Από τη Βάσω Δενδροπούλου
Η Ειρήνη ήταν σύμφωνα με την Ελληνική μυθολογία, θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αποτελούσε προσωποποίηση της ειρηνικής κατάστασης των πραγμάτων, θυγατέρα του Δία και της Θέμιδας, θεάς της δικαιοσύνης και αδελφή της Ευνομίας και της Δίκης, (τα υπέρτατα αγαθά μιας κοινωνίας), με τις οποίες αποτελούσαν τις Ώρες. Το ουσιαστικό Ειρήνη εικάζεται ότι προέρχεται από το ρήμα είρω (λέγω-συνδέω).Ειρήνη =>είρω=ενώνω, λέγω+συνδέω + νους.
Για το πότε οι αρχαίοι Έλληνες άρχισαν να λατρεύουν την Ειρήνη ως θεά, υπάρχουν δύο γνώμες: Ο Πλούταρχος αναφέρει στον «Βίο του Κίμωνος» ότι οι Αθηναίοι έστησαν για πρώτη φορά βωμό της θεάς, έπειτα από τη νίκη τους στον Ευρυμέδοντα ποταμό. Οι Ισοκράτης και Κορνήλιος Νέπως γράφουν ότι ο βωμός της Ειρήνης στήθηκε για πρώτη φορά, ύστερα από τη νίκη του Τιμοθέου κατά των Λακεδαιμονίων κοντά στη Λευκάδα.
Στην τέχνη απεικονίζονταν σαν μια νεαρή όμορφη γυναίκα που κρατούσε το Κέρας της Αμάλθειας, σκήπτρο και ένα πυρσό,ή ένα κλαδί ελιάς, ως προστάτης και πολιούχος του Πλούτου. Ο Ευριπίδης και ο Αριστοφάνης την παρουσιάζουν στα έργα τους ως φορέα της ευφορίας και του πλούτου. Πολύ γνωστό γλυπτό είναι αυτό του Κηφισόδοτου, πατέρα του Πραξιτέλη των αρχών του 4ου αιώνα π.χ. που αναπαριστά την Ειρήνη να κρατά στην αγκαλιά της τον Πλούτο. Βοηθούσε να κυβερνηθεί η κοινωνία με εξισορρόπηση και σταθερότητα.
Οι Αρχαίοι Έλληνες πολύ συχνά ίδρυαν βωμούς προς αυτήν μετά το πέρας των εχθροπραξιών. Γνωστά της επίθετα ήταν τα «Γλυκεία», «Βαθύπλουτος», «Πλουτοδότειρα», κ.ά. Ο συμβολισμός της Ειρήνης και του γενεολογικού της δέντρου, μαζί με την αφθονία των αγαθών που την προσφέρει με αθωότητα ο μικρός Πλούτος, ήταν η ευχή των Αθηναίων για μια διαρκεί ειρήνη με βάση την δικαιοσύνη, της Θέμιδας, την Δίκη και την Ευνομία, μετά τους πολέμους και την δυστυχία που έφερναν μαζί τους. «Ν΄ αγαπάς την Ειρήνη», Δελφικό Παράγγελμα του Θαλή του Μιλήσιου, «Κανένας δεν είναι τόσο ανόητος που να προτιμάει τον πόλεμο απ’ την ειρήνη· γιατί στον καιρό της ειρήνης τα παιδιά θάβουν τους γονείς τους, ενώ, αντίθετα, στον καιρό του πολέμου οι γονείς θάβουνε τα παιδιά τους.» μας λέει ο Ηρόδοτος. Στο έργο του Αριστοφάνη «Ειρήνη», (το ωραιότερο που έχει γραφεί για την Ειρήνη, το οποίο παίχτηκε στα Μεγάλα Διονύσια μετά το θάνατο του Κλέωνα και του Σπαρτιάτη στρατηγού Βρασίδα και λίγες μόνο ημέρες πριν από τη σύναψη της Νικίειας ειρήνης, έχει σαν ήρωα, τον Αθηναίο αμπελουργό με το χαρακτηριστικό όνομα Τρυγαίος, ο οποίος πλήττεται από τις φοβερές συνέπειες του πολέμου και αποφασίζει να ανέβει ουρανό για να συναντήσει τον Δία, μήπως και πετύχει τον τερματισμό του πολέμου. Για το ταξίδι προς τον Δία "αντιγράφει" τον Βελλεροφόντη, τον ήρωα της φερώνυμης τραγωδίας του Ευριπίδη. Εκείνος είχε επιχειρήσει το ουράνιο ταξίδι πάνω στο φτερωτό άλογο Πήγασος, ο Τρυγαίος χρησιμοποιεί ένα πελώριο σκαθάρι -για την ακρίβεια: έναν ἱπποκάνθαρον. Όταν φθάνει στον χώρο των θεών, βρίσκει μόνο τον Ερμή· οι άλλοι θεοί, οργισμένοι με τους Έλληνες που επιμένουν να πολεμούν, για να μην τους βλέπουν και τους ακούν, μετακόμισαν στο έσχατο