Μαντείο των Δελφών

Το Μαντείο των Δελφών ήταν το γνωστότερο μαντείο της αρχαίας Ελλάδας και του τότε γνωστού κόσμου. Θεωρείται ότι κτίστηκε στον ομφαλό της Γης, διότι σύμφωνα με την παράδοση ο Δίας, θέλοντας να βρει το κέντρο του κόσμου, άφησε να πετάξουν δύο αετοί, ο πρώτος με κατεύθυνση ανατολικά και ο δεύτερος δυτικά. Οι δυο αετοί συναντήθηκαν πάνω από τους Δελφούς που θεωρήθηκαν το κέντρο του κόσμου.

Ο Ομφαλός στο μουσείο των Δελφών Юкатан, CC BY-SA 3.0 via Wikimedia Commons Ίδρυση


Το μαντείο πιθανόν υπήρχε από το 1400 π.Χ., περί τα μέσα της Μυκηναϊκής περιόδου (1600 – 1100 π.Χ.) όπου τιμούσαν τη θεά Γαία. Οι ανασκαφές στο ιερό της Αθηνάς Προναίας αποκάλυψαν Μυκηναϊκά ειδώλια τα οποία κατά καιρούς συσχετίστηκαν με την εν λόγω λατρεία. Η ίδρυση του μαντείου συνδυάστηκε με την ύπαρξη χάσματος, από το οποίο έβγαιναν αέρια, τα οποία εισπνεόμενα, έφεραν τους ανθρώπους σε κατάσταση έκστασης. Σύμφωνα με τον Διόδωρο Σικελιώτη, αυτή την ιδιότητα ανακάλυψε ένα κατσίκι, το οποίο όταν πλησίασε το χάσμα άρχισε να συμπεριφέρεται περίεργα. Ο βοσκός, παρατηρώντας το, πλησίασε κι αυτός και στη συνέχεια άρχισε να προφέρει ακατάληπτα λόγια. Σύμφωνα με νεότερη έρευνα αμφισβητείται η ύπαρξη χάσματος ενώ υποστηρίζεται ότι η συμπεριφορά της κατσίκας και όλη η μαντική διαδικασία της Πυθίας βασιζόταν στις φαρμακολογικές ιδιότητες των φύλλων ροδοδάφνης (Nerium oleander). Σύμφωνα με τη μυθολογία, φύλακας της Κασταλίας πηγής, που επίσης συνδεόταν με τη χρησμοδοτική ικανότητα του μαντείου, ήταν ο δράκοντας Πύθων, τον οποίο σκότωσε ο Απόλλων με τα βέλη του, γεγονός που σήμανε κατάργηση των προηγούμενων λατρειών και κυριαρχία της λατρείας του Απόλλωνα. Η μεταστροφή αυτή τοποθετείται στην Πρώιμη Γεωμετρική περίοδο, ενώ στην Ιλιάδα το μαντείο αναφέρεται ως πλούσιος και ιερός χώρος.

Άποψη των Δελφών με την πομπή των θυσιών από τον Claude Lorrain Claude Lorrain, Public domain, via Wikimedia Commons


Ο Τζορτζ Λέναρντ Χάξλεϋ παρατηρεί: «Αν περιέχεται κάποιο ιστορικό μήνυμα στον ύμνο του (Δελφικού) Απόλλωνα, αυτό είναι ότι κάποτε υπήρχαν Κρήτες ιερείς στους Δελφούς». Ο Ρόμπιν Λέιν Φοξ σημειώνει ότι στους Δελφούς βρέθηκαν Κρητικά χάλκινα αντικείμενα του 8ου αι. π.Χ. καθώς και Κρητικά γλυπτά αφιερώματα περί το 620 – 600 π.Χ.: «Τα αφιερώματα στον χώρο δεν αποδεικνύουν την ταυτότητα της ιερότητας, αλλά τουλάχιστον έχουμε ένα κείμενο που μπορούμε να συσχετίσουμε με τα αρχαιολογικά ευρήματα». Πρώιμος επισκέπτης των κοιλάδων του Παρνασσού, στα τέλη του 8ου αιώνα, ήταν ο Ησίοδος, στον οποίο έδειξαν τον ομφαλό.

Λατρεία

Σε πρώιμο θρησκευτικό στάδιο στην περιοχή πρέπει να υπήρχε λιθολατρία, η οποία επιβίωσε στα μετέπειτα χρόνια, αφήνοντας τον ομφαλό, που θεωρήθηκε σύμβολο του μαντείου, την πέτρα της Σίβυλλας και την πέτρα του Κρόνου. Ο ομφαλός ήταν τοποθετημένος στο άδυτο του ναού, πάνω από τον τάφο του Πύθωνα. Η επιφάνειά του καλυπτόταν από το άγρηνον, δηλαδή το δίχτυ από μάλλινες ταινίες.

Στη συνέχεια διακρίνεται μια φιδολατρία με δράκοντα ο οποίος ονομαζόταν Πύθων ή Δελφύνη να είναι φύλακας των υδάτων και των κτιρίων και θεός των παλαιών κατοίκων της περιοχής, ενώ κατοικούσε στο Κωρύκειο άντρο (κώρυκος = δερμάτινος σάκος). Έχουν βρεθεί ίχνη εγκατάστασης από τα νεολιθικά χρόνια, όπου πρέπει να λειτούργησε και το πρώτο μαντείο. Ο Πύθωνας θα συγκρουστεί με τους θεούς των νέων κατοίκων, θα παραχωρήσει τη θέση του στον ναό, όμως δεν θα χαθεί, αφού το όνομά του θα γίνει προσωνύμιο του νέου θεού (Πύθιος Απόλλωνας). Η σύγκρουση του Πύθωνα με τον Απόλλωνα ή των παλαιών με τους νέους κατοίκους πρέπει να έγινε στη Λυκώρεια. Εξάλλου, οι Φωκείς, κάτοικοι της Λυκώρειας, κατέλαβαν την Πυθώ. Η σπηλιά θεωρείται ως το πέρασμα στον άλλο κόσμο και οι νύμφες που έμπαιναν καταλαμβάνονταν από Διονυσιακή μανία και προφήτευαν. Όταν τον 6ο αι. π.Χ. το Κωρύκειο χάσει τη μαντική του σημασία, θα γίνει τόπος λατρείας του Πάνα και των νυμφών, όπως φαίνεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα.

Ο Απόλλωνας σκοτώνει τον Πύθωνα. Robert Willemsz de Baudous χαλκογραφία. Νέα Υόρκη, Μητροπολιτικό Μουσείο, 2012.136.479


Σύμφωνα με τη μυθολογία ο πρώτος θεός που φέρεται ως ιδιοκτήτης του μαντείου ήταν η Γαία. Κατά τον Παυσανία η Γαία είχε αναθέσει στη Δαφνίδα, μια νύμφη του βουνού, να δίνει τους χρησμούς:

«φασὶ γὰρ δὴ τὰ ἀρχαιότατα Γῆς εἶναι τὸ χρηστήριον, καὶ Δαφνίδα ἐπ’ αὐτῷ τετάχθαι πρόμαντιν ὑπὸ τῆς Γῆς». (Φωκικά Χ, 5, 5-7)

Ο Παυσανίας αναφέρει επίσης και μια άλλη παράδοση από το έπος του Μουσαίου «Ευμόλπια» σύμφωνα με την οποία το μαντείο το είχαν από κοινού η Γαία με τον Ποσειδώνα. «Ποσειδῶνος ἐν κοινῷ καὶ Γῆς εἶναι τὸ μαντεῖον». Η Γαία χρησμοδοτούσε η ίδια, ενώ ο Ποσειδώνας είχε ως χρησμοδότη τον Πύρκωνα «καὶ τὴν μὲν χρᾶν αὐτήν, Ποσειδῶνι δὲ ὑπηρέτην ἐς τὰ μαντεύματα εἶναι Πύρκωνα». Τη Γαία ως πρώτη κτήτορα του μαντείου και τον Ποσειδώνα αναφέρει και ο Αισχύλος στις Ευμενίδες.

Από την άλλη το μαντείο ήταν της Θέμιδας και ο Πύθωνας φέρεται ως ένα τέρας που το φύλαγε και ταυτόχρονα προκαλούσε διάφορες καταστροφές στην περιοχή· θόλωνε τα νερά στις πηγές και τα ρυάκια, άρπαζε τα κοπάδια και τους χωρικούς, κατέστρεφε τις σοδειές στην εύφορη πεδιάδα της Κρίσας και τρόμαζε τις Νύμφες. Αφού σκότωσε τον Πύθωνα ο Απόλλωνας, πήρε το μαντείο από τη Θέμιδα και αφιέρωσε στο ιερό ένα τρίποδα. Ο τρίποδας στο εξής θα αποτελούσε ένα από τα σύμβολα του θεού και επάνω σ’ αυτόν θα καθόταν η Πυθία, για να δίνει τους χρησμούς της.

Σύμφωνα με άλλη παραλλαγή η Θέμιδα είχε παραχωρήσει το μαντείο στην αδελφή της την Τιτανίδα Φοίβη (λαμπερή), κι εκείνη το έκανε δώρο στον Απόλλωνα για τα γενέθλιά του. Έτσι απέκτησε το προσωνύμιο Φοίβος.

Το μαντείο όμως συνδέεται και με τη λατρεία του θεού Διόνυσου, πριν έρθει ο Απόλλωνας ή μετά. Επικρατέστερη άποψη είναι ότι ο Διόνυσος βρισκόταν στους Δελφούς πριν έρθει ο Απόλλωνας, αφού σύμφωνα με νεότερες μελέτες και με πινακίδες της Γραμμικής Β’ που βρέθηκαν στην Πύλο και αναφέρουν το όνομά του, ο Διόνυσος θεωρείται παλαιότερος του Απόλλωνα. Για τον Διόνυσο διαβάζουμε και πάλι στις Ευμενίδες του Αισχύλου.

