλλία. © Marc-Antoine Mouterde

Ο χιτώνας της Αρζεντέιγ

Εκτός όμως από την Τριέρ, η κοινότητα Αρζεντέιγ/Argenteuil στα περίχωρα του Παρισιού υποστηρίζει ότι αυτή κατέχει τον άρραφο χιτώνα του Χριστού και όχι η Τριέρ.

Σύμφωνα με την παράδοση, η Βυζαντινή αυτοκράτειρα Ειρήνη δώρισε τον Ιερό Χιτώνα στον Καρλομάγνο περίπου το έτος 800. Ο Καρλομάγνος το έδωσε στην κόρη του Θεοκράτη, ηγουμένη της Αρζεντέιγ, όπου τηρείτο στην εκκλησία των Βενεδικτίνων. Το 1793 κατά τη Γαλλική Επανάσταση, ο ιερέας της ενορίας φοβούμενος βεβήλωση του χιτώνα, έκοψε το ένδυμα σε κομμάτια και τα έκρυψε σε ξεχωριστά μέρη. Εξ’ αυτών υπάρχουν μόνο τέσσερα κομμάτια τα οποία μεταφέρθηκαν στη σημερινή εκκλησία το 1895.

Το παλαιότερο έγγραφο που αναφέρεται στο χιτώνα της Αρζεντέιγ χρονολογείται από το 1156, γραμμένο από τον Αρχιεπίσκοπο Χιου της Ρουέν το περιέγραφε ως παιδικό ένδυμα του Ιησού. Μια αντίθετη άποψη υποστηρίζει ότι το ένδυμα δεν είναι στην πραγματικότητα ο Ιερός Χιτώνας που φορούσε ο Ιησούς κατά τη διάρκεια της σταύρωσης, αλλά ένδυμα που υφαίνονταν γι’ Αυτόν από την Παναγία και φορούσε όλη του τη ζωή. Αντιθέτως οι υποστηρικτές της θεωρίας ότι το λείψανο της Αρζεντέιγ είναι ο Ιερός Χιτώνας ισχυρίζονται ότι ο χιτώνας της Τριέρ είναι στην πραγματικότητα ο μανδύας του Ιησού.

Ο Μεσαίωνας ήταν περίοδος κατασκευής ψευδών λειψάνων. Ως εκ τούτου από τον 17ο αιώνα, η Καθολική Εκκλησία ήθελε να άρει κάθε πιθανή αμφιβολία για την αυθεντικότητα του Ιερού Χιτώνα. Αρχικά το έπραξε μελετώντας τα κείμενα, τα οποία μαρτυρούσαν την αιωνόβια παρουσία του λειψάνου στην Αρζεντέιγ.

Τον 19ο αιώνα με πρωτοβουλία των εκκλησιαστικών αρχών έγιναν αρκετές επιστημονικές εξετάσεις του χιτώνα, με χρήση τεχνολογίας, οι οποίες κατέληξαν στις κάτωθι διαπιστώσεις:

– Το ιμάτιο είναι από μαλλί προβάτου (1893).

– Χρωματίστηκε σύμφωνα με τεχνικές που εφαρμόζονταν στη Μέση Ανατολή αρχές της εποχής μας.

– Είναι υφαντό μονοκόμματο, υφασμένο σε αρχέγονο αργαλειό (1882 και 1892).

– Ο τύπος ύφανσης αντιστοιχεί σε αυτόν που εντοπίστηκε στη Συρία και τη βόρεια Παλαιστίνη τον 1ο αιώνα.

– Φέρει ίχνη αίματος (1892 και 1932).

– Το αίμα εντοπίζεται στην πλάτη και στους ώμους, στα σημεία όπου ακουμπούσε ο σταυρός που κουβαλούσε ο Χριστός κατά την ανάληψη στον Γολγοθά (1932 και 1934).

– Το αίμα που υπάρχει στον χιτώνα ανήκει στην ομάδα ΑΒ η οποία συμπίπτει με τις εκτιμήσεις όσον αφορά στην ομάδα αίματος του Ιησού (1986).

Σύμφωνα με την επίσημη ιστοσελίδα της Βασιλικής του Αγίου Διονυσίου της Αρζεντέιγ: «το 2004 πραγματοποιήθηκε χρονολόγηση με άνθρακα 14 η οποία αναφέρει ότι ο χιτώνας υφάνθηκε μεταξύ 530 και 640 και επομένως δεν επιβεβαιώνει τα αποτελέσματα προηγούμενων επιστημονικών εξετάσεων. Ωστόσο, φαίνεται ότι η εν λόγω τεχνική είναι αναξιόπιστη για παλαιά ευρήματα των οποίων οι καταστάσεις διατήρησης είναι ελάχιστα γνωστές στο πέρασμα των αιώνων. Αυτό συμβαίνει με τον χιτώνα της Αρζεντέιγ, ο οποίος ήταν θαμμένος για μεγάλο χρονικό διάστημα και πιθανότατα ήρθε σε επαφή με οργανικά υλικά σε αποσύνθεση κατά τη διάρκεια της ιστορίας του. Τα αποτελέσματα αυτά πρέπει επομένως να τεθούν υπό αμφισβήτηση».