σημείο του ουράνιου θόλου και άφησαν στη θέση τους τον Πόλεμο. Ο Πόλεμος έκλεισε την Ειρήνη σε μια βαθιά σπηλιά, σώριασε πάνω της πέτρες και ετοιμάζεται να κοπανήσει σε ένα πελώριο γουδί τις αλληλομαχόμενες Ελληνικές πόλεις, αλλά δυσκολεύεται να βρει γουδοχέρι. Ώσπου να εξασφαλίσει ο Πόλεμος το γουδοχέρι, ο Τρυγαίος προλαβαίνει, καλεί τους Έλληνες και, παρά τις δυσκολίες, καταφέρνει με τους γεωργούς της Αττικής να απελευθερώσει την Ειρήνη, που επιστρέφει συνοδευόμενη από την Οπώρα (καρποφορία), που προορίζεται για τον Τρυγαίο, και τη Θεωρία (γιορτή), που προορίζεται για τη βουλή. Στο δεύτερο μέρος του έργου, όπως κατά κανόνα συμβαίνει και στις άλλες κωμωδίες του Αριστοφάνη, παρουσιάζονται οι επιπτώσεις από τα νέα δεδομένα: οι γεωργοί έχουν ξανά τη σοδειά τους, η βουλή ασχολείται και πάλι με τις γιορτές, οι οπλουργοί μένουν άνεργοι, οι κατασκευαστές γεωργικών εργαλείων κάνουν χρυσές δουλειές κ.ο.κ.. Το έργο τελειώνει με τη γαμήλια πομπή και το τραγούδι του Υμεναίου, με το οποίο ο Τρυγαίος και η σύντροφός του Οπώρα προπέμπονται εκεί όπου ουσιαστικά ανήκουν, στους αγρούς.
Στον αντίποδα, βρίσκεται η Ειρήνη, αυτή η κατάσταση ησυχίας και γαλήνης, που δεν την ταλανίζουν ταραχές και συγκρούσεις, μάλλον είναι το ζητούμενο διαχρονικά, καθώς από την αυγή της Ιστορίας συνηθίζουμε να λύνουμε βίαια τις διαφορές μας με τους άλλους ανθρώπους, αλλά και με τον εαυτό μας. Η ειρήνη, είναι και παροδική, εύθραυστη και αβέβαιη και αυτή η σπανιότητά της την καθιστά πολύτιμη. Ναι, παροδική, εύθραυστη και αβέβαιη. Στα εβραϊκά, η λέξη για την ειρήνη, «salom», χρησιμοποιείται σε χαιρετισμούς, με την έννοια ότι αποτελεί ένα εκ Θεού δώρο: το ίδιο και στα αραβικά, που είναι «salam».
Ο ποιητής μας ο Οδυσσέας Ελύτης, που γυρεύει τα αδύνατα, ονειρεύεται έναν άλλο κόσμο κι είναι γνωστό πως ό,τι μπορούμε να ονειρευτούμε ανέφικτο δεν είναι.
«Ω να μπορούσανε, λέει, και τα οργανωμένη κράτη να διαμορφώσουν μια δημόσια ζωή με νόμους σαν αυτούς που διέπουν το άτομο. Να επιφοιτούσε στα κοινά η ψυχή, και μια διαταγή του υπουργείου Υγείας να ξαπόστελνε στα εργοστάσια επεξεργασίας απορριμάτων όλες τις πενταροδεκάρες των συμφερόντων, για να βγουν έστω και λίγα γραμμάρια ομορφιάς. Να έπαιρνε πότε πότε η συνεδρίαση του Κοινοβουλίου τις προεκτάσεις που παίρνει ένα δάκρυ όταν διαθλά τις αθλιότητες όλες κι απομένει να λάμπει σαν μονόπετρο.
Κοντολογίς, να μπορούσαν και τη σημασία των λαών να τη μετράνε όχι από το πόσα κεφάλια διαθέτουνε για μακέλεμα, όπως συμβαίνει στις μέρες μας, αλά από το πόση ευγένεια παράγουν ακόμη και κάτω από τις πιο δυσμενείς και βάναυσες συνθήκες, όπως ο δικός μας ο λαός στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όπου το παραμικρό κεντητό πουκάμισο, το πιο φθηνό βαρκάκι, το πιο ταπεινό εκκλησάκι, το τέμπλο, το κιούπι, το χράμι, όλα τους αποπνέανε μιαν αρχοντιά κατά τι ανώτερη των Λουδοβίκ.
Τι σταμάτησε αυτά τα κινήματα ψυχής που αξιώθηκαν κι έφτασαν ως τις κοινότητες; Ποιος καπάκωσε μια τέτοιου είδους αρετή, που μπορούσε μια μέρα να μας οδηγήσει σε ένα ιδιότυπο, κομμένο στα μέτρα της χώρας πολίτευμα;»
Πηγή: Οι Μυθολόγοι
Δεν υπάρχουν σχόλια: