Ο Ορφέας με την Φόρμιγγα θάμπωσε τις Σειρήνες, κι αυτές, σαν δίσκοι έπεσαν στον βυθό της Θάλασσας

Ο Ορφέας με την Φόρμιγγα θάμπωσε τις Σειρήνες, κι αυτές, σαν δίσκοι έπεσαν στον βυθό της Θάλασσας

Εννέα έτη Φωτός:

Έπειτα πλέοντας, σταματήσαμε όχι μακριά από ένα σκόπελο που εξείχε, γιατί εκεί ένας βράχος απόκρημνος με δυο σπηλιές αναπηδά, ρουφώντας μέσα τη θάλασσα, ενώ βουίζει μέσα κει βαθυγάλαζο το κύμα.

Εδώ καθισμένες τραγουδούν με γλυκιά φωνή οι κόρες και μαγεύουν των θνητών την ακοή, που ξεχνούν πια το γυρισμό. Και στους Μινύες άρεσε το άκουσμα της μελωδίας των Σειρήνων κι ούτε επρόκειτο να αποφύγουν την ολέθρια φωνή τους, αφού άφησαν τα κουπιά απ' τα χέρια, και ο Αγκαίος κατηύθηνε το πλοίο σε κείνο το λόφο, αν δεν τέντωνα στα χέρια μου τη φόρμιγγα για να τους τέρψω με ένα γλυκό τραγούδι από τον κόσμο της μητέρας μου.

Με δυνατή φωνή τραγούδησα ένα θείο ύμνο για το πώς κάποτε φιλονίκησαν για τα φτεροπόδαρα άτια ο Ζευς, που ρίχνει από τον ουρανό βροντές, με τον θαλάσσιο Εννοσίγαιο (επίθ. του Ποσειδώνος, αυτός που σείει τη γη).

Και πώς ο Κυανοχαίτης (ο, έχων μέλαιναν κόμην, ως επίθ. του Ποσειδώνος), χολωμένος με τον πατέρα Δία, κτύπησε τη Δυκαονία, το στήριγμα της γης, με την τρίαινα, και βίαια τη διασκόρπισε στον απέραντο πόντο, μεταμορφώνοντάς την σε θαλασσινά νησιά. Αυτά τα ονόμασαν Σαρδηνία και Εύβοια και ανεμόδαρτη Κύπρο.

Καθώς έπαιζα τη φόρμιγγα, οι Σειρήνες από το χιονισμένο σκόπελο θαμπώθηκαν κι έπαψαν το δικό τους τραγούδι [Σειρῆνες θάμβησαν, ἑήν δ' ἄμπαυσαν ἀοιδήν].

Η μια πέταξε από τα χέρια τους λωτούς κι άλλη τη λύρα κι αναστέναξαν βαριά, γιατί είχε φθάσει η θλιβερή ώρα του μοιραίου θανάτου. Από την άκρη του γκρεμού, σαν δίσκοι έπεσαν στο βυθό της ταραγμένης θάλασσας [ἀπό δέ σφέας ῥωγάδος ἄκρης ἐς βυσσόν δίσκευσαν ἁλιρροθίοιο θαλάσσης], ενώ τα σώματά τους με το υπερήφανο παράστημα μεταβλήθηκαν σε βράχια [πέτραις δ'ἠλλάξαντο δέμας μορφήν θ' ὑπέροπλον].

Έπειτα, αφού κι απ' το κακό αυτό γλίτωσε η Αργώ, τρέχοντας διέπλευσε τον κυματώδη πόντο και τον κόλπο και με πανιά φουσκωμένα απ' τους σφοδρούς ανέμους, στην ιερή έφθασε την Κέρκυρα [Κέρκυραν ζαθέην* ἐξίκετο 1301], την οποία οι Φαίακες κατοικούν, έμπειροι στα κουπιά και στη θαλασσόδαρτη πορεία. Σ' αυτούς με σοφία νομοθετούσε ο Αλκίνοος, ο δικαιότερος των βασιλιάδων. Εκεί τα παλαμάρια δέσαμε και ετοιμάζαμε θυσία στο χρησμοδότη Δία και στον επάκτιο Απόλλωνα.

ΟΡΦΕΩΣ ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΑ 1270 – 1306

Ὀρφέως Ἀργοναυτικά Αρχαίο Κείμενο-μετάφραση Συγγραφέας : Σωτήρης Σοφιᾶς EKΔΟΣΕΙΣ: ΝΟΩΝ

*ζαθέη = ισόθεη – θεία (Ιλιάς Α 38)

Πηγή

Ο Ορφέας με την Φόρμιγγα θάμπωσε τις Σειρήνες, κι αυτές, σαν δίσκοι έπεσαν στον βυθό της Θάλασσας Ο Ορφέας με την Φόρμιγγα θάμπωσε τις Σειρήνες, κι αυτές, σαν δίσκοι έπεσαν στον βυθό της Θάλασσας Reviewed by Αρχαία Ελληνικά on Τετάρτη, Ιανουαρίου 05, 2022 Rating: 5

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.