Θυρεός του Βασιλείου της Γεωργίας που απεικονίζει τον Ιερό Χιτώνα, 1711

Ορθόδοξη παράδοση

Η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία διατήρησε επίσης μια παράδοση σχετικά με τα ρούχα του Ιησού, τα οποία διαμοιράστηκαν μεταξύ των στρατιωτών μετά τη Σταύρωση.

Σύμφωνα με την παράδοση της Γεωργιανής Ορθόδοξης Εκκλησίας, το χιτώνιο αποκτήθηκε από έναν Εβραίο Ραβίνο από τη Γεωργία με το όνομα Ελιόζ (Ηλίας) ο οποίος ήταν παρών στην Ιερουσαλήμ την εποχή της σταύρωσης και αγόρασε τη ρόμπα από έναν στρατιώτη. Το έφερε μαζί του όταν επέστρεψε στη γενέτειρά του Μτσχέτα, όπου διατηρείται μέχρι σήμερα σε μια κρύπτη στον Πατριαρχικό Καθεδρικό Ναό Σβετιτσχοβέλι. Η γιορτή προς τιμήν του «Χιτώνα του Κυρίου» εορτάζεται την 1η Οκτωβρίου.

Ένα τμήμα του ιματίου μεταφέρθηκε στη Γεωργία και τοποθετήθηκε στο θησαυροφυλάκιο του Καθεδρικού ναού Σβετιτσχοβέλι, όπου παρέμεινε μέχρι τον 17ο αιώνα. Τότε ο Πέρσης Σάχης Αββάς Α’, όταν εισέβαλε στη Γεωργία, πήρε το ένδυμα. Μετά από πιέσεις του Ρώσου πρέσβη και του τσάρου Μιχαήλ Α’, ο Σάχης έστειλε το 1625 το ιμάτιο ως δώρο στον Πατριάρχη Φιλάρετο (1619-1633) και τον τσάρο. Η αυθεντικότητα πιστοποιήθηκε από τον Αρχιεπίσκοπο Βόλογκντα Νεκτάριο, τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Θεοφάνη και από τον Πατριάρχη Ιωαννίκιο. Εκείνη την εποχή υπήρξαν αναφορές για θαύματα που οφείλονταν στο ιμάτιο.

Αργότερα, δύο κομμάτια του χιτώνα μεταφέρθηκαν στην Αγία Πετρούπολη….το ένα στον καθεδρικό ναό του Χειμερινού Παλατιού και το άλλο στον καθεδρικό ναό των Αγίων Πέτρου και Παύλου. Ένα κομμάτι διατηρήθηκε στον καθεδρικό ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου στη Μόσχα και μικρά κομμάτια στον καθεδρικό ναό της Σοφίας του Κιέβου, στη Μονή Υπατίου κοντά στον ποταμό Κόστρομα και σε άλλους παλαιούς ναούς.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας τιμά την Τοποθέτηση του Ιερού Χιτώνα του Κυρίου στη Μόσχα στις 10 Ιουλίου. Εκείνη την ημέρα ο χιτώνας βγαίνει πανηγυρικά από το παρεκκλήσι των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στον καθεδρικό ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου και τοποθετείται σε έδρανο για προσκύνημα από τους πιστούς και μετά τη Θεία Λειτουργία επιστρέφεται στην θέση του. Παραδοσιακά, εκείνη την ημέρα οι ψαλμωδίες προέρχονται από το λειτουργικό της Σταυροπροσκύνησης, αφού η ημέρα κατά την οποία τοποθετήθηκε το λείψανο ήταν Κυριακή του Σταυρού, κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής του 1625.

Πηγές – βιβλιογραφία

https://chilonas.com/2021/11/20/https-wp-me-p1op6y-fyf/

https://en.wikipedia.org/wiki/Seamless_robe_of_Jesus

https://en.wikisource.org/wiki/Catholic_Encyclopedia_(1913)/Holy_Coat

https://leipsanothiki.blogspot.com/2015/01/389.html

https://www.bistum-trier.de/bistum-bischof/geschichte-kunst-kultur/heiligerrock/

https://aleteia.org/2016/04/04/photos-the-exposition-of-the-holy-tunic-of-argenteuil/

https://saintetunique.com/lauthenticite-de-la-relique/

https://www.oca.org/saints/lives/2021/07/10/101993-the-placing-of-the-honorable-robe-of-the-lord-at-moscow

Άρραφος Χιτών Άρραφος Χιτών Reviewed by Αρχαία Ελληνικά on Τετάρτη, Δεκεμβρίου 01, 2021 Rating: 5

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.