Ως θεός της βλάστησης ο Διόνυσος γεννιέται και πεθαίνει κάθε χρόνο. Η λατρεία του στηρίζεται στις αλλαγές των εποχών οι οποίες συνδέονται και με τη ζωή του ανθρώπου: άνοιξη – γέννηση, καλοκαίρι – γονιμοποίηση, φθινόπωρο – φθορά, χειμώνας – θάνατος. Η μαντική ικανότητα του Διόνυσου εκφραζόταν από εκστασιαζόμενες γυναίκες, που με το στόμα τους μιλούσε ο θεός (μανία). Με την εμφάνιση του Απόλλωνα στο μαντείο, οι δύο θεοί συμβιβάζονται, περιορίζεται η μαζική μανία των Διονυσιακών οργίων σε μια ομάδα, τον θίασο, που αποτελούνταν από τις Θυιάδες και απαγόρευε τη συμμετοχή σε άλλους. Το τραγούδι του Διόνυσου, ο διθύραμβος, αντηχεί στου Δελφούς τους χειμωνιάτικους μήνες, όταν ο Απόλλωνας βρίσκεται στους Υπερβόρειους.

Η Θέμις χρησμοδοτεί στο μαντείο των Δελφών. Ο Αιγέας στέκεται μπροστά στη Θέμιδα που χρησμοδοτεί καθισμένη σε τρίποδα μέσα στο ναό. Στα χέρια της κρατάει κλαδί δάφνης και φιάλη. Με τον τρόπο αυτό χρησμοδοτούσε και η Πυθία, καθισμένη σε τρίποδα, μασώντας φύλλα δάφνης και πίνοντας το νερό της Κασσωτίδας πηγής. Εσωτερικό ερυθρόμορφου κύλικα του Ζωγράφου του Κόδρου, περίπου 440-430 π.Χ. Βερολίνο, Antikensammlung F2538


Ο Παυσανίας αναφέρει ότι από ένα ύμνο που είχε συνθέσει μια ντόπια, η Βοιώ, ιδρυτές του ναού ήταν οι Υπερβόρειοι. Είχαν έρθει μαζί με άλλους ο Παγασός, ο Αγυιεύς και ο Ωλήνας, ο οποίος ήταν και ο πρώτος μάντης:

Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε κι έναν διεκδικητή του μαντείου, που δεν είναι άλλος από τον Ηρακλή. Ο Ηρακλής ήρθε να ζητήσει χρησμό από το μαντείο, επειδή όμως δεν του έδιναν με την αιτιολογία ότι δεν είχε εξαγνιστεί από τον φόνο του Ίφιτου, άρπαξε τον δελφικό τρίποδα κι ήταν έτοιμος να χτίσει δικό του μαντείο. Ο Απόλλωνας βγήκε να τον αντιμετωπίσει, συνεπλάκησαν και τότε μεσολάβησε ο Δίας, ο οποίος αφού τους χώρισε μ’ ένα κεραυνό, έπεισε τον Ηρακλή να επιστρέψει τον τρίποδα και τον Απόλλωνα να δώσει χρησμό.

Γενικότερα στη γύρω περιοχή λατρευόταν παλαιότερα ως θεά της μαντικής και η Αθηνά (Ευμενίδες του Αισχύλου). Η χρησμοδότηση γινόταν ρίχνοντας πετραδάκια, τις θρίες. Η ιδιότητα αυτή της Αθηνάς ατόνισε με την εμφάνιση του Απόλλωνα. Εξάλλου, η Αθηνά διατήρησε κατά κάποιο τρόπο τη θέση της στην περιοχή με το ιερό της Προναίας. Η ονομασία του ιερού ή δείχνει τη θέση του, αφού βρίσκεται πριν από τον μεγάλο ναό (για τον επισκέπτη που θα ερχόταν από τη μεριά της Αράχοβας) ή δηλώνει τη σχέση της θεάς με την Πρόνοια (φροντίδα). Ο Παυσανίας ονομάζει τον ναό ως Προνοίας: «ὁ τέταρτος δὲ Ἀθηνᾶς καλεῖται Προνοίας».

Γενικά το μαντείο αποδίδεται στη Γαία, στον Ποσειδώνα, στον Πύθωνα, που είναι γιος της, στη Θέμιδα και στην αδελφή της τη Φοίβη, που κι αυτές είναι κόρες της Γης, στον Διόνυσο, στους Υπερβόρειους, στην Αθηνά και τέλος στον Απόλλωνα. Όλοι οι θεοί πριν τον Απόλλωνα αποτελούν θεούς της μητριαρχίας. Ο Απόλλωνας (και η Αθηνά) εκφράζει τη μετάβαση από τη μητριαρχία στην πατριαρχία και στα νέα Ελληνικά φύλλα, τους Δωριείς. Στις Ευμενίδες, εξάλλου, του Αισχύλου ο Ορέστης με χρησμό του Απόλλωνα σκοτώνει τη μάνα του και με την ψήφο της Αθηνάς απαλλάσσεται των κατηγοριών του.

Διαμάχη του Απόλλωνα και του Ηρακλή για τον δελφικό τρίποδα. Ο Ηρακλής προσπαθεί να αρπάξει τον τρίποδα, ενώ ο Απόλλωνας με τη βοήθεια της Άρτεμης προσπαθεί να τον κρατήσει. Ο Δίας στη μέση παρεμβαίνει, για να τους χωρίσει. Περίπου 525 π.Χ. Δελφοί, Θησαυρός των Σιφνίων


Λειτουργία

Με την έναρξη λειτουργίας του ιερού του Απόλλωνα στους Δελφούς εξαπλώθηκε η φήμη πως ο θεός κατοικούσε στο ιερό του φυτό, τη δάφνη και μέσα από το θρόισμα των φύλλων του προφήτευε δίνοντας χρησμούς για τα μελλούμενα. Σύμφωνα με την παράδοση και τη μυθολογία, τη μαντική τέχνη φαίνεται πως δίδαξαν στον θεό Απόλλωνα οι Θρίες, τρεις φτερωτές νύμφες και κόρες του Δία, όταν ο θεός έτυχε να βόσκει τα βόδια του στον Παρνασσό. Είναι πιθανόν οι Θρίες να διατηρούσαν κληρομαντείο στην περιοχή του Παρνασσού, που δεν αποκλείεται να αποτέλεσε μια πρώτη μορφή του Μαντείου των Δελφών. Σε αυτό τον τύπο μαντείου χρησιμοποιούνταν η κλήρωση στη διαδικασία της χρησμοδοσίας. Οι κλήροι ρίχνονταν σε δοχείο, από όπου επιλέγονταν ένας ή περισσότεροι και τα συμπεράσματα προέκυπταν από το σχήμα και το χρώμα τους, το οποίο είχε ιδιαίτερη σημασία.

Στους Δελφούς φαίνεται πως λειτούργησαν τριών ειδών μαντεία: Το Χθόνιο, που χρησμοδοτούσε μέσω της εγκοίμησης, το Κληρομαντείο και τέλος το Απολλώνιο μέσω της δάφνης. Ωστόσο, από τότε που η λατρεία του Απόλλωνα συνδυάστηκε με αυτή του Διονύσου, ο οποίος λατρευόταν από τους οπαδούς του που τελούσαν σε κατάσταση έκστασης, παραφοράς και ιερής μανίας, υιοθετήθηκε ένας νέος τύπος χρησμοδότησης. Ο Απόλλων προφήτευε μέσω της Πυθίας, που λειτουργούσε ως ενδιάμεσος και φερέφωνο του θεού. Με το μάσημα φύλλων δάφνης και με την επίδραση ατμών και άλλων αναθυμιάσεων που έρχονταν από το άνοιγμα στα άδυτα του Μαντείου, έδινε τους θεϊκούς χρησμούς σε κατάσταση εκστατικής και ιερής μέθης. Η Πυθία καθόταν σε έναν ψηλό, επίχρυσο τρίποδα, επάνω από το χάσμα του ναού.

Αρχικά, η Πυθία χρησμοδοτούσε μία φορά τον χρόνο, στα γενέθλια του Απόλλωνα, στις 7 του Βύσιου μήνα. Αργότερα, χρησμοδοτούσε στις 7 κάθε μήνα, εκτός από τους χειμερινούς μήνες που ο Απόλλωνας έλειπε στους Υπερβόρειους ή στην κοιλάδα των Τεμπών. Στο απόγειο της δημοτικότητάς του μαντείου δραστηριοποιούνταν μέχρι και τρεις Πυθίες και η τελευταία προφητεία δόθηκε περί το 393 μ.Χ., όταν ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Θεοδόσιος διέταξε το κλείσιμο όλων των ειδωλολατρικών ιερών.

Η Πυθία ελαιογραφία σε καμβά του Κάμιλο Μιόλα μουσείο Γκετύ Getty Center, Public domain, via Wikimedia Commons


Ιερείς και ιέρειες

Το πρόβλημα που αντιμετώπισε ο Απόλλωνας, όταν έγινε κύριος του μαντείου, ήταν η έλλειψη ιερέων. Σύμφωνα με τον Ομηρικό Ύμνο καθώς αγνάντευε από τις κορφές του Παρνασσού, είδε ένα καράβι που έπλεε στο Κρητικό πέλαγος. Τρέχει στο καράβι, μεταμορφώνεται σε δελφίνι και βρίσκεται ξαπλωμένος στο κατάστρωμα. Οι ναυτικοί τρομάζουν κι αφήνουν το καράβι να αρμενίζει μόνο του οπότε ο θεός τους οδηγεί μέχρι το λιμάνι της Κίρρας (επίνειο Δελφών). Εκεί αποκαλύπτεται, τους δηλώνει πως θα γίνουν οι ιερείς του, τους αναθέτει να χτίσουν βωμό στην ακρογιαλιά για να προσφέρουν την πρώτη θυσία, κι επειδή παρουσιάστηκε στο πλοίο σαν δελφίνι, ονομάζεται Δελφίνιος. Στη συνέχεια τους οδηγεί στο μαντείο όπου μπροστά προχωρούσε ο Απόλλωνας παίζοντας την κιθάρα του κι ακολουθούσαν οι Κρήτες, κτυπώντας τα πόδια και τραγουδώντας παιάνες. Όταν έφτασαν στο μαντείο, ο θεός άκουσε τις διαμαρτυρίες των Κρητών, που άφησαν την πολυάνθρωπη Κρήτη κι ήρθαν στην ερημιά, με την υπόσχεση πως ο τόπος θα γεμίσει από ανθρώπους που θα του προσφέρουν θυσίες.

Από τον Παυσανία μαθαίνουμε ότι η πρώτη μάντισσα του ναού λεγόταν Φημονόη

«μεγίστη δὲ καὶ παρὰ πλείστων ἐς Φημονόην δόξα ἐστίν, ὡς πρόμαντις γένοιτο ἡ Φημονόη τοῦ θεοῦ πρώτη καὶ πρώτη τὸ ἑξάμετρον ᾖσεν». (Παυσανίας «Φωκικά» 5.7)

Συνεχίζοντας την αφήγησή του ο Παυσανίας αναφέρει πως η Βοιώ, μια ντόπια που έγραψε ένα ύμνο στον Απόλλωνα, θεωρεί ως πρώτο μάντη τον Ωλήνα, που τον έφερε ο Απόλλωνας από τους Υπερβόρειους:

«Βοιὼ δὲ ἐπιχωρία γυνὴ ποιήσασα ὕμνον Δελφοῖς ἔφη κατασκευάσασθαι τὸ μαντεῖον τῷ θεῷ τοὺς ἀφικομένους ἐξ Ὑπερβορέων τούς τε ἄλλους καὶ Ὠλῆνα: τοῦτον δὲ καὶ μαντεύσασθαι πρῶτον καὶ ᾄσαι πρῶτον τὸ ἑξάμετρον». (Παυσανίας «Φωκικά» 5.8)

Η Σίβυλλα των Δελφών. Michelangelo, Buonarroti, 1509, τοιχογραφία. Ρώμη, Βατικανό, Cappella Sistina Michelangelo, Public domain, via Wikimedia Commons


Σίβυλλα ήταν το όνομα της ιέρειας που έκανε γνωστούς τους χρησμούς του Απόλλωνα. Η πρώτη Σίβυλλα (ονομαστικά) ήταν κόρη του Τρωαδίτη Δάρδανου και της Νησούς. Σύμφωνα με άλλη παράδοση ήταν κόρη του Δία και της Λάμιας (κόρης του Ποσειδώνα) και η το όνομα προήλθε από τον δωρικό τύπο του ουσιαστικού «θεός» (σιός) και τον αιολικό τύπο του ουσιαστικού «βουλή» = θέληση (βόλλα). Σήμαινε επομένως εκείνη που αποκαλύπτει τη θέληση του Θεού. Έκτοτε η ονομασία Σίβυλλα δόθηκε σε όλες τις μάντισσες.

Δεύτερη Σίβυλλα ήταν η Ηροφίλη η οποία αναφέρεται και στους Δελφούς. Κουβαλούσε μαζί της μια πέτρα, στην οποία ανέβαινε και προφήτευε. Την πέτρα την έδειχναν στους Δελφούς, όταν πέρασε ο Παυσανίας ο οποίος έγραψε:

«πέτρα δέ ἐστιν ἀνίσχουσα ὑπὲρ τῆς γῆς: ἐπὶ ταύτῃ Δελφοὶ στᾶσάν φασιν ᾆσαι τοὺς χρησμοὺς ὄνομα Ἡροφίλην». (Παυσανίας «Φωκικά» 12.1).

Να σημειωθεί ότι Σίβυλλες (γυναίκες μάντισσες) υπήρξαν αρκετές, όπως η Σίβυλλα των Ερυθρών στη Λυδία, η Σίβυλλα της Κύμης στην Καμπανία, η Εβραία Σίβυλλα Σάββη, η Σίβυλλα Φυτώ στη Σάμο.

Η Ηροφίλη που διαδέχτηκε τη Σίβυλλα, ονομάστηκε Πυθία, πρώτα από τον Ηρόδοτο. Αρχικά, οι γυναίκες που αναλάμβαναν το ρόλο της ιέρειας ήταν νέες, όμορφες και παρθένες. Ωστόσο, μετά την απαγωγή και τη διαφθορά μιας νεαρής Πυθίας από τον Εχεκράτη τον Θεσσαλό που την ερωτεύτηκε, ο θεσμός άλλαξε. Επέλεγαν πλέον γυναίκα μεγαλύτερης ηλικίας, άνω των πενήντα ετών την οποία έντυναν ως παρθένο.

Ιέρεια των Δελφών (1891) του John Collier, που δείχνει την Πυθία να κάθεται σε τρίποδο με ατμούς να αναδύονται από μια ρωγμή στη γη από κάτω της John Collier, Public domain, via Wikimedia Commons


Τελετουργικό

Οι επισκέπτες που ζητούσαν χρησμό από την Πυθία ονομάζονταν θεοπρόποι και σύμφωνα με το τελετουργικό έπρεπε να καθαριστούν αρχικά με νερό από την Κασταλία πηγή, πληρώνοντας ένα αντίτιμο, το λεγόμενο πελανόν, που δεν ήταν ίδιο για όλους, ενώ έπρεπε να προσφέρουν και θυσία στο ναό του Απόλλωνα, ένα κατσίκι. Το ζώο έπρεπε να μην είχε κάποιο ελάττωμα, ενώ απαραίτητος οιωνός για να μπορέσει η Πυθία να δώσει χρησμό, το ζώο έπρεπε να τρέμει και προς τούτο το κατάβρεχαν με κρύο νερό. Σύμφωνα με νεότερη έρευνα η συμπεριφορά της κατσίκας εξηγείται από τις ιδιότητες των φύλλων ροδοδάφνης (Nerium oleander) εκχύλισμα των οποίων δινόταν δοκιμαστικά στην κατσίκα πριν το πιει η Πυθία. Ανάμεσα στους θεοπρόπους υπήρχε ιεράρχηση, σχετικά με την προτεραιότητα στη χρησμοδοσία. Οι πρώτοι που δικαιούνταν να λάβουν χρησμό ήταν οι κάτοικοι των Δελφών. Ακολουθούσαν όσοι είχαν τιμηθεί από του Δελφούς με το προνόμιο της προμαντείας και κατόπιν οι υπόλοιποι.

Παρόμοια τελετουργία κάθαρσης ακολουθούσε και η Πυθία. Ύστερα από κάποια τυπική διαδικασία, κατέβαινε στο λεγόμενο άδυτο, κάτω από τον σηκό του ναού του Απόλλωνα, όπου άκουγε την ερώτηση από τους ιερείς που βρίσκονταν σε έναν διπλανό μικρό χώρο που ονομαζόταν οίκος. Στη συνέχεια έπεφτε σε έκσταση ενώ οι ιερείς κατέγραφαν και ερμήνευαν τα λόγια που πρόφερε. Την επιμέλεια του Μαντείου είχαν πέντε άνδρες, κάθε ένας από τους οποίους ανήκε σε μια από τις πέντε μεγάλες οικογένειες των Δελφών που ονομάζονταν Δευκαλιωνίδες. Αυτοί καλούνταν όσιοι, ενώ ο επικεφαλής προφήτης.

Εκτός όμως από την εκστατική χρησμοδότηση, υπήρχε και μια παλαιότερη, απλούστερη και φυσικά φτηνότερη, η κληρομαντία. Η ερώτηση που κατέθετε ο θεοπρόπος έπρεπε να είναι με δύο επιλογές: θα γίνει αυτό ή εκείνο, να κάνω τούτο ή το άλλο. Η τελετή γινόταν δημόσια στον ναό, με την Πυθία να τραβά από ένα λέβητα έναν από τους δύο κλήρους (κουκιά).

Όταν οι χρησμοί δεν ικανοποιούσαν τους θεοπρόπους, μπορούσαν να ζητήσουν και πάλι χρησμό. Έτσι έκαναν οι Αθηναίοι στον καιρό των Περσικών πολέμων. Διαβάζουμε στον Ηρόδοτο (7, 140-141):

[7,140] πέμψαντες γὰρ οἱ Ἀθηναῖοι ἐς Δελφοὺς θεοπρόπους χρηστηριάζεσθαι ἦσαν ἕτοιμοι· καί σφι ποιήσασι περὶ τὸ ἱρὸν τὰ νομιζόμενα, ὡς ἐς τὸ μέγαρον ἐσελθόντες ἵζοντο, χρᾷ ἡ Πυθίη, τῇ οὔνομα ἦν Ἀριστονίκη, τάδε.

[7,140] Οι Αθηναίοι έστειλαν απεσταλμένους στους Δελφούς για να ζητήσουν χρησμό. Μόλις έγιναν τα συνηθισμένα τελετουργικά και οι Αθηναίοι μπήκαν στο ναό και κάθισαν στις θέσεις τους, η Πυθία Αριστονίκη έδωσε την ακόλουθη προφητεία:

(2) ὦ μέλεοι, τί κάθησθε; λιπὼν φεῦγ᾽ ἔσχατα γαίης δώματα καὶ πόλιος τροχοειδέος ἄκρα κάρηνα. οὔτε γὰρ ἡ κεφαλὴ μένει ἔμπεδον οὔτε τὸ σῶμα, οὔτε πόδες νέατοι οὔτ᾽ ὦν χέρες, οὔτε τι μέσσης λείπεται, ἀλλ᾽ ἄζηλα πέλει· κατὰ γάρ μιν ἐρείπει πῦρ τε καὶ ὀξὺς Ἄρης, Συριηγενὲς ἅρμα διώκων.

(2) Γιατί κάθεστε καταδικασμένοι; Τρέξτε στην άκρη του κόσμου, αφήνοντας τα σπίτια και τους λόφους που περικλείουν την πόλη σας σαν τροχός. Το κεφάλι δε θα μείνει στη θέση του ούτε το κορμί ούτε τα πόδια ούτε τα χέρια ούτε τα ενδιάμεσα μέλη· αλλά όλα καταστρέφονται, γιατί θα σας ισοπεδώσει η φωτιά και ο ορμητικός Άρης καλπάζοντας μ’ ένα Συριακό άρμα.

