Εικόνα arxaia-ellinika ©
Υπάρχει μια παραλλαγή του μύθου για τη γέννηση του τρομερού τέρατος Τυφώνα, που αναφέρει πως μητέρα του ήταν η Ήρα.
Η κόρη του Κρόνου θύμωσε όταν ο Δίας, έξω από τη συζυγική τους σχέση, γέννησε μόνος του, βγάζοντας από την κεφαλή του την Αθηνά. Γι’ αυτό η Ήρα ζήτησε τη βοήθεια της Γης και των άλλων θεών, ώστε να γεννήσει ένα παιδί πολύ πιο δυνατό από τον Δία, αλλά χωρίς να ντροπιάσει το όνομά της. Το θέλημα της θεάς πραγματοποιήθηκε και έτσι γέννησε τον τρομερό Τυφώνα, που ‘ταν πολύ δυνατός. Η βασιλοθεά έδωσε το παιδί της, σαν το γέννησε, σε μια δράκαινα να το αναθρέψει. Αυτή είχε τη φωλιά της κοντά σε μια πηγή στην περιοχή των Δελφών.
Σύμφωνα με τον ομηρικό ύμνο, ο Απόλλωνας σαν ήρθε στην περιοχή να ιδρύσει το ιερό του σκότωσε με τα βέλη του πρώτα τη δράκαινα και μετά το θρέμμα της, τον Τυφώνα, γιατί προξενούσαν πολλά κακά στην περιοχή.
Ας δούμε την γέννηση του Τυφώνα από την Ήρα, όπως την παραθέτει ο Ομηρικός Ύμνος:
[[ Και κοντά η βρύση η καλλίροη όπου τη δράκαινα σκότωσε ο βασιλιάς, του Δία γιος με το πανίσχυρό του τόξο, τέρας μεγάλο άγριο χοντροθρεμμένο, που πολλά δεινά έκανε στους ανθρώπους πάνω στη γη, πολλά σ’ αυτούς, πολλά και στα λυγεροπόδαρατα’ αρνιά, που ήταν για κείνους κακό ματοβαμμένο. Κάποτε που δέχτηκε από τη χρυσόθρονη Ήρα τον φοβερό κι επικίνδυνο Τυφώνα, τον μεγάλωσε σαν συμφορά για τους θνητούς, αυτόν που η Ήρα κάποτε τον γέννησε θυμωμένη με τον πατέρα Δία όταν ο Κρονίδης γέννησε την ένδοξη Αθηνά απ’ το κεφάλι του· εκείνη, η σεβαστή Ήρα , ευθύς οργίστη και είπε στη σύναξη των αθανάτων:
Ακούστε με, όλοι οι θεοί κι όλες οι θεές, πώς αρχινά να με ντροπιάζει ο συννεφομαζώχτης Δίας πρώτος, αφού σύζυγό του φρόνιμη μ’ έκανε· και τώρα, δίχως εμέ, τη γλαυκομάττα Αθηνά γεννάει, που ξεχωρίζει σε όλους τους μακάριους αθάνατους· σαν, όμως, γεννήθηκε ανάπηρος μες στους θεούς ο γιος μου ο Ήφαιστος ο σταβοπόδης, που μόνη μου τον γέννησα, αρπάζοντάς τον με τα χέρια, τον έριξα μες στην πλατιά τη θάλασσα· αυτόν, ωστόσο, η κόρη του Νηρέα, η ασημοπόδαρη Θέτις, τον δέχτηκε και τον φρόντισε μαζί με τις αδελφές της· και θα ευχόμουν άλλη χάρη να έκανε στους μακάριους θεούς. Τρομερέ δολοπλόκε, τι άλλο σοφίζεσαι; Πώς τόλμησες μονάχος να γεννήσεις τη γλαυκομάτα Αθηνά; Δε θα μπορούσα να τη γεννήσω εγώ; Μ’ όλο που με λένε δική σου κι είμαι ανάμεσα στους αθανάτους που κατοικούνε στον πλατύ ουρανό. Εξήγησέ μου τώρα, μήπως σοφιστώ ενάντιά σου κάτι κακό αργότερα· και εγώ θα μηχανευτώ πώς θα γεννηθεί ο δικός μου γιος ξεχωριστός μες στους αθανάτους, χωρίς να ντροπιάσω ούτε το ιερό κρεβάτι σου ή το δικό μου και δίχως να πλαγιάσω μαζί σου, αλλά από σένα όντας μακριά, θα ‘μαι με τους αθάνατους θεούς.
Έτσι είπε και θυμωμένη έφυγε μακριά από τους θεούς. Αμέσως μετά προσευχήθηκε η βοϊδομάτα Ήρα η σεβαστή, κι απλώνοντας τα χέρια άγγιξε τη γη και λόγια είπε: Ακουστέ με, η Γη και ο πλατύς Ουρανός από πάνω, οι Τιτάνες και οι θεοί που κατοικείτε κάτω από τη Γη στον μεγάλο Τάρταρο, απ’ όπου έρχονται άνθρωποι και θεοί· εσείς τώρα ακούστε με όλοι, και δώστε μου παιδί χωρίς το Δία, μα όχι κατώτερο σε δύναμη από εκείνον· να είναι ανώτερός του όσο και ο μεγαλομάτης Δίας απ’ τον Κρόνο.
Έτσι μίλησε και χτύπησε τη Γη με το γερό της χέρι· και σείστηκε η Γη η ζωοδότρα κι εκείνη το είδε και χάρηκε η ψυχή της, πιστεύοντας πως θα ευοδωθεί η ευχή της. Και από τότε κι ίσαμε να συμπληρωθεί ο χρόνος, ούτε σε θρόνο ολοσκάλιστο, όπως παλιά, κάθισε δίπλα του σκέψεις να κάνει συνετές· αλλά σε ναούς κατάμεστους παραμένοντας η βοϊδομάτα Ήρα η σεβαστή ευφραινόταν με τις θυσίες.
Και σαν τελείωσαν οι μήνες και οι μέρες και του έτους που κύλησε έφτασε πάλι η κατάλληλη εποχή , γέννησε εκείνη ούτε με τους θεούς όμοιον ούτε με τους θνητούς το φοβερό κι επικίνδυνο Τυφώνα, συμφορά των θνητών.
Τον πήρε αμέσως η βοϊδομάτα Ήρα η σεβαστή και τον έδωσε μετά, φέρνοντας κακό στο κακό· κι η δράκαινα τον δέχτηκε· αυτός πολλές συμφορές έφερε στα σπουδαία γένη των ανθρώπων. Όποιος την αντίκριζε, του έφερνε τη μέρα του θανάτου του ώσπου την τόξευσε ο μακροβόλος βασιλιάς Απόλλωνας με βέλος ισχυρό· κι εκείνη σπαράζοντας με φριχτούς πόνους έπεσε στη γη βαριαναστενάζοντας κουλουριασμένη.]] (Ομηρικοί Ύμνοι, Στον Απόλλωνα, 300- 359)
Ο Τυφώνας είχε πελώριο ανάστημα και απεριόριστη αντοχή. Υπήρξε ο δυνατότερος γιος της Γης. Ο Απολλόδωρος μας αναφέρει πως ήταν ψηλότερος κι από τα ψηλότερα βουνά, με το κεφάλι του να αγγίζει τ’ άστρα. Κι όταν άπλωνε τα χέρια του, το ‘να άγγιζε την Ανατολή και τα’ άλλο τη Δύση. Ολόκληρο το σώμα του καλυπτόταν με φτερά κι από τους μηρούς πρόβαλλαν πολυάριθμες οχιές, του τον κάλυπταν μέχρι το κεφάλι και που σφύριζαν απαίσια. Τόσο οι τρίχες της κεφαλής του, όσο και της γενειάδας ήσαν χοντρές σαν παλαμάρι καραβιού. Σ’ όλο του το σώμα υπήρχαν διάσπαρτες εκατό δρακοκεφαλές, οι οποίες από τα μάτια έβγαζαν φωτιές κι από το στόμα συριγμό που σου πάγωνε το αίμα.
Σαν οι θεοί ένωσαν την ξαφνική επίθεση του Τυφώνα, που ανέβαινε στου ουρανό εκσφενδονίζοντας πυρακτωμένα βράχια, κάνοντας μεγάλη βουή, μαζί με σφυρίγματα που σε ξεκούφεναν, μαζί μ’ ανεμοζάλη, σφόδρα ταράχτηκαν. Τρέμοντας από φόβο, έτρεξαν για να κρυφτούν προς της Αιγύπτου τα μέση. Κι ως ένιωσαν την καταδίωξη από το φοβερό τέρας, μεταμορφώθηκαν σε ζώα. Ο Απόλλωνας γίνηκε γεράκι- άλλοι λένε πως έγινε κοράκι- ο φτεροπόδαρος Ερμής μεταμορφώθηκε σε ίβιδα, ο πολεμόχαρος Άρης έγινε λεπιδωτό ψάρι, η σαϊτορίχτρα Άρτεμη πήρε τη μορφή γάτας, ο Διόνυσος γίνηκε τράγος, πολυκέρατο ελάφι ο Ηρακλής, βόδι μουγκανιστό ο στραβοπόδης Ήφαιστος, ο Πάνας καμπυλοκέρατος αιγόκερος, ενώ η Αφροδίτη ψάρι του Ευφράτη. Έτσι οι τρομαγμένοι θεοί από την ορμή και την φοβερή όψη του Τυφώνα, τράπηκαν σε φυγή, αφού άλλαξαν την όψη τους.
Ο βασιλιάς των θεών, ο Δίας, μαζί με την ατρόμητη κόρη του, την Αθηνά, μόνον δεν φοβήθηκαν, αλλά έμειναν στον Όλυμπο, αποφασισμένοι ν’ αντισταθούν. Έτσι σαν όρμησε ο Τυφώνας, ο Δίας τον χτύπησε με το αστροπελέκι του από μακριά και επετέθη ενάντια στο τέρας κραδαίνοντας το χαλύβδινο δρεπάνι, που η γη είχε δώσει στον Κρόνο για να θερίσει τα γεννητικά όργανα του Ουρανού. Μπροστά στην ορμή του Δία, οπισθοδρόμησε το τέρας κι ο άρχοντας του κόσμου το κυνήγησε μέχρι το ψηλότερο βουνό της Συρίας, το Κάσιο. Συνεχίζοντας την καταδίωξη ο Δίας, ανάγκασε τον Τυφώνα να καταφύγει στη Θράκη και να ταμπουρωθεί στον Αίμο, απ’ όπου εξακόντιζε προς το θεό ολάκερα βουνά. Μα ο βροντορίχτης τα κεραύνωνε, αυτά γύριζαν πίσω και καθώς κομματιαζόντουσαν, τα θραύσματα τραυμάτιζαν το τέρας. Έτσι καθώς μαχόταν σ’ αυτή την περιοχή ο Τυφώνας, την πότισε με το αίμα, που’ χανε, κι αυτή η οροσειρά ονομάστηκε Αίμος.
Μετά κατέφυγε στη Σικελία, οπότε ο Δίας του ’ριξε καταπάνω ολόκληρη την Αίτνα. Από την πολλή φωτιά των κεραυνών το βουνό έγινε ηφαίστειο, ενώ στην κορυφή του ο Δίας έβαλε φύλακα τον γιο του Ήφαιστο, που έστησε το αμόνι του ακριβώς πάνω στο σβέρκο του τέρατος και ‘κει δουλεύει το πυρακτωμένο σίδερο.
Αυτή την τιμωρία περιγράφει ο τραγικός μας ποιητής Αισχύλος στο έργο του “Προμηθέας Δεσμώτης”:
[[ Και πόνεσα το γιο της Γης θωρώντας που ζούσε στις σπηλιές της Κιλικίας, απαίσιο μ’ εκατό κεφάλια τέρας, τον άγριο πολεμόχαρο Τυφώνα, να πέφτει νικημένος απ’ τη βία. Γιατί θεών αντίμαχος σηκώθη, τρόμο φυσώντας απ’ τα φοβερά σαγόνια κι αστροποβόλαεν η ματιά του φλόγες φριχτές, καθώς φοβέριζε λυσσώντας πως θα γκρεμίσει με τη δύναμή του την τυραννία του Δία· όμως η ξάγρυπνη τον χτύπησε σαΐτα, ο φλογοπνόιστος ουρανοβάτης κεραυνός του Δία και του ‘κοψε του κομπασμού τη φόρα που τράβαγε ολοφούσκωτη στα ύψη.
Τι ολόισα στην καρδιά του χτυπημένος, έγινε στάχτη κι άδειασεν η ορμή του. Τώρα στου πέλαου το στενό παρέκει, άχρηστο και παράλυτο κουφάρι κείτεται, πλακωμένος απ’ την Αίτνα, κι ο Ήφαιστος απάνω στην κορφή της σφυροκοπάει το πυρωμένο ατσάλι. Εκείθε ποταμοί φωτιάς μια μέρα θα ξεπηδήσουν και με τ’ άγρια σαγόνια της πλούσιας θα σπαράξουν Σικελίας τους πλατιούς κάμπους· τέτοια θα ξεβράσει λύσσα ο Τυφώνας, μιας φλογόπνοης μπόρας τους καυτερούς κι αζύγωτους στροβίλους,
κι ας έχει γίνει κάρβουνο απ’ του Δία τον κεραυνό.]] (Αισχύλος, “Προμηθέας Δεσμώτης”, 361- 384)
Πηγή: https://www.facebook.com/photo?fbid=1122815795129347&set=gm.2958288671088135
Δεν υπάρχουν σχόλια: