Α’ Καρχηδονιακός πόλεμος: O πιο μεγάλος σε χρονική διάρκεια πόλεμος της Αρχαιότητας

Εικόνα © Αρχαία Ελληνικά


Τα κράτη της Μεσογείου πριν την έναρξη των Καρχηδονιακών πολέμων τελούσαν ακόμη υπό την «σκιά του Μεγ. Αλεξάνδρου» μετά το θάνατο του οποίου (323 π.Χ) η αυτοκρατορία κατέρρευσε και οι στρατηγοί «έδιναν μάχες για λάφυρα».

Τότε εμφανίσθηκαν τρία μεγάλα διάδοχα κράτη, η Αίγυπτος, η Συρία και η Μακεδονία, ενώ οι Ελληνικές πόλεις επανέκτησαν την ανεξαρτησία τους και η Ελλάδα περιελάμβανε αποικίες στη Νότια Ιταλία, Σικελία και στις νότιες ακτές της Γαλλίας και της Ισπανίας. Η ενδοχώρα της Γαλλίας και της Ισπανίας κυριαρχείτο από φυλετικές ομάδες κυρίως Κέλτες (Γαλάτες και Ίβηρες) οι οποίοι ήσαν ακόμα σε μεγάλο βαθμό πολεμοχαρείς, αν και η Ελληνική επιρροή είχε αρχίσει να γίνεται αισθητή σε ορισμένους τομείς.

Ρώμη

Πριν τους Καρχηδονιακούς πόλεμους, η Ρώμη δεν θεωρείτο σημαντική δύναμη στη Μεσόγειο. Ωστόσο με το ξέσπασμα του Α’ Καρχηδονιακού πολέμου, είχε πλήρη έλεγχο στο μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής Ιταλίας, παρά την ύπαρξη μικρής αντίστασης. Αυτό που έκανε την Ρώμη ασυνήθιστη ήταν η φύση της σχέσης μεταξύ της πόλης και των κατακτήσεων. Κάθε κοινότητα ανήκε σε συγκεκριμένη κατηγορία. Ορισμένες ήταν άμεσες αποικίες, που είχαν ιδρυθεί σε κατακτημένα εδάφη. Οι ήδη υπάρχουσες κοινότητες είχαν συμφωνήσει να ενισχύουν την Ρώμη με στρατιώτες, με αντάλλαγμα πλήρη δικαιώματα Ρωμαίου πολίτη, χωρίς όμως δικαίωμα ψήφου στη Ρώμη, ή την χορήγηση Λατινικής ιθαγένειας. Αυτή η στάση σήμαινε ότι η Ρώμη ενσωμάτωνε (απορροφούσε) τις κατακτήσεις της με τρόπο πρωτόγνωρο στην αρχαία ιστορία.

Αυτή η ενσωμάτωση έπαιξε σημαντικό ρόλο στην στρατιωτική ισχύ της Ρώμης. Ο Ρωμαϊκός στρατός εκείνης της περιόδου ήταν ένα είδος έμμισθης πολιτοφυλακής. Καθώς η χορήγηση ιθαγένειας «επεκτείνετο» με διάφορες μορφές, αυξανόταν αντίστοιχα και ο αριθμός των ανδρών που ήταν ικανός για το στράτευμα. Η διοίκηση του στρατού είχε ανατεθεί στους αξιωματούχους της πόλης και σε περιόδους κρίσης η διοίκηση μεταβιβαζόταν στους ανώτερους αξιωματούχους, τους δύο προξένους. Η κύρια αδυναμία αυτού του στρατού ήταν ότι απουσίαζε το καθεστώς μονιμότητας. Κάθε φορά που συστηνόταν μια νέα λεγεώνα, έπρεπε η εκπαίδευση να αρχίσει εκ του μηδενός, ενώ ταυτόχρονα η διοίκηση της Στρατιάς άλλαζε ανά έτος.

Καρχηδόνα

Με την έναρξη των Καρχηδονιακών πολέμων, η Καρχηδόνα, ευρίσκετο σε υψηλότερο επίπεδο έναντι της Ρώμης. Οι Φοίνικες έμποροι, που έδρευαν στην Τύρο ή τη Σιδώνα, διέσχιζαν τη Μεσόγειο επί εκατοντάδες έτη και όπως οι Έλληνες είχαν και αυτοί δημιουργήσει αποικίες, στην Ισπανία και την Βόρεια Αφρική. Η Καρχηδόνα πιθανώς ιδρύθηκε κατά τον 8ο αιώνα π.Χ και όλως παραδόξως για Φοινικική αποικία, σύντομα κατέστη μια υπολογίσιμη δύναμη στην περιοχή, καθότι άρχισε να ιδρύει δικές της αποικίες και αναπόφευκτα ήρθε σε σύγκρουση με τις αντίστοιχες Ελληνικές αποικίες. Ενώ οι Ελληνικές αποικίες ήταν συνήθως μεγαλύτερες, οι αποικίες των Καρχηδονίων ενώθηκαν πολιτικά με αποτέλεσμα να προκληθεί σύγκρουση, η οποία διήρκεσε αιώνες, με επακόλουθο τον Α’ Καρχηδονιακό πόλεμο.

Η ειδοποιός διαφορά του στρατεύματος των Καρχηδονίων έναντι του αντιστοίχου Ρωμαϊκού ήταν ότι οι περισσότεροι στρατιώτες ήσαν μισθοφόροι (επαγγελματίες). Η Καρχηδόνα ήταν σε θέση να ενισχύει τα στρατεύματα της, από τις αποικίες της στην Αφρική, την Λιβύη και Νουμιδία και από την Ισπανία. Σε αντίθεση με την Ρώμη, οι διοικητές των Καρχηδονικών μονάδων υπηρετούσαν για μεγάλα χρονικά διαστήματα, αλλά οι στρατοί τους ήσαν ετερόκλητοι με αποτέλεσμα η διοίκηση να καθίσταται δύσκολη.

Ένα από τα κύρια επιτεύγματα του Αννίβα στον Β’ Καρχηδονιακό πόλεμος ήταν ότι μετέτρεψε αυτούς τους ανομοιογενείς στρατούς σε μια ενιαία πολεμική δύναμη. Η Καρχηδόνα ήταν περισσότερο διάσημη για το ναυτικό που διέθετε το οποίο σε μόνιμη βάση υπερασπιζόταν τις θαλάσσιες διαδρομές μεταφοράς εμπορευμάτων στις αποικίες. Εξάλλου τα ερείπια του μεγάλου στρατιωτικού λιμένα στην Καρχηδόνα παραμένουν ακόμα και σήμερα εντυπωσιακά.

Χάρτης Α’ Καρχηδονιακού πολέμου


Η σύγκρουση

Ο πόλεμος μεταξύ Ρώμης και Καρχηδόνας δεν ήταν αναπόφευκτος. Μεταξύ των δύο πόλεων προϋπήρχαν συνθήκες συμφωνίας για περισσότερο από δύο αιώνες, που αφορούσαν στους τομείς επιρροής………..η Ρώμη στην Ιταλία και η Καρχηδόνα στην Αφρική και την Σαρδηνία, ενώ στους Ρωμαίους εμπόρους επιτρεπόταν η ελεύθερη πρόσβαση στη Σικελία, η οποία τελικά ήταν αυτή που έδωσε την αφορμή για τον πόλεμο. Ο έλεγχος του νησιού αμφισβητήθηκε μεταξύ των Ελληνικών πόλεων κρατών και της Καρχηδόνας. Από το 315 π.Χ μέχρι το θάνατό του το 289 π.Χ ο Αγαθοκλής, τύραννος των Συρακουσών ηγείτο της αντιπολίτευσης στην Καρχηδόνα. Μεταξύ των στρατευμάτων του υπήρχε ένα σώμα από την Καμπανία, οι Μαμερτίνοι, οι οποίοι μετά το θάνατό του απωθήθηκαν από τις Συρακούσες και τελικά πήραν υπό τον έλεγχό τους την Μεσσήνη (Ευβοϊκή αποικία) με θέα στα στενά της Μεσσήνης και την ηπειρωτική Ιταλία απ’ όπου επιτίθεντο στις γύρω περιοχές.

Τελικά όταν ο Ιέρων ανέλαβε την ηγεσία των Συρακουσών, οι Μαμερτίνοι νικήθηκαν. Αισθανόμενοι όμως απελπισμένοι το 265 π.Χ κάλεσαν για βοήθεια την Ρώμη και Καρχηδόνα. Η Καρχηδόνα ανταποκρίθηκε αρχικά, στέλνοντας μια μικρή δύναμη στη Μεσσήνη η οποία εγκαταστάθηκε στην ακρόπολη. Η Ρώμη αποφάσισε επίσης να παρέμβει και την επόμενη χρονιά Ρωμαϊκή δύναμη υπό τον Άππιο Κλαύδιο έφτασε απέναντι από τη Σικελία. Οι Μαμερτίνοι απέβαλλαν την Καρχηδονιακή δύναμη από την Μεσσήνη και συμμάχησαν με τη Ρώμη. Αντιμέτωποι με αυτήν την κατάσταση ο Ιέρων και οι Καρχηδόνιοι σχηματίζουν συμμαχία και αρχίζει ο πόλεμος.

Σικελία

Οι περισσότερες επίγειες μάχες κατά τη διάρκεια του Α’ Καρχηδονιακού Πολέμου έλαβαν χώρα στη Σικελία. Ο Άππιος Κλαύδιος κατάφερε να μεταφέρει τα στρατεύματά του στην Μεσσήνη και από εκεί επιτέθηκε πρώτα στο στρατόπεδο του Ιέρωνα και στη συνέχεια στο στρατόπεδο των Καρχηδονίων, απωθώντας τις δύο δυνάμεις από τις θέσεις τους και διασφαλίζοντας την βάση του. Μετά από μια σύντομη πορεία προς τις Συρακούσες, η θητεία του ως πρόξενος λήγει και επιστρέφει στη Ρώμη.

Οι μάχες στη Σικελία τις επόμενες δύο δεκαετίες συχνά ήσαν «ασαφείς». Οι πόλεις της Σικελίας αποδείχθηκαν ασταθείς σύμμαχοι, πρόθυμοι να αλλάξουν πλευρά ανάλογα με το ποιος ήταν ισχυρότερος την συγκεκριμένη στιγμή. Αυτό αποδείχθηκε περίτρανα το 263 π.Χ όταν δύο πρόξενοι στάλθηκαν στη Σικελία, με μια δύναμη περίπου 40.000 στρατιωτών. Αυτός ο στρατός ήταν αρκετός για να εκφοβίσει πολλές πόλεις αλλά και να καταλάβει τις υπόλοιπες. Στις Συρακούσες, ο Ιέρων αποφάσισε να αλλάξει πλευρά αντιμέτωπος με αυτή την συντριπτική δύναμη. Με αυτό κατόρθωσε να επιτύχει στο στόχο του «την εξάλειψη της απειλής από την Μεσσήνη». Οι Συρακούσες παρέμειναν πιστός σύμμαχος της Ρώμης σε όλο το υπόλοιπο του πολέμου και η βοήθεια της ήταν ανεκτίμητη στην διοικητική υποστήριξη (τροφοδοσία) των Ρωμαϊκών δυνάμεων στο νησί.

Επιστροφή του Μάρκου Αττίλιου στην Καρχηδόννα


Αν και η Ρώμη είχε επιτύχει πλήρως τους πολεμικούς στόχους στην Σικελία, ουδεμία πλευρά φαινόταν να εξετάζει την περίπτωση ειρήνης. Η Ρώμη δεν θα άφηνε έναν εχθρό να παραμένει αήττητος, ενώ η Καρχηδόνα δεν έβλεπε τον λόγο που η Ρώμη έπρεπε να παραμείνει στην Σικελία.

Η Καρχηδόνα σχεδίαζε να χρησιμοποιήσει την πόλη του Ακράγαντα (Ελληνική αποικία από αποίκους της Γέλας) ως βάση, η οποία βρισκόταν στο μέσον της διαδρομής της νότιας ακτής της Σικελίας. Ωστόσο οι προετοιμασίες της Ρώμης ήσαν ταχύτερες και όταν οι δύο Ρωμαϊκοί προξενικοί στρατοί προωθήθηκαν τον Ακράγαντα το 262 π.Χ, ελάχιστες από τις Καρχηδονιακές ενισχύσεις είχαν κατορθώσει να φτάσουν στο νησί. Παρά την σχετική αδυναμία τους, οι υπερασπιστές σχεδόν νίκησαν τους Ρωμαίους σε μια αιφνιδιαστική επίθεση στο στρατόπεδό τους, αλλά μετά την αποτυχία αυτής της επίθεσης, οι υπερασπιστές αναγκάστηκαν να μετακινηθούν.

Η πολιορκία του Ακράγαντα διήρκεσε πέντε μήνες χωρίς να σημειωθεί κάποιο αξιόλογο περιστατικό πριν την άφιξη των ενισχύσεων από την Καρχηδόνα. Αυτή η δύναμη αντιμετώπισε τους Ρωμαίους στην μάχη του Ακράγαντα αλλά ηττήθηκαν. Την νύχτα μετά τη μάχη, η φρουρά διέφυγε μέσω των αποδυναμωμένων Ρωμαϊκών γραμμών αλλά παρόλα αυτά, η Ρωμαϊκή κατάληψη του Ακράγαντα απετέλεσε μεγάλο θρίαμβο για τους Ρωμαίους και σύμφωνα με τον Πολύβιο οδήγησε στην απόφαση απέλασης των Καρχηδονίων από τη Σικελία και την ναυπήγηση του πρώτου Ρωμαϊκού στόλου.

Παρόλο που αυτή η νίκη έδωσε στην Ρώμη τον έλεγχο μεγάλου μέρους της Σικελίας, η φύση του νησιού, όπου μεγάλο μέρος του πληθυσμού ζούσε σε εντοιχισμένες πόλεις σε συνδυασμό με την σχετική αδυναμία των δύο πλευρών να προβούν σε πολιορκίες, οδήγησε σε μια μακρά περίοδο πολεμικών συγκρούσεων στο νησί. Οι πόλεις «άλλαζαν χέρια» επανειλημμένα, συχνά μέσα από προδοσία, ενώ η σταδιακή προώθηση των Ρωμαίων ανάγκασε τους Καρχηδόνιους να περιορισθούν στη βορειοδυτική πλευρά του νησιού. Παρά την αποτυχία τους στην Αφρική, οι Ρωμαίοι ήσαν κερδισμένοι στη Σικελία.

Το 254 π.Χ κατέλαβαν τον Πάνορμο (Ελληνική ονομασία του σημερινού Παλέρμο, λόγω του φυσικού κάλλους του λιμένα) μία από τις μεγαλύτερες πόλεις που είχαν απομείνει υπό την Καρχηδονιακή κατοχή. Όταν το ήμισυ του Ρωμαϊκού στρατού αποσύρθηκε 251 π.Χ, ο Καρχηδόνιος διοικητής αποφάσισε να κάνει μια ύστατη προσπάθεια ανακατάληψης.

Η μάχη του Πανόρμου υπήρξε η τελευταία επίγεια μάχη του πολέμου και μια ακόμη Ρωμαϊκή νίκη. Το 250 π.Χ Οι Ρωμαίοι ξεκίνησαν την πολιορκία στα Μάρσαλα (Lilybaeum) μια από τις πλέον ενεργές πολιορκίες του πολέμου, αλλά παρά τις προσπάθειες των Ρωμαίων, η πόλη δεν έπεσε και η πολιορκία συνεχίστηκε για τα υπόλοιπα εννέα έτη του πολέμου.

Κατά το υπόλοιπο διάστημα του πολέμου δεν συνέβη κάτι το αξιόλογο. Το πλέον αξιοσημείωτο γεγονός ήταν η άφιξη του Αμίλκα Βάρκα, πατέρα του διάσημου Αννίβα. Ωστόσο, ακόμη και αυτός δεν ήταν σε θέση να φέρει κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα και η φήμη του οφείλεται εν μέρει στο γιο του και εν μέρει σε ορισμένες δικές του ενέργειες μετά τον πόλεμο. Μέχρι τη στιγμή που επήλθε ειρήνη, η κατάσταση στην περιοχή που απετέλεσε την αιτία πολέμου είχε τελματωθεί.

Αφρική

Για κάποιο χρονικό διάστημα, η Ρώμη απειλούσε άμεσα την Καρχηδόνα. Έχοντας αποκτήσει αυτοπεποίθηση στη θάλασσα (βλ. παρακάτω) αποφασίστηκε το 256 π.Χ να στείλει δύο πρόξενους (τον Λούκιο Μάνλιο Βούλσο και τον Μάρκο Ατίλιο Ρέγουλο) στην Αφρική. Αφού κέρδισαν την ναυμαχία στο ακρωτήριο Έκνομο, οι πρόξενοι αποβιβάσθηκαν κοντά στην πόλη Ασπίδα (ή αλλιώς Άτλας) την οποία κατέλαβαν και ξεκίνησαν επιδρομές στην εύφορη ενδοχώρα. Όμως ο Λούκιος Μάνλιος διατάχθηκε να επιστρέψει στην Ρώμη και έτσι ο Μάρκος Ατίλιος ανέλαβε την διοίκηση του στρατού, η δύναμη του οποίου είχε μειωθεί και ανερχόταν πλέον σε 15.000 πεζούς και 500 έφιππους, ο οποίος θα αντιμετώπιζε τον αντίστοιχο Καρχηδονιακό σχεδόν ίσο σε μέγεθος.

Εισβολή στην Αφρική_πηγή wikipedia


Προς το τέλος του 256 π.Χ ο Μάρκος Ατίλιος ξεκίνησε την προέλαση. Φθάνοντας στην πόλη Άδις, στρατοπέδευσε σε αυτήν με σκοπό να την πολιορκήσει. Οι Καρχηδόνιοι μετακινήθηκαν για να τον αντιμετωπίσουν και στρατοπέδευσαν σε ένα λόφο με θέα τόσο στην πόλη όσο και στο Ρωμαϊκό στρατόπεδο. Ο Ρέγουλος άρχισε την επίθεση τις πρώτες πρωινές ώρες κατά του στρατοπέδου του Καρχηδονίων (μάχη της Άδις) και εκτός από μια μικρή αντίσταση από δύναμη μισθοφόρων οι Καρχηδόνιοι ηττήθηκαν. Με το στόλο και το στρατό ηττημένο, η Καρχηδόνα ζήτησε ειρηνευτικές συνομιλίες, αλλά οι όροι που προσέφερε ο Ρέγουλος ήσαν πολύ σκληροί και η Καρχηδόνα αρνήθηκε. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα του 255 π.Χ, η Καρχηδόνα άλλαξε την δομή του στρατού της με την βοήθεια ενός Σπαρτιάτη μισθοφόρου ονόματι Ξάνθιππου, με αποτέλεσμα ο «αναζωογονημένος» Καρχηδονιακός στρατός να νικήσει τον Ρέγουλο στη μάχη της Τύνιδας.

Ο Ρωμαϊκός στρατός ξεκληρίστηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου και όσοι λίγοι κατόρθωσαν να διαφύγουν χάθηκαν στην θάλασσα, ή καθ’ οδόν προς την Ρώμη. Αυτή ήταν η μόνη μεγάλη νίκη των Καρχηδονίων κατά την διάρκεια του πολέμου και η οποία είχε ως αποτέλεσμα να σταματήσει η άμεση Ρωμαϊκή απειλή.

Ναυμαχίες

Παρά τις χερσαίες επιχειρήσεις, τελικά οι μάχες στη θάλασσα ήσαν αυτές που καθόρισαν την έκβαση του πολέμου. Κατά την έναρξη του πολέμου η Καρχηδόνα ήταν μακράν η μεγαλύτερη ναυτική δύναμη, ενώ η Ρώμη η ίδια δεν διέθετε ναυτικό, στηριζόμενη στην θαλάσσια υποστήριξη που της παρείχαν οι σύμμαχοί της. Αυτοί εξάλλου ήσαν εκείνοι που χρησιμοποιήθηκαν το 264 π.Χ για να μεταφέρουν τον πρώτο Ρωμαϊκό στρατό στη Σικελία. Μόλις το 260 π.Χ αποφάσισαν να ναυπηγήσουν τον δικό τους στόλο, αποτελούμενο αρχικά από 120 πλοία, τα οποία είχαν κατασκευασθεί ως αντίγραφα ενός αιχμαλωτισμένου Καρχηδονιακού πλοίου. Όμως η υπεροχή των Καρχηδονιακών πλοίων οφειλόταν στην ανώτερη ποιότητα των πληρωμάτων τους. Τα πλοία ήσαν «πεντήρεις» οι οποίες αποτελούσαν εξέλιξη των τριήρεων με πέντε σειρές κουπιών και οφείλονταν σε επινόηση του τυράννου των Συρακουσών Διονυσίου.

Η κύρια τακτική ναυτικού πολέμου της εποχής, ήταν η επιβίβαση στο αντίπαλο κατάστρωμα και η μάχη σώμα με σώμα με το εχθρικό πλήρωμα, γεγονός το οποίο εξηγεί εν μέρει τις επιτυχίες των Ρωμαίων. Αυτά τα πλοία είχαν πολυάριθμο πλήρωμα, υπολογιζόμενο σε περίπου 300 άτομα συν τους επιβαίνοντες στρατιώτες, γεγονός που αιτιολογεί την εμφάνιση του μεγάλου αριθμού ανδρών σε ορισμένες από τις ναυμαχίες του πολέμου. Ο νέος Ρωμαϊκός στόλος επρόκειτο να επιτύχει μια σειρά από μεγάλες ναυτικές νίκες, αλλά ταυτόχρονα υπέστη πολύ μεγάλες απώλειες σε πλοία και προσωπικό κυρίως λόγω των καιρικών συνθηκών.

Αρπάγη – Corvus_πηγή wikipedia


Η πρώτη αντιπαράθεση μεταξύ των δύο στόλων δεν κατέδειξε υπεροχή των Ρωμαίων. Ο επικεφαλής του στόλου Γάιος Κορνήλιος Σκιπίων, έπλευσε νότια με σκοπό να καταλάβει την πόλη Λίπαρι (νησί που ανήκε στις Αιολίδες νήσους).

Η ναυμαχία στο Λίπαρι ήταν μια εύκολη νίκη για τους Καρχηδόνιους οι οποίοι αντιμετώπισαν μικρή αντίσταση. Σε μια δεύτερη αψιμαχία ο κύριος Ρωμαϊκός στόλος κατέστρεψε μια μικρή ναυτική δύναμη που εκτελούσε επιδρομή, αλλά ήταν ακόμη σαφές ότι η Καρχηδόνα είχε καλύτερο στόλο. Η Ρωμαϊκή απάντηση ήταν η αρπάγη (corvus) ένας τύπος γέφυρας επιβίβασης, η οποία πρωτοεμφανίσθηκε στην ναυμαχία των Μύλων (Mylae) το 260 π.Χ, όπου αντιπαρατέθηκαν δύο περίπου ισοδύναμοι στόλοι.

Η αρπάγη έδωσε στους Ρωμαίους το πλεονέκτημα και ο Γάιος Δουίλιος επέτυχε την πρώτη ναυτική νίκη στην Ρωμαϊκή ιστορία. Ο Ρωμαϊκός στόλος πλέον χρησιμοποιήθηκε για την υποστήριξη επιχειρήσεων στο έδαφος στη Σικελία, επιτυγχάνοντας μια ακόμη νίκη το 257 π.Χ στην Τυνδαρίδα (Tyndaris – Ελληνική αποικία των Μεσσηνίων στην Σικελία μετά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου).

Η μεγαλύτερη ναυτική μάχη του πολέμου έγινε το 256 π.Χ στα πλαίσια της Ρωμαϊκής εισβολής στην Αφρικής. Η Καρχηδόνα κατάφερε να συγκεντρώσει το μεγαλύτερο στόλο αποτελούμενο περίπου από 350 πλοία, έναντι 330 του Ρωμαϊκού. Οι δύο στόλοι συγκρούσθηκαν στη μάχη του Εκνόμου (ίσως η μεγαλύτερη ναυτική μάχη της ιστορίας, τουλάχιστον όσον αφορά στον αριθμό των ανδρών που έλαβαν μέρος) και η Ρώμη ήταν νικήτρια.

Αυτό αφορά στην εισβολή της Αφρικής που αναφέρθηκε ανωτέρω, μετά την οποία ο Ρωμαϊκός στόλος, ο οποίος αριθμούσε πλέον 350 πλοία, στάλθηκε να διασώσει τους επιζώντες, κερδίζοντας μια ακόμη μάχη το 255 π.Χ στο ακρωτήριο Hermaeum. Ωστόσο, κατά την επιστροφή τους στη Σικελία, οι πρόξενοι αποφάσισαν να εκφοβίσουν τους Καρχηδονίους που παρέμειναν στην Σικελία και προσπάθησαν να πλεύσουν κατά μήκος της νότιο δυτικής ακτογραμμής. Όμως συνάντησαν καταιγίδα και τα τρία τέταρτα των πλοίων και των πληρωμάτων χάθηκαν.

Σε μια εντυπωσιακή επίδειξη δύναμης της Ρώμης, την επόμενη χρονιά ναυπηγήθηκε στόλος 220 πλοίων, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην κατάληψη του Πανόρμου (σημερινό Παλέρμο) το 254 π.Χ, αλλά μετά από μια επιδρομή στην Αφρική το επόμενο έτος, 150 πλοία βυθίστηκαν από καταιγίδες. Μετά το συμβάν ακολούθησε μια περίοδος απραξίας εκ μέρους του Ρωμαϊκού στόλους, όταν το 249 π.Χ συνέβη η μόνη μεγάλη Ρωμαϊκή ήττα στη ναυμαχία του Δρεπάνου, όπου μια αιφνιδιαστική επίθεση στην πόλη απέτυχε. Ακολούθησε μια ακόμη καταστροφή στόλου από θύελλα, μετά την οποία οι Ρωμαίοι εγκατέλειψαν τις μεγάλες ναυτικές επιχειρήσεις μέχρι το 243 π.Χ.

Ρωμαϊκή πεντήρης με αρπάγη


Αυτό ήταν αποτέλεσμα του γεγονότος ότι ο στόλος του 253 π.Χ είχε χρηματοδοτηθεί από ιδιώτες αντί του κράτους. Το 252 π.Χ στόλος από 200 πλοία, που διοικούνταν από τον Γάιο Λουτάτιο Κάτουλο εστάλη στη Σικελία με προφανή στόχο την πρόκληση των Καρχηδονίων σε ναυμαχία. Ο εν λόγω στόλος είχε το χρονικό περιθώριο να προετοιμαστεί και ήταν σαφώς σε καλύτερη κατάσταση από τον ελαφρώς μεγαλύτερο στόλο των Καρχηδονίων που αντιμετώπισε. Η ναυμαχία στις νήσους Αιγάτες (10 Μαρτίου του 241 π.Χ) απέφερε αυτό που επεδίωκαν οι Ρωμαίοι. Περισσότερο από το ήμισυ του Καρχηδονιακού στόλου χάθηκε, η Καρχηδόνα έχασε τη θέληση για περαιτέρω αντίσταση και εξουσιοδότησε πλήρως τον διοικητή στην Σικελία να διαπραγματευτεί τους όρους για την σύναψη συνθήκης ειρήνης.

Επίλογος

Σύμφωνα με τη συνθήκη που συμφωνήθηκε, η Καρχηδόνα έπρεπε να εκκενώσει την Σικελία, αποδεχόμενη παράλληλα να μην πολεμήσει εναντίον των συμμάχων αμφοτέρων των πλευρών (Ρωμαίοι – Καρχηδόνιοι) και να πληρώνει 3.200 τάλαντα επί δέκα έτη, ένα τεράστιο ποσό για την εποχή (αν και η Καρχηδόνα μπορούσε εύκολα να διαθέσει). Οι Συρακούσες θα παρέμειναν ανεξάρτητες, υπό τον έλεγχο της Ανατολικής Σικελίας, ενώ η Δυτική Σικελία έγινε η πρώτη υπερπόντια επαρχία της Ρώμης. Το επίκεντρο της Καρχηδονιακών δραστηριοτήτων θα μεταφερόταν πλέον στην Ισπανία και θα ήταν το σημείο όπου επρόκειτο να ξεκινήσει 23 χρόνια αργότερα ο Β’ Καρχηδονιακός Πόλεμος.

Πηγή: chilonas

Α’ Καρχηδονιακός πόλεμος: O πιο μεγάλος σε χρονική διάρκεια πόλεμος της Αρχαιότητας Α’ Καρχηδονιακός πόλεμος: O πιο μεγάλος σε χρονική διάρκεια πόλεμος της Αρχαιότητας Reviewed by Αρχαία Ελληνικά on Τρίτη, Νοεμβρίου 02, 2021 Rating: 5

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.