(3) πολλὰ δὲ κἆλλ᾽ ἀπολεῖ πυργώματα κοὐ τὸ σὸν οἶον, πολλοὺς δ᾽ ἀθανάτων νηοὺς μαλερῷ πυρὶ δώσει, οἵ που νῦν ἱδρῶτι ῥεούμενοι ἑστήκασι, δείματι παλλόμενοι, κατὰ δ᾽ ἀκροτάτοις ὀρόφοισι αἷμα μέλαν κέχυται, προϊδὸν κακότητος ἀνάγκας. ἀλλ᾽ ἴτον ἐξ ἀδύτοιο, κακοῖς δ᾽ ἐπικίδνατε θυμόν.

(3) Πολλούς πύργους θα καταστρέψει, όχι μόνο τους δικούς σας, και θα παραδώσει στην ανελέητη φωτιά πολλούς ναούς των θεών, οι οποίοι τώρα λούζονται στον ιδρώτα, τρέμουν από φόβο, ενώ πάνω στις σκεπές κυλάει μαύρο αίμα προμηνύοντας αναπόφευκτες συμφορές. Σηκωθείτε, φύγετε από το ιερό και παραδώστε τις καρδιές σας στη θλίψη.

[7,141] ταῦτα ἀκούσαντες οἱ τῶν Ἀθηναίων θεοπρόποι συμφορῇ τῇ μεγίστῃ ἐχρέωντο. προβάλλουσι δὲ σφέας αὐτοὺς ὑπὸ τοῦ κακοῦ τοῦ κεχρησμένου, Τίμων ὁ Ἀνδροβούλου, τῶν Δελφῶν ἀνὴρ δόκιμος ὅμοια τῷ μάλιστα, συνεβούλευέ σφι ἱκετηρίην λαβοῦσι δεύτερα αὖτις ἐλθόντας χρᾶσθαι τῷ χρηστηρίῳ ὡς ἱκέτας.

[7, 141] Οι Αθηναίοι απεσταλμένοι ταράχτηκαν απ’ αυτήν την απάντηση κι ήταν έτοιμοι να βυθιστούν στην απελπισία για τη φρικτή μοίρα που τους περίμενε, όταν ο Τίμωνας, γιος του Ανδρόβουλου κι ένας από τους πιο διακεκριμένους άνδρες των Δελφών, τους πρότεινε να πάρουν κλαδιά ελιάς και να πλησιάσουν ξανά το μαντείο ως ικέτες.

(2) πειθομένοισι δὲ ταῦτα τοῖσι Ἀθηναίοισι καὶ λέγουσι “ὦναξ, χρῆσον ἡμῖν ἄμεινόν τι περὶ τῆς πατρίδος, αἰδεσθεὶς τὰς ἱκετηρίας τάσδε τάς τοι ἥκομεν φέροντες, ἢ οὔ τοι ἄπιμεν ἐκ τοῦ ἀδύτου, ἀλλ᾽ αὐτοῦ τῇδε μενέομεν ἔστ᾽ ἂν καὶ τελευτήσωμεν”, ταῦτα δὲ λέγουσι ἡ πρόμαντις χρᾷ δεύτερα τάδε.

(2) Οι Αθηναίοι ακολούθησαν τη συμβουλή του λέγοντας: «Άρχοντα Απόλλωνα, για χάρη έστω των κλαδιών ελιάς που σου φέραμε, δώσε μια καλύτερη προφητεία για την πατρίδα μας. Διαφορετικά, δε θα φύγουμε από τον ιερό χώρο, ώσπου να πεθάνουμε». Τότε η προφήτισσα τους έδωσε ένα δεύτερο χρησμό που έλεγε τα εξής:

(3) οὐ δύναται Παλλὰς Δί᾽ Ὀλύμπιον ἐξιλάσασθαι λισσομένη πολλοῖσι λόγοις καὶ μήτιδι πυκνῇ. σοὶ δὲ τόδ᾽ αὖτις ἔπος ἐρέω ἀδάμαντι πελάσσας. τῶν ἄλλων γὰρ ἁλισκομένων ὅσα Κέκροπος οὖρος ἐντὸς ἔχει κευθμών τε Κιθαιρῶνος ζαθέοιο, τεῖχος Τριτογενεῖ ξύλινον διδοῖ εὐρύοπα Ζεύς μοῦνον ἀπόρθητον τελέθειν, τὸ σὲ τέκνα τ᾽ ὀνήσει.

(3) «Η Παλλάδα δεν μπορεί να εξιλεώσει τον Ολύμπιο Δία, μολονότι τον ικετεύει με πολλά παρακάλια κι όλη της την πειθώ· ωστόσο θα σας πω ένα λόγο ακόμα, οριστικό κι αμετακίνητο: Μολονότι όλα τα άλλα θα πέσουν όσα βρίσκονται μέσα στα όρια του Κέκροπα και το κάστρο του ιερού όρους του Κιθαιρώνα, ο Δίας, που τα βλέπει όλα, θα χαρίσει στην Αθηνά ξύλινο τείχος, ώστε αυτό να μείνει απόρθητο και να σώσει εσάς και τα παιδιά σας.

(4) μηδὲ σύ γ᾽ ἱπποσύνην τε μένειν καὶ πεζὸν ἰόντα πολλὸν ἀπ᾽ ἠπείρου στρατὸν ἥσυχος, ἀλλ᾽ ὑποχωρεῖν νῶτον ἐπιστρέψας· ἔτι τοι ποτε κἀντίος ἔσσῃ. ὦ θείη Σαλαμίς, ἀπολεῖς δὲ σὺ τέκνα γυναικῶν ἤ που σκιδναμένης Δημήτερος ἢ συνιούσης.

(4) Μα μην περιμένετε ήσυχοι το αναρίθμητο ιππικό και πεζικό να έρθουν από την Ασία, αλλά υποχωρήσετε γυρίζοντας την πλάτη σας στον εχθρό. Γιατί θα ‘ρθει μια μέρα που θα τον αντιμετωπίσετε πρόσωπο με πρόσωπο. Θεϊκή Σαλαμίνα, θα φέρεις το θάνατο στους γιους πολλών μανάδων, όταν σπαρθεί ή θεριστεί ο καρπός της Δήμητρας.

Οι χρησμοί της Πυθίας δεν ήταν αλάθητοι ούτε υπεράνω πάσης υποψίας. Στον Ηρόδοτο (6, 66) μαθαίνουμε ότι η μάντισσα Περίαλλα έχασε το αξίωμά της, όταν της ζητήθηκε χρησμός από τη Σπάρτη για το αν ο βασιλιάς Δημάρατος ήταν γνήσιος γιος του Αρίστωνα, άρα και νόμιμος βασιλιάς.

Κατά τη διάρκεια των Περσικών πολέμων το μαντείο «μήδισε» φροντίζοντας να τα έχει καλά με τους Πέρσες, γι’ αυτό άλλωστε και έδινε χρησμούς σύμφωνα με τους οποίους προέτρεπε τις πόλεις να παραδοθούν ή γενικότερα να μην αντισταθούν στους Πέρσες, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω με το χρησμό στους Αθηναίους· ακόμη και στον Πελοποννησιακό πόλεμο μάλλον είχε φιλοσπαρτιατική διάθεση.

Δελφικό τρίποδο. Ερυθρόμορφος κρατήρας, περ. 330 π.Χ. British Museum, Public domain, via Wikimedia Commons

Εορτές

Οι γιορτές που τελούνταν στους Δελφούς σχετίζονταν με γεγονότα από τη ζωή του Απόλλωνα και του Διόνυσου ή με ιστορικά γεγονότα.

Αφιερωμένες στον Απόλλωνα

Πύθια, για να τιμηθεί ο θεός. Στην αρχή γιορτάζονταν κάθε οκτώ χρόνια (εννετηρίς) και πιθανόν από το 582 π.Χ. κάθε τέσσερα χρόνια (πεντετηρίς).

Δελφίνια, σ’ ανάμνηση της μεταμόρφωσης του θεού σε δελφίνι, οδηγώντας τους Κρήτες ναυτικούς στην περιοχή και της ίδρυσης του ιερού. Γιορτάζονταν τον Απρίλιο.

Θαργήλεια, σχετική με την ιδιότητα του θεού να θεραπεύει από τους λοιμούς. Γιορτάζονταν την άνοιξη.

Σεπτήρια ή Στεπτήρια, σ’ ανάμνηση της αναχώρησης του θεού για καθαρμό μετά τον φόνο του δράκοντα.

Θεοφάνεια, σ’ ανάμνηση της επιστροφής του θεού μετά τον καθαρμό του.

Αφιερωμένες στον Διόνυσο

Λικνίτης, γιορτή που γινόταν κάθε οκτώ χρόνια σ’ ανάμνηση της αναγέννησης του θεού. Συμβόλιζε την αναγέννηση της φύσης.

Χάριλα, επίσης γιορταζόταν κάθε οκτώ χρόνια. Σχετιζόταν με την αναγέννηση της φύσης. Κατά τη διάρκεια της γιορτής μαστίγωναν μια κούκλα, την κρεμούσαν και τέλος την έθαβαν με μια θηλιά στον λαιμό.

Ηρωίς, επίσης γιορταζόταν κάθε οκτώ χρόνια. Σ’ ανάμνηση της επαναφοράς της Σεμέλης, μητέρας του θεού, από τον Άδη.

Δαδοφόρια, κάθε δύο χρόνια, στον Παρνασσό. Ήταν Μαιναδική γιορτή.

Αφιερωμένες σε ιστορικά γεγονότα

Ελαφηβόλια, σ’ ανάμνηση της νίκης κατά των Θεσσαλών πριν από τους Περσικούς αγώνες.

Σωτήρια, σ’ ανάμνηση της σωτηρίας των Δελφών από την επιδρομή των Γαλατών.

Ευμένεια, λαμπαδηδρομία από το Γυμνάσιο μέχρι τον βωμό του Απόλλωνα

Πηγές – βιβλιογραφία

chilonas

http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/naoi/delphi/Naos%20Apollona,%20Delphi.0.htm

https://en.wikipedia.org/wiki/Pythia

https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/mythology/lexicon/gods/apollo/page_008.html

http://odysseus.culture.gr/h/3/gh351.jsp?obj_id=2507

Μαντείο των Δελφών Μαντείο των Δελφών Reviewed by Αρχαία Ελληνικά on Κυριακή, Μαΐου 22, 2022 Rating: 5

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.